Γιον Κάλμαν Στέφανσον
Παράδεισος και κόλαση

Μετάφραση Ρίτα Κολαΐτη
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2017
σελ. 224, τιμή 15,90 ευρώ

Ενα θαυμάσιο μυθιστόρημα μας έρχεται από τη μακρινή Ισλανδία, την Εσχάτη Θούλη κατά τους αρχαίους. Το νησί που βρίσκεται απομονωμένο στον Ατλαντικό Ωκεανό, λίγο νότια από τον Αρκτικό Κύκλο. Με πληθυσμό 340.000 μόλις κατοίκους –και ωστόσο μεγάλη μυθολογική παράδοση και πολύ αξιόλογη λογοτεχνία, όπως άλλωστε συμβαίνει με όλες τις σκανδιναβικές χώρες, όπου το διάβασμα δεν είναι απλή διασκέδαση αλλά τρόπος ζωής.

Από τούτη την εσχατιά της Ευρώπης προέρχεται το Παράδεισος και Κόλαση του Γιον Κάλμαν Στέφανσον (γεννήθηκε το 1963), το πρώτο του μυθιστόρημα και πρώτο μέρος της Τριλογίας του παιδιού, που φθάνει να του δώσει μια θέση δίπλα στον Χάλντορ Λάξνες, τον σημαντικότερο ισλανδό συγγραφέα του παρελθόντος.

Βρισκόμαστε στις αρχές του 20ού αιώνα, σε μια απομακρυσμένη περιοχή της Βορειοδυτικής Ισλανδίας, της χώρας του χιονιού και του πάγου. Ενα παιδί (ο συγγραφέας δεν το ονομάζει) μαζί με τον φίλο του Μπάρδουρ και άλλους τέσσερις ψαράδες ετοιμάζονται να ανοιχτούν στον ωκεανό μόλις καλυτερέψει ο καιρός για να ψαρέψουν μπακαλιάρους.
Ομως όταν βρίσκονται μέσα στη θάλασσα, και σε απόσταση τεσσάρων ωρών από την ακτή, ο αέρας δυναμώνει, αρχίζει να βρέχει καταρρακτωδώς και ξεσπά φοβερή θύελλα. Οι ψαράδες δεν ξέρουν κολύμπι αλλά και να ήξεραν ποιος μπορεί να επιβιώσει μέσα σε μια παγωμένη θάλασσα; Αυτή που, καθώς γράφει ο Στέφανσον, είναι γεμάτη «με ψάρια και πνιγμένους συντρόφους;». Που δίνει ζωή αλλά και παίρνει ζωές; Δεν θα πνιγούν, όμως ο Μπάρδουρ θα πεθάνει, παρά τις προσπάθειες του παιδιού να τον κρατήσει στη ζωή, γιατί ξέχασε να πάρει μαζί του τη νιτσεράδα του απορροφημένος από την ανάγνωση ενός βιβλίου (του Απολεσθέντος Παραδείσου του Μίλτον), με αποτέλεσμα το παγωμένο νερό να τον ποτίσει ως τα κόκαλα. Κι εδώ το θέμα παίρνει άλλες, μεταφυσικές και υπαρξιακές διαστάσεις και ανάγεται στο ερώτημα: τι σκότωσε τον Μπάρδουρ; Η θάλασσα και ο άγριος καιρός ή το βιβλίο που διάβαζε (ή πιο σωστά: η ποίηση του Μίλτον;); Το παιδί φαίνεται να πιστεύει πως το βιβλίο σκότωσε τον πιστό του φίλο, βιβλίο που θα αναλάβει να το επιστρέψει στον κάτοχό του από τον οποίον το δανείστηκε ο Μπάρδουρ, έναν τυφλό γέρο καπετάνιο. Γιατί αν δεν το επιστρέψει, το πνεύμα του Μπάρδουρ δεν πρόκειται να ησυχάσει. Οσο για το παιδί, η επιθυμία του είναι αφού πρώτα παραδώσει το βιβλίο να ξαναβρεθεί με τον φίλο του στη μετά θάνατον ζωή.
Ανάμεσα στον πάνω και τον κάτω κόσμο
Εδώ αρχίζει η δεύτερη περιπέτεια. Το παιδί διασχίζει το νησί σε ένα επικίνδυνο ταξίδι για να βρει τον κάτοχο του βιβλίου. Και στη διάρκεια αυτής της διαδρομής παρεμβάλλονται πλήθος από μικρές ιστορίες των ανθρώπων του νησιού, που οι περισσότεροι δεν είναι ζωντανοί αλλά ούτε και πεθαμένοι.
Πλάσματα τα οποία, όπως παρουσιάζονται, είναι σαν να υπάρχουν σε ένα μεσοδιάστημα ανάμεσα στον πάνω και στον κάτω κόσμο, σ’ ένα μετέωρο παρόν που διαρκεί αιώνια. Και όταν μιλούν νομίζεις πως ακούς τις φωνές κάποιων μακρινών προγόνων, κάποιων όντων που προέρχονται από την ισλανδική μυθολογία. Και έχεις την αίσθηση ότι βρίσκεσαι κι εσύ εκεί, ότι βλέπεις τα κύματα να σκάνε πάνω στα βράχια, ότι νιώθεις το ψύχος να σε διαπερνά και πως ένα ίχνος από τη γεύση του αλατιού έχει αποτυπωθεί και στα δικά σου χείλη.

Ο Γιον Κόλμαν Στέφανσον μας προσφέρει μιαν αφήγηση σε τρίτο πρόσωπο αλλά σε ενεστώτα χρόνο. Ολα συμβαίνουν τώρα –και όλα συνέβησαν τώρα. Η αμεσότητα αυτή, που μας παρακολουθεί από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα, συνδυασμένη με την έξοχη ποιητικότητα του βιβλίου το καθιστά ένα εξαίσιο ανάγνωσμα. Η ζωή των ψαράδων παρουσιάζεται με ασύγκριτη παραστατική δύναμη που θυμίζει άλλοτε τον Μόμπι Ντικ του Χέρμαν Μέλβιλ, άλλοτε το Ο γέρος και η θάλασσα του Χέμινγκγουεϊ και άλλοτε το Κάτω από το γαλατόδασος του Ντίλαν Τόμας.
Αλλά βεβαίως δεν πρόκειται εδώ για επιδράσεις –και δεν προτίθεμαι να προβώ σε αφελείς συγκρίσεις. Ο Γιον Κάλμαν Στέφανσον αντλεί από το ισλανδικό τοπίο τα στοιχεία που του χρειάζονται προκειμένου να διαμορφώσει την ιδιότυπη ποιητική του δίνοντας στην αφήγησή του έναν ρυθμό που είναι σαν να συντονίζεται με την ανάσα της θάλασσας και τον παφλασμό των κυμάτων.
Είναι όμως και εξαιρετικά προσεκτικός παρατηρητής, λάτρης της λεπτομερειών που χρωματίζουν την αφήγησή του. Και από τις λεπτομέρειες αναδύεται η ζωή των κατοίκων, η συνύπαρξη ζωντανών και νεκρών, ο αγώνας, τέλος, για την επιβίωση που δίνει νόημα στον βίο και απαντά καταφατικά (και όχι αποφατικά) στο ερώτημα αν τη ζωή αξίζει ή δεν αξίζει κανείς να τη ζήσει.

Θνητότητα και αυτογνωσία

Ο θάνατος διαπερνά τη ζωή, η οποία έτσι αποκτά ένα νόημα που την ξεπερνά: αυτό που ανακαλύπτει στην περιπλάνησή του το παιδί, για να καταλήξει στο πικρό συμπέρασμα πως ό,τι και όσο οδυνηρή και αν είναι η ζωή αυτή αξίζει κανείς να τη ζήσει. Ανάμεσα στη βεβαιότητα και στην αβεβαιότητα, ανάμεσα στην αποδοχή και στην άρνηση, η ζωή, πικρή, σκληρή και κάποιες στιγμές ανυπόφορη είναι εκείνη που επιβάλλεται.

Η αίσθηση του ότι είμαστε όλοι θνητοί μάς παρακολουθεί από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα, όμως το συμπέρασμα που προκύπτει στο τέλος είναι ότι από το πώς διαχειριζόμαστε τη θνητότητά μας προκύπτει και το μέγεθος της αυτογνωσίας μας.

Ελπίζω το αναγνωστικό κοινό της χώρας μας να υποδεχθεί τούτο το μαγευτικό μυθιστόρημα όπως του αξίζει, ώστε σύντομα να δούμε μεταφρασμένα και τα άλλα δύο μυθιστορήματα της Τριλογίας του παιδιού: τη Θλίψη των αγγέλων και την Καρδιά του ανθρώπου. Το μυθιστόρημα μεταφράστηκε από τα γαλλικά και τα αγγλικά, αλλά με τη συνεργασία του συγγραφέα η μεταφράστρια Ρίτα Κολαΐτη μάς έδωσε ένα εξαίρετο κείμενο στα ελληνικά.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ