Eleni Torossi
Als ich dir zeigte, wie die Welt klingt
Εκδόσεις LangenMuller, Hamburg, 2014,
σελ. 250, τιμή 19,99 ευρώ

Η σχέση παιδιών – γονιών είναι πανάρχαιος λογοτεχνικός τόπος. Η πιο «άγρια» εκδοχή της παρατηρείται ανάμεσα στα αρσενικά μέλη μιας οικογένειας. Ο γιος επιδιώκει την (συμβολική) εξόντωση του πατέρα, αυτό που ο Σίγκμουντ Φρόιντ αποκάλεσε οιδιπόδειο σύμπλεγμα, βασιζόμενος στο κορυφαίο δράμα «Οιδίπους Τύραννος» του Σοφοκλή, το πρώτο από μια σειρά λογοτεχνικών δραμάτων για τη σχέση πατέρα – γιου.

Με τη σχέση μητέρας – κόρης τα πράγματα δεν είναι τόσο τραγικά. Οχι όμως επειδή οι γυναίκες δεν είναι αρκετά αιμοβόρες. Αλλά επειδή, σύμφωνα με τη γαλλίδα φεμινίστρια Λις Ιριγκαρέ, δεν έχουν δική τους (λογοτεχνική) γλώσσα και σύμβολα λόγω του παραδοσιακού αποκλεισμού τους από την πολιτισμική διαδικασία.
Αυτό αρχίζει να αλλάζει τις τελευταίες δεκαετίες. Στο μυθιστόρημα «Πιανίστρια», για παράδειγμα, η Ελφρίντε Γέλινεκ περιγράφει μια τυραννική μητέρα, η οποία δεν αφήνει το μουσικά ταλαντούχο παιδί της να σταυρώσει ερωτικό σύντροφο. Με αποτέλεσμα, εκτός από «καβγατζού», η κόρη να γίνει ηδονοβλεψίας και να παρακολουθεί συστηματικά peep shows ή ζευγαράκια που κάνουν έρωτα στα πάρκα.
Στο μυθιστόρημα Οταν σου έδειξα πώς ηχεί ο κόσμος (Als ich dir zeigte, wie die Welt klingt, LangenMuller, 2014) της Ελένης Τορόση, που κυκλοφόρησε πρόσφατα στα γερμανικά, η σύγκρουση μάνας – κόρης είναι μάλλον ελεγχόμενη. Οι καβγάδες δεν είναι συχνοί, ούτε άγριοι. Ομως η ένταση κόβεται με το μαχαίρι. Η μητέρα είναι από μικρή ηλικία, λόγω ασθένειας, κουφή. Και η κόρη, που παίζει τον ρόλο της δραγουμάνου της με τον έξω κόσμο, ντρέπεται γι’ αυτήν. Αυτό της προξενεί συνεχείς τύψεις συνείδησης, που γίνονται αβάσταχτες όταν οι δυο τους (η κόρη πλησιάζει τα 20 χρόνια) μετακομίζουν το 1970 από την Αθήνα στο Μόναχο και πρέπει να προσαρμοσθούν σε ένα πολύ πιο δύσκολο κοινωνικό και γλωσσικό περιβάλλον. Το αντιθετικό δίπολο αγάπη – ντροπή για τη μητέρα γίνεται έτσι η κινητήρια δύναμη της αφήγησης.
Για να προκαταλάβουμε το αποτέλεσμα: το βιβλίο είναι άνισο. Το πρώτο μέρος του είναι, γλωσσικά και αφηγηματικά, μεγάλη λογοτεχνία. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη δομή της αφήγησης. Από τη μια προσωπικές αναφορές στη μητέρα γεμάτες συμπόνια και ενοχές, από την άλλη ξερή περιγραφή του δρόμου προς την κώφωση και στα δυσμενή συνακόλουθά της. Στην πορεία ωστόσο η ιδιότυπη αυτή εναλλαγή λυρισμού και ντοκιμαντέρ χάνεται, στη θέση της (με λίγες ενδιάμεσες αναλαμπές) μπαίνει η γραμμική εξιστόρηση της καθημερινής ζωής στο Μόναχο, η οποία, χωρίς να είναι ανιαρή, κινείται σε επίπεδο ρουτίνας.
Το βιβλίο είναι τόσο αυτοβιογραφικό όσο και μυθοπλαστικό. Η μητέρα, για παράδειγμα, που στο βιβλίο έχει μετεγκατασταθεί μόνιμα στο Μόναχο, στην πραγματικότητα περνούσε από αυτό μόνο περιστασιακά. Οι σκηνές από τη ζωή της εκεί είναι επινόηση της συγγραφέως –πραγματικές αντίθετα είναι οι αναμνήσεις της από την κοινή ζωή τους στην Αθήνα, που χρωματίζονται επίσης από τη αισχύνη και τις συνεπόμενες ενοχές της.
Από το βιβλίο δεν λείπει το χιούμορ. Αυτό φαίνεται από τα παρατσούκλια που δίνει η συγγραφέας στον πατέρα τής κόρης («σχοινοβάτης) ή σε δύο πρώην εραστές της («κομμουνιστής» και «Καρούζος»), καθώς και από το σκωπτικό ύφος με το οποίο τους περιγράφει. Μόνο που παραλείπει να τους ονοματίσει και πραγματικά. Ανώνυμα, τα πρόσωπα γίνονται έτσι απρόσωπα, τείνουν να εκφυλιστούν σε καρικατούρες. Αλλα, φανταστικά μάλλον άτομα (Frau Ahlers, Dagmar, Σωκράτης), κερδίζουν ζωή και μόνο με το ονομάτισμά τους, παρ’ όλο που δεν γίνεται σαφής περιγραφή του προφίλ τους.
Αν και γραμμένο σε άψογα γερμανικά, το βιβλίο έχει και μια ελληνική παρήχηση. Και αυτό όχι μόνο επειδή η Τορόση χρησιμοποιεί ως πρώτη ύλη τις ελληνικές εμπειρίες. Πρόκειται προφανώς για ένα παράγωγο της διαμετανάστευσης, της σύμμειξης της κουλτούρας της δεύτερης και τρίτης γενιάς των μεταναστών (στις οποίες ανήκει ως μέλος της πολιτιστικής ελίτ και η συγγραφέας) με την αυτόχθονη, στην προκειμένη περίπτωση τη γερμανική, που προκαλεί την ώσμωση των γλωσσών –χωρίς να τις αλλάζει κατ’ αρχάς εξωτερικά. Η αλλαγή θα μπορούσε ίσως να έρθει στο μέλλον, όταν οι δίγλωσσοι και τρίγλωσσοι συγγραφείς θα έχουν πατήσει δυνατότερα στο λογοτεχνικό έδαφος.
Πέρα από όλα αυτά ωστόσο, το βιβλίο της Τορόση έχει και φεμινιστική αξία: είναι μια συμβολή (κατά την επιταγή της Λις Ιριγκαρέ) στη γυναικεία χειραφέτηση με την εδραίωση των γυναικείων μύθων και συμβόλων. Η ντροπή και η ενοχή χρησιμοποιούνται εδώ ως μέσα για την αναπροσαρμογή των συναισθημάτων και για αναστοχασμό –με υστερίες φυσικά, νευρώσεις και πολλές ψυχοσωματικές αρρώστιες. Αλλά χωρίς τα αιματηρά επεισόδια ενός «οιδιπόδειου συμπλέγματος».
Από την Αθήνα στο Μόναχο
Γεννημένη στην Αθήνα το 1947 η Ελένη Τορόση (φωτογραφία) σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Μόναχο. Ζει στη Γερμανία από το 1968, όπου εργάζεται ως δημοσιογράφος στη γερμανική ραδιοφωνία. Εχει γράψει πολλά βιβλία για παιδιά, στα γερμανικά και στα ελληνικά, και κάποιες ιστορίες της έχουν συμπεριληφθεί στα γερμανικά σχολικά βιβλία.
Στα ελληνικά κυκλοφορούν αρκετά παιδικά βιβλία της, μεταξύ των οποίων Το όνειρο του Παγκανίνι (Εξάντας, 1993), τα Κουμπότρυπες και ελέφαντες (1998), Ο Μελάνιος Τρεχαντήρας ταξιδεύει (2001), Ενα ψάρι στο κακάο (2009), Ο χορός του μολυβιού (2011) από τις εκδόσεις Πατάκη και Το δέντρο με τα κεχριμπάρια (2001) και Το βιολί του Παγκανίνι (2002) από τις εκδόσεις Κάστωρ. Από τα κείμενά της για μεγάλους κυκλοφορεί στα ελληνικά η συλλογή διηγημάτων Η μπαλάντα των πορτοκαλιών (Εξάντας, 2002).

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ