Κλαίρη Μιτσοτάκη
Η Νίκη σαν φοίνικας
Ζωγραφιές: Νίκη Μαραγκού,
Επίμετρο: Κατερίνα Ατταλίδου,
Εκδόσεις Το Ροδακιό,
σελ. 69, τιμή 12,72 ευρώ

Ως πεζογράφος (υπήρξε επίσης ποιήτρια και ζωγράφος) η Νίκη Μαραγκού (1948-2013) απέβαλε ευθύς εξαρχής από τα γραπτά της το κλίμα του αλυτρωτισμού και της εθνικής τραγωδίας που ταλανίζει πολλούς κύπριους συγγραφείς. Βασισμένη σε έναν στέρεο ρεαλισμό, ο οποίος θα της επιτρέψει τη χαμηλόφωνη ηθογράφηση της κυπριακής κοινωνίας μετά την τουρκική εισβολή, η Μαραγκού χρησιμοποιεί κι ένα άλλο μέσον για τη λογοτεχνική της προστασία από πιθανές ιδεολογικοπολιτικές εκρήξεις: τις αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας και της οικογενειακής ζωής, όπως ξεπηδούν από την Αμμόχωστο της δεκαετίας του 1960. Εκείνα που θα κυριαρχήσουν στα διηγήματά της είναι κάποιοι σκοτεινοί έρωτες, η δύσκολη θέση της γυναίκας σε μια δύσκολη εποχή, αλλά και η συνεχής αιώρηση της Κύπρου ανάμεσα στις αδράνειες της Ανατολής και στο ανήσυχο, κριτικό πνεύμα της Δύσης. Μια αβίαστα κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα την οποία θα συναντήσουμε εντονότερα σκιαγραφημένη και στα μυθιστορήματά της, όπου θα καταφύγει και πάλι στις οικογενειακές μνήμες, για να τις ταυτίσει τώρα ευθέως με τις συλλογικές.

Σε αυτό το γεωγραφικό μεταίχμιο της Κύπρου, που είναι κι ένα σταυροδρόμι λαών και πολιτισμών, συγκεντρώνει την προσοχή της η Κλαίρη Μιτσοτάκη με το αφιερωματικό βιβλίο της για τη Μαραγκού. Με ένα κείμενο που κινείται μεταξύ δοκιμίου, προσωπικού χρονικού και φιλέταιρης μαρτυρίας, η Μιτσοτάκη θα μιλήσει για την ιδέα της Μεσογείου και της Εγγύς Ανατολής: ιδέα που έχει αρχίσει να απασχολεί και τις δύο όταν συναντιούνται στις αρχές της δεκαετίας του 1990 για να μείνουν έκτοτε αχώριστες. Τι ακριβώς όμως μπορεί να σημαίνει μια τέτοια ιδέα; Μα, τι άλλο από το κυπριακό (και σε ό,τι αφορά τη Μιτσοτάκη το κρητικό) «ανάμεσα»; Από τη μια πλευρά η Ευρώπη, από την άλλη η Κωνσταντινούπολη, η Δαμασκός και το Κάιρο.
Δυτικομαθημένες αμφότερες (η Μαραγκού σπούδασε στο Βερολίνο, η Μιτσοτάκη στο Παρίσι), θα κρατήσουν την εμπειρία της Μεσογείου και της Εγγύς Ανατολής ως μνήμη των παιδικών τους χρόνων που θα ζωντανέψει την περίοδο της πρώτης τους συνάντησης, περίοδο ταυτισμένη και με την πρώτη τους ωριμότητα. Κι όπως η Μαραγκού θα ανακινήσει τις παιδικές της αναμνήσεις για να μην επιβαρύνει τη λογοτεχνία της με το ιστορικό δράμα της Κύπρου, έτσι και η Μιτσοτάκη θα μετατρέψει την κυπριακή και την κρητική Ανατολή σε συστατικό μύθο ζωής: σε έναν μύθο όπου τα ερείπια της αρχαιότητας και τα πρώτα φανερώματα των πολιτισμών συγκατοικούν με το ανεντόπιστο και ρευστό (σήμερα έτοιμο απλώς να πάρει φωτιά) παρόν.
Δεν είναι εύκολο να σκιαγραφηθεί ένα φυσικό πρόσωπο μέσα από τη γεωγραφία και τον πολιτισμό του γενέθλιου τόπου του. Η Μιτσοτάκη το κατορθώνει χάρη ενδεχομένως και στη μεταφραστική συναναστροφή της με τον Φερνάν Μπροντέλ, έναν ιστορικό που μελέτησε την καπιταλιστική οικονομία και την ισχύ των κοινωνικών τάξεων, καθιερώνοντας τον όρο «γραμματική των πολιτισμών» ή διερευνώντας τις αναγεννησιακές μνήμες του μεσογειακού κόσμου. Πέρα ωστόσο από τις όποιες ιστοριογραφικές της πηγές, η αφήγηση της Μιτσοτάκη έχει μιαν υπόγεια σωματικότητα κι έναν ενδιάθετο λυρισμό που απομακρύνουν αμέσως από το πορτρέτο της Μαραγκού οποιοδήποτε στατικό στοιχείο, για να το γεμίσουν με τις μυρωδιές και τα χρώματα της γης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ