» Δεν είχαμε πρόβλημα με τις παρεμβάσεις του Σκορσέζε»





Υστερα από σχεδόν έξι χρόνια προετοιμασίας, οι «Νύφες» του Παντελή Βούλγαρη, που τις στολίζει η υπογραφή του Μάρτιν Σκορσέζε ως καλλιτεχνικού συμβούλου, αρχίζουν το ταξίδι τους στις αίθουσες. Πρόκειται για μια ιστορία διαδραματιζόμενη το 1922, όταν 700 νύφες από την Ανατολή με τη φωτογραφία άγνωστων γαμπρών στα χέρια επιβιβάζονται στο πλοίο «King Alexander», με προορισμό την Αμερική, όπου τους περιμένουν οι μέλλοντες σύζυγοι. Εχουν ήδη γραφτεί πολλά για το μεγαλόπνοο σχέδιο, του οποίου ο προϋπολογισμός ανήλθε σε 3.500.000 ευρώ (η πιο ακριβή ελληνική παραγωγή), για τη χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας που αναγκαστικώς έγινε (χωρίς όμως να αποτελεί «πρόβλημα» στην αισθητική της ταινίας), για τη ματαίωση (δύο φορές για οικονομικούς και άλλους λόγους) του σχεδίου. Τελικώς οι «Νύφες» σαλπάρουν. Θα προβάλλονται στις ελληνικές αίθουσες από τις 22 Οκτωβρίου. Στο Μέγαρο Μουσικής, θα γίνει επίσημη προβολή αύριο Δευτέρα, 11 Οκτωβρίου. Στο εξωτερικό, προφανώς, η προβολή θα γίνει προσεχώς. O σκηνοθέτης Παντελής Βούλγαρης και η συγγραφέας-σεναριογράφος (πρόκειται για το πρώτο της σενάριο) Ιωάννα Καρυστιάνη απαντούν σε οκτώ κοινές ερωτήσεις, ο καθένας υπό την ιδιότητά του.




– Οταν αποφασίσατε να γυρίσετε τις «Νύφες», είχατε εκ των προτέρων σχεδιάσει ότι θα ήταν μια υπερπαραγωγή;


ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ: «Αυτομάτως, όταν σκέφτεται κανείς να γυρίσει μια ταινία εποχής, αντιλαμβάνεται ότι θα κοστίσει ακριβά. Οταν η Ιωάννα (Καρυστιάνη) έγραψε το πρώτο στόρι, θεώρησα ότι πρόκειται για μια πολύ ενδιαφέρουσα πρόταση αλλά δεν πίστευα ότι θα μπορούσα να τη γυρίσω στην Ελλάδα. Ο Σκορσέζε, ο οποίος γνώριζε εκ των προτέρων τη δουλειά μου, συγκινήθηκε με το συγκεκριμένο σενάριο και άρχισε η συνεργασία».


ΙΩΑΝΝΑ ΚΑΡΥΣΤΙΑΝΗ: « Δεν νομίζω ότι υπήρχε εκ μέρους του Παντελή η διάθεση να κάνει μια υπερπαραγωγή. Αλλωστε η σκηνοθετική δύναμή του αφορά τον τρόπο που κινηματογραφεί τα πρόσωπα των ηθοποιών του, που αντιμετωπίζει τους χαρακτήρες τους. Αυτό που με κινητοποίησε περισσότερο ήταν ο μεταιχμιακός χρόνος ανάμεσα στη ζωή που αφήνουν πίσω τους οι άνθρωποι και σε αυτήν που τους περιμένει. Σε αυτό το μεσοδιάστημα, που συμπίπτει με τις ημέρες του ταξιδιού, η ζωή που ζουν οι γυναίκες από διάφορες χώρες, και οι οποίες συνωστίζονται στην τρίτη θέση, είναι ποτισμένη με τόση προσδοκία, και φόβο, ώστε δημιουργούν πλήρη ζωή. Γι’ αυτό τον λόγο, κατά το 20ήμερο ταξίδι με το καράβι, συμβαίνουν πράγματα που θα μπορούσαν να συμβούν στη ρεαλιστική διάρκεια μιας ολόκληρης ζωής. Ολοκληρώνεται μια φιλία, με τον τρόπο που ολοκληρώνεται, δημιουργείται ένας δυνατός έρωτας, ζυγίζονται ξανά οι ζωές όλων αυτών των γυναικών».


Με τη μεσολάβηση του Ηλία Καζάν πραγματοποιήθηκε η επαφή με τον Μάρτιν Σκορσέζε, ο οποίος αποφάσισε τελικά να αναλάβει τον ρόλο του καλλιτεχνικού συμβούλου στην ταινία. Δεν σας απασχόλησε το γεγονός ότι θα μπορούσε να κάνει πολλές παρεμβάσεις τόσο στη σκηνοθεσία όσο και στο σενάριο;


Π.B.: «H πρώτη συνάντηση που είχαμε μαζί του έδειξε άνθρωπο με ανεπτυγμένη την αίσθηση της ισοτιμίας. Μου έδινε την εντύπωση ότι με αναγνώριζε ως μέλος αυτής της μεγάλης κινηματογραφικής οικογένειας και επιπλέον είναι ένας μεγάλος κινηματογραφιστής, απολύτως έντιμος με αυτό που κάνει. Δεν σκέφτηκα ποτέ ότι θα είχα πρόβλημα με τις παρεμβάσεις του, αντιθέτως θεωρούσα μεγάλη τύχη ότι θα είχα έναν άνθρωπο αυτού του επιπέδου να ανταλλάσσω γνώμες και προβληματισμούς. Ο Σκορσέζε δεν επέμεινε ποτέ σε κάτι με το οποίο εγώ διαφωνούσα».


I.K.: «Αν εννοείτε με τη λέξη παρέμβαση ότι έγινε κάτι παρά τη θέλησή μας, σας λέω ότι δεν έγινε κάτι τέτοιο. Βεβαίως, εγώ δεν είχα ξαναγράψει σενάριο και έτσι μου γίνονταν παρατηρήσεις οι οποίες ήταν πολλές φορές καθοριστικές. Ωστόσο σεβάστηκαν πάρα πολλά πράγματα, όπως για παράδειγμα ότι εμείς δεν θέλαμε να ακούγονται σε όλη την ταινία αγγλικά. Θέλαμε να διατηρήσουμε την αυθεντικότητα των προσώπων και των γλωσσών και παρ’ ότι το σενάριο κυκλοφορούσε σε διάφορα γραφεία στην Αμερική, όπου διατυπώνονταν διαφορετικές εκδοχές, όπως για παράδειγμα ότι ο Νόρμαν και η Νίκη θα πρέπει να μείνουν μαζί και να κάνουν έρωτα επάνω στο πλοίο, ο Σκορσέζε δεν το αποδέχθηκε και αυτό είναι προς τιμήν του. Υπήρχε βεβαίως μια καθοδήγηση, μεγάλωσε ο ρόλος του μαστροπού Καραμπουλάτ, για να μπορεί ένας καλός ηθοποιός να παίξει σε περισσότερες σκηνές. Ολα αυτά, όμως, γίνονταν με συζήτηση. Στη συγκεκριμένη ταινία, ή, στο συγκεκριμένο σενάριο, υπήρχε και κάτι ακόμη: δεν είχαμε οποιονδήποτε απέναντί μας να λέει τη γνώμη του ή να μας καθοδηγεί, αλλά τον Σκορσέζε ο οποίος δεν είναι ο εμπορικός παραγωγός που επιδιώκει να καθοδηγεί προσβλέποντας σε διάφορα κόλπα που θα κάνουν το προϊόν πιο εμπορεύσιμο. H αλαζονεία του πεζογράφου, όπως είμαι εγώ, ή του σεναριογράφου εν προκειμένω, δεν με αφορά».


– Εν τέλει, σας ενόχλησε το γεγονός ότι ο Μάρτιν Σκορσέζε δεν συμμετείχε οικονομικά στην ταινία;


I.K.: «Ο Σκορσέζε δεν βάζει ποτέ χρήματα στις ξένες παραγωγές που αναλαμβάνει».


Π.B.: «Από το 1995 που ο Σκορσέζε άρχισε να ασχολείται με συμπαραγωγές και μέχρι στιγμής – έχει συμμετάσχει συνολικά σε οκτώ ταινίες -, δεν βάζει χρήματα. Θα έλεγα μάλιστα ότι πολλοί τον πληρώνουν για να έχουν το όνομά του στις ταινίες τους. Εμείς δεν τον πληρώσαμε, αλλά οι ώρες και οι συμβουλές που μας προσέφερε (όπως και η συμπαραγωγός Μπαρμπαρα ντε Φίνα) θα μπορούσαν να αποτιμηθούν σε χρήματα. Βεβαίως και χρειαζόμασταν περισσότερα χρήματα, αλλά τελικά ελπίζουμε ότι ο Σκορσέζε θα βοηθήσει και στη διανομή της ταινίας στις ΗΠΑ».


– Αν δεν απατώμαι η αρχική γραφή του σεναρίου τοποθετούσε τη δράση σχεδόν αποκλειστικά στην τρίτη θέση. Γιατί άλλαξε αυτό; Θα μπορούσατε και οι δυο να φανταστείτε τις «Νύφες» μόνο στην τρίτη θέση;


I.K.: Υπήρχαν σκηνές και στην πρώτη θέση, αλλά πολύ λιγότερες. Στο αρχικό σχέδιο, όλη η ταινία είχε διαλόγους σχεδόν αποκλειστικά στα ελληνικά. Υπήρχαν πολύ λίγες σκηνές με τον καπετάνιο, τον Νόρμαν, τον Καραμπουλάτ. Δινόταν η αίσθηση ότι έπρεπε να απεγκλωβιστεί η ιστορία από τον συγκεκριμένο χώρο που άφηνε λιγότερα περιθώρια για πλοκή και ποικιλία εικόνων. Θα μπορούσα να φανταστώ τις «Νύφες» μόνο στην τρίτη θέση, χωρίς όμως να ξέρω αν θα γινόταν καλύτερη ταινία. Θα έδινε ίσως την αίσθηση του θεατρικού έργου».


Π.B.: «Από την αρχή είχα μια φράση στο μυαλό μου σχετικά με αυτήν την ταινία: ότι το πλοίο που μεταφέρει τις νύφες είναι κιβωτός πολιτισμού που μετακινεί πληθυσμούς από τη μια περιοχή στην άλλη. Δεν είναι μόνο η ιστορία της Νίκης και του Νόρμαν, αλλά και άλλων χαρακτήρων, οπότε η ταινία αναγκαστικά εκτεινόταν και στην πρώτη θέση».


– Πώς βιώσατε το μεγάλο χρονικό διάστημα που χρειάστηκε ώσπου να ολοκληρωθεί η ταινία;


Π.B.: «Ενα τέτοιο πρότζεκτ στις ΗΠΑ ακολουθεί πολύ συγκεκριμένα στάδια ώσπου να ολοκληρωθεί. Αφού τελείωσε το σενάριο και συμφωνήθηκε από τις δύο πλευρές να προχωρήσει, άρχισε ένα μεγάλο, σαρκοβόρο διάστημα ώστε να βρεθούν χρήματα για να γυριστεί η ταινία. Στο μεσοδιάστημα όμως υπήρχαν δύο πλευρές προετοιμασίας της ταινίας. H μία είναι ηδονική, καθώς αφορά την έρευνα, από την πλευρά της Ιωάννας, μέσω των αρχείων ώστε να τεκμηριωθεί η ιστορία, και από τη δική μου πλευρά μέσω του φωτογραφικού υλικού, των επικαίρων της εποχής από το αρχείο του Ελις Αϊλαντ, με στόχο να δω το ήθος της εποχής, κυρίως μέσα από τα μάτια των ανθρώπων, πέρα από τα κοστούμια και τα αντικείμενα. H δεύτερη φάση είναι οδυνηρή γιατί περιμένει κανείς πότε θα γίνει η ταινία, οι ηθοποιοί έχουν υποχρεώσεις και πρέπει να φύγουν, ο χρόνος περνάει και, για παράδειγμα, τα κορίτσια που μου έκαναν ως Ηπειρώτισσες (ταξιδιώτισσες και εκείνες του καραβιού) δεν μου έκαναν μετά τρία χρόνια. Επρεπε να ξανακάνω οντισιόν. Ωσπου να φτάσει η ημέρα του γυρίσματος, η συναισθηματική φόρτιση είναι έντονη! Μου έχει συμβεί και άλλες φορές, μου συνέβη και τώρα, να φτάσω στον πάτο της απελπισίας, της κατάθλιψης. Την πρώτη φορά που ακυρώθηκε η ταινία ήταν εξαιτίας της απεργίας των αμερικανών ηθοποιών. Οταν ακυρώνεται μια ταινία, φεύγουν οι συνεργάτες, μένεις μόνος σε ένα γραφείο γεμάτο φωτογραφικό υλικό και σημειώσεις…».


I.K.: «Είχα φτάσει πολλές φορές να επιθυμώ την απεμπλοκή μας από το σχέδιο και να λέω να αφήσουμε τις «Νύφες» στο ράφι. Στο διάστημα όμως αυτό έβγαλα και κάποια βιβλία, είχα άλλες διεξόδους και βίωσα πολύ διαφορετικά την αναμονή».


– Ποια σκηνή δυσκόλεψε τον καθένα περισσότερο;


Π.B.: «H σκηνή της αυτοκτονίας της Χαρώς με δυσκόλεψε πάρα πολύ. Πήγα στο γύρισμα και δεν ήξερα αν θα πηδήξει τελικά η Χαρώ στο νερό. Θα φύγει από το κατάστρωμα του πλοίου και θα πέσει στο νερό; Ποια στιγμή θα βγει η φίλη της Νίκη στο κατάστρωμα; Θα τη δει να πέφτει; Δεν είχα ιδέα για τη δράση της σκηνής. Τελικά, κάποια στιγμή βγήκε ο Ντέμιαν Λούις στη σκάλα του καταστρώματος για να δει πώς πάμε με τα γυρίσματα και μόλις μας είδε φώναξε τη Χαρώ. Τότε συνέλαβα το αίσθημα της σκηνής και το πώς θα τη γυρίζαμε. Κατά τα άλλα, επειδή οι περισσότερες σκηνές γυρίζονταν μέσα στο πλοίο, αυτό που έπρεπε να προσέξω ήταν να μη μοιάζει η μία σκηνή με την άλλη».


I.K.: Είχα πρόβλημα με τις σκηνές του ζευγαριού, του Νόρμαν και της Νίκης, όταν συνομιλούσαν. H Νίκη μιλάει λίγα αγγλικά και η κουβέντα δεν μπορεί να κυλήσει ελεύθερα. Επρεπε να ανταλλάσσουν απλές καθημερινές κουβέντες, εκείνη για το νησί της, εκείνος να μιλάει απλά για να μπορεί να τον καταλάβει. Γι’ αυτό και είχα την αίσθηση ότι οι μεταξύ τους σκηνές ήταν μεγάλες, αλλά η Μπάρμπαρα ντε Φίνα μού έλεγε να τις κρατήσουμε και αν χρειαζόταν θα τις κόβαμε στο μοντάζ. Ωστόσο, είχα την αίσθηση ότι αυτοί οι δύο ουσιαστικά αναζητούν ένα πρόσχημα για να είναι μαζί, οπότε αυτά που θα λέγονταν μπορεί να είναι απλά. Οι μικρές χειρονομίες αναλάμβαναν ρόλο διαλόγου. Λιγότερο ενδιαφέρει τι λένε και περισσότερο η αίσθηση ότι αυτοί οι δύο άνθρωποι θέλουν να είναι μαζί γιατί έπειτα από λίγες ημέρες μπορεί και να μην μπορούν να είναι μαζί».


– H κριτική που ασκείται στην ταινία είναι ότι η απαιτούμενη ένταση υπάρχει στο τελευταίο μισάωρο ή 40λεπτο. Συμφωνείτε;


I.K.: «Ο αμερικανός σκηνοθέτης Τζόναθαν Νόσιτερ, τον οποίον συνάντησα στο Τορόντο, όπου προβλήθηκαν οι «Νύφες», μου είπε ότι αυτό που του άρεσε στην ταινία είναι η σταδιακή της κλιμάκωση. Αν ήταν «φωτισμένη» όλη η ταινία όσο από τα μισά του έργου και μετά μπορεί και να μην την άντεχε. Το πλεονέκτημα της ταινίας είναι η σταδιακή ενδυνάμωση και της ιστορίας και των χαρακτήρων. Βεβαίως, υπάρχει μια κεντρική ιστορία και πρόσωπα που περιτριγυρίζουν αυτούς τους ανθρώπους, όπως της μικρής ρωσιδούλας και του νεαρού καμαρότου, του καπετάνιου, του Καραμπουλάτ και της Εμινέμ. Με κάποιο τρόπο πρέπει να αναδειχθούν τα χαρακτηριστικά αυτών των ανθρώπων και η σχέση που έχουν με τους υπόλοιπους επιβάτες του πλοίου».


Π.B.: «Εγώ το θεωρώ ευτύχημα. Αλλά μια φορά συνέβη κάτι αντίστοιχο. Στα «Πέτρινα χρόνια» υπήρχε στο τελευταίο 20λεπτο μεγάλη ένταση και δύναμη. Το ίδιο συμβαίνει και με τις «Νύφες». Γνώριζα ότι το τελευταίο μέρος έχει πολλή δύναμη και αυτό το θεωρώ τύχη».


– Σας ενδιαφέρει περισσότερο η εισπρακτική πορεία της ταινίας στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό, όπου αναμένεται ότι θα βρει διανομή;


Π.B.: «Δεν μπορώ να φανταστώ τους… θαυμαστές μου σε ένα χωριό της Ελβετίας. Με ενδιαφέρει η γνώμη των ελλήνων θεατών, η ματιά τους όταν θα βγαίνουν από την αίθουσα. Φυσικά με ενδιαφέρει και το ξένο κοινό, καθώς η ιστορία δεν αφορά μόνο τους Ελληνες, τις γυναίκες που ταξίδεψαν εκείνη την εποχή, αλλά επεκτείνεται στο γενικότερο πρόβλημα της μετανάστευσης που διογκώνεται όλο και περισσότερο στις ημέρες μας».


I.K.: «Αν το ερώτημα τίθεται διαζευκτικά, τότε δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η μεγάλη μου αγωνία είναι οι έλληνες θεατές. Φυσικά με ενδιαφέρει και η ανταπόκριση του ξένου κοινού».


H ταινία «Νύφες» κάνει επίσημη πρεμιέρα τη Δευτέρα, 11 Οκτωβρίου, στο Μέγαρο Μουσικής και στις 22 Οκτωβρίου στις κινηματογραφικές αίθουσες.