» Ηθελα να νιώσω τη φρίκη »


zenakos@dolnet.gr


Για μία ακόμη φορά, μόλις ο Ντέιμιεν Χερστ αποφάσισε ποιον σκοπό τού κάνει κέφι να σφυρίξει, ο κόσμος της τέχνης δεν έχασε λεπτό: άρχισε να χορεύει. Δεν έχει τόση σημασία αν όλοι συμφωνούσαν για την ποιότητα της μουσικής – δεν συμφωνούσαν – αλλά ορισμένα πράγματα μοιάζουν να υπερβαίνουν οποιαδήποτε διάθεση παρέμβασης. H τελευταία του έκθεση «Romance in the Age of Uncertainty» στην αίθουσα τέχνης «White Cube» (βλ. «Το άλλο Βήμα», 14.9.2003), είχε κάτι για κάθε γούστο: ένα μοσχάρι – σήμα κατατεθέν του Χερστ – χωρισμένο στα δύο και φυλακισμένο σε δύο κιβώτια από πλεξιγκλάς γεμάτα με φορμαλδεΰδη· εγκαταστάσεις εμπνευσμένες από τους θανάτους των δώδεκα Αποστόλων· μια σειρά τελάρα, τα οποία έδιναν την εντύπωση ότι ήταν βαμμένα με ένα παχύ στρώμα μαύρης πλαστικής μπογιάς αλλά στην πραγματικότητα ήταν σκεπασμένα με χιλιάδες ψόφιες μύγες· «πίνακες» με εκατοντάδες πεταλούδες κολλημένες πάνω σε χρωματιστές επιφάνειες· και βεβαίως το τεράστιο γλυπτό «Charity», το οποίο κυκλοφόρησε σε τρία αντίτυπα: ένα εκτέθηκε στο Λονδίνο, ένα βρήκε αγοραστή στη Σεούλ και ένα τρίτο παρουσιάζεται στην έκθεση «Outlook» της Αθήνας. (Για την ιστορία, ο Χερστ φέρεται να αποκόμισε 11 εκατ. στερλίνες από την τελευταία του έκθεση – μόνον ο νοτιοκορεάτης επιχειρηματίας Κιμ Τσανγκ-Ιλ, αγοραστής του «Charity», κατέβαλε 1,5 εκατ. στερλίνες.)


Γεννημένος το 1965 στο Μπρίστολ, ο Ντέιμιεν Χερστ έκανε μεγάλη αίσθηση ανάμεσα στο 1988 και στο 1990, μεταξύ άλλων με την ομαδική έκθεση «Freeze», την οποία είχε επιμεληθεί. Αγαπημένο παιδί του δαιμόνιου συλλέκτη Τσαρλς Σάατσι, έχει κατά καιρούς «φιλοτεχνήσει» διάφορα αναπάντεχα αντικείμενα – όπως έναν καρχαρία-τίγρη ή μια αγελάδα και ένα μοσχαράκι χωρισμένα στα δύο, όλα κλεισμένα σε δεξαμενές με φορμαλδεΰδη. Ο Χερστ δεν έχει ποτέ αφήσει το προσκήνιο της σύγχρονης τέχνης (ή το προσκήνιο, θα έλεγε κανείς, δεν έχει ποτέ αφήσει τον Χερστ.) Μιλώντας του, σκέφτηκα πως μολονότι πρόκειται ίσως για τον πιο πολυσυζητημένο καλλιτέχνη των τελευταίων δέκα και πλέον χρόνων, η συζήτηση αυτή γίνεται τόσο με θαυμασμό όσο και με απέχθεια· μια αντίθεση την οποία ο ίδιος φαίνεται να επιδιώκει, προκειμένου, όπως λέει, «να νιώσει οτιδήποτε, τέλος πάντων»





– Είσαι ευχαριστημένος από την έκθεσή σου στη «White Cube»;


«Ναι, ναι. Πολύ ευχαριστημένος. Νομίζω ότι πήγε πολύ καλά. Δεν είχα κάνει ποτέ ολοκληρωμένη έκθεση με τον Τζέι [σ.σ.: Τζέι Τζόπλινγκ, ιδιοκτήτης της «White Cube»]».


– Αισθάνεσαι ότι η τελευταία σου δουλειά σε πήγε κάπου όπου δεν είχες βρεθεί ως τώρα;


«Ναι. Πιστεύω πως ναι. Ο τρόπος με τον οποίον συνήθιζα να δουλεύω ήταν ότι είχα μια ιδέα, την τελειοποιούσα μέσα στο κεφάλι μου και έπειτα το μόνο ζήτημα ήταν το πώς θα την κατασκεύαζα. Αντιθέτως, τα καινούργια έργα είναι πολύ πιο πολυστρωματικά. Θα μπορούσα να πω ότι ταξίδεψα με το ίδιο το αντικείμενο. Οταν ξεκίνησα να φτιάχνω τα έργα, δεν ήξερα πού θα καταλήξουν, πώς θα έμοιαζαν τελικά. Βλέπω αυτά τα έργα περισσότερο ως κολάζ παρά ως μοναδικά αντικείμενα. Είναι πιο περίπλοκα από τα παλαιότερα. Εχουν πιο πολλά επίπεδα, αν θέλεις. Περισσότερο νόημα».


– Πώς έγινε και συμμετέχεις στην έκθεση «Outlook» της Αθήνας;


«Πολύ καλός μου φίλος ήταν πάντα ο Νόρμαν Ρόζενταλ [σ.σ.: διευθυντής εκθέσεων της Βασιλικής Ακαδημίας του Λονδίνου] και αυτός με είχε συστήσει στον Χρήστο Ιωακειμίδη. Είχαμε συζητήσει και στο παρελθόν με τον Χρήστο την πιθανότητα να κάνουμε εκθέσεις και φυσικά μου άρεσαν οι μεγάλες εκθέσεις που είχε διοργανώσει με τον Νόρμαν. Ετσι, όταν με προσέγγισε και μου είπε ότι ήθελε να κάνει μια έκθεση, του είπα: «Φυσικά, μπορείς να πάρεις ό,τι θέλεις«».


– Το έργο «Charity» («Φιλανθρωπία»), δηλαδή, δεν ήταν δική σου επιλογή;


«Οχι, ο Χρήστος διάλεξε το έργο. Σέβομαι όμως την κρίση του. Ξέρει τι κάνει. Θα συμφωνούσα ευχαρίστως με οτιδήποτε και αν αποφάσιζε από τη στιγμή που είναι ο επιμελητής της έκθεσης».


– Τι σκεφτόσουν όταν το έφτιαχνες;


«Σκεφτόμουν πόσο πολύπλοκη διαδικασία είναι η ελεημοσύνη. Σκεφτόμουν ότι τα χρήματα δεν πηγαίνουν στους ανθρώπους που τα χρειάζονται. Σκεφτόμουν επίσης τους τρόπους με τους οποίους μπορεί κανείς να ζητήσει χρήματα. Πώς ζητάς; Πώς λες «δώστε μου λεφτά»; Ξέρεις, το γλυπτό απεικονίζει ένα παλιό κουτί για ελεημοσύνη. Είναι από εκείνη την εποχή όταν στην Αγγλία χρησιμοποιούσαν σέξι νεαρές κοπέλες με αναπηρίες για να σε πείσουν να δώσεις χρήματα, όταν ακόμη υπήρχε η Εταιρεία Σπαστικών. Και τώρα μας φαίνεται θλιβερός ο τρόπος αυτός, σαν να δείχνει κανείς τα θλιμμένα του ματάκια και να λέει «έχουμε ανάγκη», «είμαστε κατώτεροι από εσάς», «παρακαλούμε, δώστε μας λεφτά»… Το γλυπτό αυτό είναι κατά κάποιον τρόπο ο θάνατος του πώς ήμασταν, ο θάνατος του παρελθόντος».


– Δεν ανησυχείς καθόλου για το αν το αντικείμενο που έφτιαξες επιτυγχάνει να μεταδώσει τις σκέψεις σου;


«Μα αυτό προσπαθώ να κάνω. Αυτό δεν προσπαθούν να κάνουν όλοι; Υπάρχουν κατά πάσα πιθανότητα πολλοί δρόμοι για να φθάσει κανείς στο ίδιο σημείο. Με αυτό το γλυπτό το ζήτημα είναι η κλίμακα. Οταν ήμουν μικρός και έβλεπα τέτοιου είδους κουτιά ελεημοσύνης, ας πούμε έξω από το ταχυδρομείο, μου φαίνονταν τεράστια. Εγώ ήμουν μικρούλης και αυτά ήταν μάλλον μεγάλα αντικείμενα. Προσπάθησα λοιπόν να αντιστρέψω τη σημερινή μου κατάσταση, να βρω εκείνη την κλίμακα στην οποία θα μπορούσε να συμβεί πάλι το ίδιο, να νιώσει κανείς μικρός. Είπα πριν για θάνατο, ίσως είναι λοιπόν ο θάνατος της παιδικής ηλικίας ή της δικής μου παιδικής ηλικίας. Στην Αγγλία τα πράγματα αυτά είναι πιθανώς πιο αναγνωρίσιμα από ό,τι αλλού, δεν ξέρω… Ετσι όπως η πλάτη είναι διερρηγμένη και τα χρήματα της ελεημοσύνης λείπουν, πρόκειται για ένα απολύτως παρωχημένο αντικείμενο. Εγώ το βλέπω σαν βιασμό, σαν έναν βιασμό που συνέβη στο παρελθόν, σαν να επισκέπτεται κανείς τη σκηνή ενός εγκλήματος. Αυτά είναι τα συναισθήματα που ελπίζω ότι μεταδίδει. Ηθελα να είναι θλιβερό αλλά επιβλητικό. Εύθραυστο αλλά απειλητικό την ίδια στιγμή».


– Πες μου πώς φθάνει κανείς στο συμπέρασμα ότι το να κολλήσει χιλιάδες ψόφιες μύγες πάνω σε μια επιφάνεια ή το να κόψει μια αγελάδα και ένα μοσχαράκι στα δύο είναι καλή ιδέα;


«Κοίταξε, ξέρω ότι πολλοί άνθρωποι μπορεί να λένε πως δεν καταλαβαίνουν τι γίνεται αλλά στην πραγματικότητα αυτό που δεν καταλαβαίνουν είναι η λειτουργία ενός τέτοιου έργου, το γεγονός ότι μπορεί να είναι ανατατικό για την ψυχή. Στη διαφήμιση βρισκόμαστε αντιμέτωποι με εικαστικές τεχνικές που χρησιμοποιούν τέτοιες εικόνες κάθε ημέρα, σίγουρα δεν θα ήταν δύσκολο να πει κανείς: «Ωραία, ας γεμίσουμε μια αγελάδα με χιλιάδες ψόφιες μύγες, ας τη βάλουμε εδώ και ας τη βιντεοσκοπήσουμε». Περπατώντας περνούμε έξω από χασάπικα κάθε ημέρα· βλέπουμε το ψόφιο κρέας και δεν νιώθουμε τίποτε. Πιστεύω λοιπόν ότι πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να ξαναβάλουμε κάτι μπροστά μας, να το ξαναδούμε. Αν ένας καλλιτέχνης προσπαθούσε να σου πουλήσει ένα αποσμητικό, τότε δεν θα είχες κανένα πρόβλημα. Αν όμως προσπαθεί να σου πουλήσει μια ιδέα, τότε είναι πολύ πιο δύσκολο να τον καταλάβεις. Υπάρχει μια εικαστική γλώσσα, όπως υπάρχει μια προφορική γλώσσα, και πρέπει να συνδεθείς με αυτήν. Εξαρτάται βέβαια τι θέλει να πει κανείς. Μπορεί να θέλει να πει «πόσες μύγες χρειάζονται για να δημιουργήσει κανείς μια μαύρη επιφάνεια; « ή «στο τέλος όλος ο κόσμος θα καταλήξει στο τίποτε» ή «όλοι θα καταλήξουμε σκεπασμένοι με σκουλήκια και μύγες». Ορισμένες φορές, για να μάθεις πού είναι τα όρια, πρέπει να τα υπερβείς. Εγώ τουλάχιστον ήθελα να φθάσω στο σημείο της φρίκης. Να φθάσω να νιώσω τη φρίκη. Να φθάσω να νιώσω τη δυσκολία. Να φθάσω να νιώσω οτιδήποτε, τέλος πάντων».


– Δεν φοβάσαι ποτέ ότι ο κόσμος μπορεί απλώς να λέει «ας δούμε τι τρομερό βρήκε να κάνει αυτή τη φορά ο Ντέιμιεν»;


«Ναι, πολλοί άνθρωποι νιώθουν έτσι. Σίγουρα. Γενικά όμως οι άνθρωποι που νιώθουν έτσι είναι αυτοί που δεν έχουν δει τα έργα. Είμαι εικαστικός καλλιτέχνης. Φτιάχνω αντικείμενα ώστε κάποιος να σταθεί μπροστά τους και να τα δει. Αν απλώς δεις μια φωτογραφία στην εφημερίδα, δεν έχεις δει ένα γλυπτό. Υπάρχουν άνθρωποι που έρχονται και μου λένε «είναι απαίσιο» ή «είναι σκατά» ή «το σιχαίνομαι». Και εγώ τους ρωτάω: «A, ναι; Ποιο έργο είδες;». Και μου απαντούν: «Δεν έχω δει κανένα, διάβασα τι κάνεις στην εφημερίδα…». Οι περισσότεροι άνθρωποι που έχουν δει τη δουλειά μου δεν λένε τέτοια πράγματα, αυτοί που τα λένε δεν έχουν δει τίποτε. Και νομίζω ότι αν δεν έχεις δει ένα έργο ζωντανά δεν πρέπει να λες τίποτε γι’ αυτό».


– Εχεις υπάρξει η κυρίαρχη φυσιογνωμία στην ομάδα που ονομάστηκε Νέοι Βρετανοί Καλλιτέχνες. Αισθάνεσαι ότι είσαι ο αρχηγός ενός κινήματος;


«Οχι. Οταν είσαι στη σχολή αποκτάς πολλούς φίλους αλλά αργότερα σιγά σιγά ο καθένας παίρνει τον δρόμο του. Δεν ξέρω… Ακόμη έχω σπουδαίους φίλους, αλλά πολλοί από τους φίλους μου δεν είναι πια καλλιτέχνες. H Σάρα Λούκας, ας πούμε, είναι πολύ καλή μου φίλη, αλλά νιώθουμε ίσοι, δεν πιστεύουμε ότι κάποιος είναι αρχηγός. Θέλω να πω, πώς καταλαβαίνεις ποιος είναι αρχηγός; Είναι αυτός που πουλάει τα έργα του για περισσότερα χρήματα; Αυτό αλλάζει συνέχεια».


– Ισως ο πραγματικός συνδετικός κρίκος ανάμεσα σε όλους σας ήταν απλώς το γεγονός ότι ο Τσαρλς Σάατσι επέλεξε να αγοράσει τα έργα σας…


«Οχι ακριβώς. Εχω πολλούς φίλους από τους οποίους δεν αγόρασε τίποτε ο Τσαρλς Σάατσι. H αλήθεια βέβαια είναι ότι ο Τσαρλς έκανε κάτι καταπληκτικό: όταν ήμασταν νέοι, μας ενθάρρυνε να σκεφθούμε θαρραλέα. Δεν το έκανε μόνος του, υπήρχαν αυτοί που δίδασκαν στη σχολή [σ.σ.: το Κολέγιο Goldsmiths], όπως ο Τζον Τόμσον και ο Μάικλ Κρεγκ Μάρτιν. Ολοι μάς ενθάρρυναν να ξεπεράσουμε τα όρια. Μας είπαν: «Μη χρησιμοποιήσεις μία μύγα αλλά εκατομμύρια μύγες». Είναι αυτό που σου έλεγα: Πώς ξέρεις πού βρίσκονται τα όρια; Συνεπώς, ναι, ο Τσαρλς είχε πολλά να κάνει με ό,τι έγινε, περισσότερο όμως επειδή όλοι ενθουσιαστήκαμε με την προοπτική και τις πιθανότητες της τέχνης».


– Αληθεύει αυτό που λένε κάποιοι, ότι η επιτυχία σού έχει φουσκώσει τα μυαλά;


«Κάποιος μου είχε πει κάποτε: «Είναι καλό να είσαι σημαντικός αλλά είναι πιο σημαντικό να είσαι καλός». Πιστεύω ότι είναι ένας καταπληκτικός τρόπος να δει κανείς την όλη κατάσταση. Ισως έτσι δεν αφήσει να του φουσκώσουν τα μυαλά. Πιστεύω ότι πρέπει κανείς να εφευρίσκει τον εαυτό του κάθε ημέρα. Δεν θέλω να είμαι εξαιρετικός με τους όρους των άλλων αλλά καλός με τους δικούς μου. Οταν οι άνθρωποι σου λένε «είσαι καταπληκτικός», είναι μεγάλος ο πειρασμός να τους πιστέψεις. Γενικά προσπαθώ να σταματώ να κάνω κάτι από τη στιγμή που οι άνθρωποι αρχίζουν να το αγοράζουν. Προσπαθώ να είμαι ευχαριστημένος από τον εαυτό μου».


– Είσαι ευχαριστημένος από τον εαυτό σου;


«Νομίζω ότι έχω επιτύχει αρκετά. Και σε μάλλον σύντομο διάστημα. Ξέρεις, ακόμη και αν πεθάνεις στη γέννα, έζησες μια ζωή. Αν πέθαινα αύριο, θα ήμουν ευχαριστημένος. Ωστόσο, έχω παιδιά τώρα. Δεν υπάρχει μόνο η τέχνη…».


– Κάποιοι είπαν ότι η επιτυχία σου έχει φουσκώσει τα μυαλά όταν δεν εμφανίστηκες στα εγκαίνια της έκθεσής σου, πριν από ενάμιση μήνα. Γιατί δεν ήρθες;


«A, τότε… Είχα μια διαφωνία με την νταντά των παιδιών και μου είπε «δεν αντέχω άλλο, φεύγω». Ημουν στην γκαλερί στις τέσσερις η ώρα και έπρεπε να φύγω, να πάω να πάρω το παιδί μου. Και όταν έφθασα στο σπίτι ήμουν κουρασμένος και σκέφτηκα: «Πού να τρέχω; Βαριέμαι…»».


Το έργο του Ντέιμιεν Χερστ «Charity» εκτίθεται στο Νέο Κτίριο του Μουσείου Μπενάκη (Πειραιώς 138 και Ανδρονίκου). H Διεθνής Εκθεση Σύγχρονης Τέχνης «Outlook» θα διαρκέσει ως τις 25 Ιανουαρίου. Πληροφορίες στο τηλ. 210 8259.620-1, στον δικτυακό τόπο http://www. outlook.gr ή στην ηλεκτρονική διεύθυνση info@outlook.gr.