Στα 91 της χρόνια απεβίωσε τη Δευτέρα που μας πέρασε η Ναντίν Γκόρντιμερ, που μαζί με τον Τζον Μάξγουελ Κούτσι και τον Αντρέ Μπρινκ είναι οι τρεις κορυφαίοι μεταπολεμικοί πεζογράφοι της Νότιας Αφρικής που γνώρισαν την παγκόσμια φήμη. Αλλωστε οι δύο πρώτοι τιμήθηκαν με το βραβείο Νομπέλ. Η Γκόρντιμερ υπήρξε επιπλέον γυναίκα με μεγάλο θάρρος όχι μόνο γιατί πολέμησε με το έργο και τη στάση της το απαρτχάιντ αλλά και γιατί λευκή ούσα είχε το θάρρος να ενταχθεί στο Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο την εποχή που το τελευταίο βρισκόταν στην παρανομία.
Εγινε διάσημη με τα μυθιστορήματά της γιατί, όπως έλεγε η ίδια, το μυθιστόρημα είναι το λογοτεχνικό είδος που επιτρέπει στον συγγραφέα να επικοινωνήσει με τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα. Για την ίδια, ένα πρώιμο ταλέντο (άρχισε να γράφει στα εννέα της χρόνια), που τα κοινωνικά και τα πολιτικά θέματα ήταν ύψιστης προτεραιότητας, αυτό ήταν φυσικό. Αλλά εκτός από μυθιστοριογράφος η Γκόρντιμερ υπήρξε και σπουδαία διηγηματογράφος. Ισως μάλιστα τα διηγήματα που έγραψε να είναι σημαντικότερα από τα μυθιστορήματά της.
Κόσμος κομμένος στα δύο


Η νοτιοαφρικανική κοινωνία, ένας κόσμος κομμένος στα δύο (η προνομιούχα λευκή μειοψηφία από τη μία και η καταπιεσμένη και διωκόμενη πλειοψηφία των μαύρων), παρουσιάζεται ανάγλυφα σε όλο της το έργο. Κόρη εβραίων μεταναστών (ο πατέρας της καταγόταν από τη Λετονία και η μητέρα της είχε γεννηθεί στο Λονδίνο) η Γκόρντιμερ από μικρή γνώρισε τον κατασταλτικό χαρακτήρα της κοινωνίας των αφρικανών λευκών. Αλλά και σε πολύ μικρή ηλικία άρχισε να γίνεται γνωστή έξω από τη χώρα της, όταν στα 28 της χρόνια δημοσίευσε το πρώτο της διήγημα στον New Yorker. Στο ίδιο περιοδικό φιλοξενήθηκαν και πολλά άλλα διηγήματά της.
Το να κατακτήσει την αγγλοσαξονική αγορά ήταν έκτοτε απλώς θέμα χρόνου. Κι αυτό σε μεγάλο βαθμό την προστάτευσε από μεγαλύτερες περιπέτειες με το καθεστώς του απαρτχάιντ στην πατρίδα της. Φίλη του Μπραμ Φίσερ και του ελληνικής καταγωγής Τζορτζ Μπίζος (των δύο δικηγόρων του Μαντέλα), όπως και στενή φίλη του ίδιου του Μαντέλα, η Γκόρντιμερ βοήθησε τον ηγέτη του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου να γράψει την περίφημη απολογία του που φέρει τον τίτλο Είμαι έτοιμος να πεθάνω στη δίκη του το 1962. Δεν είναι επομένως τυχαίο το ότι ήταν το πρώτο άτομο το οποίο ζήτησε να συναντήσει ο Μαντέλα μετά την αποφυλάκισή του από τις φοβερές φυλακές στο νησί Ρόμπιν απέναντι από το Κέιπ Τάουν.
Η αισθητική και η ηθική


Οι περιπέτειές της ως συγγραφέως στη χώρα της μέχρι τη χρονιά που κατέρρευσε το απαρτχάιντ ήταν συνεχείς: περιπέτειες με τη λογοκρισία, απαγορεύσεις να δημοσιευθούν τα βιβλία της, κατασχέσεις. Αλλά τίποτε από αυτά δεν ήταν ικανό να την πτοήσει. Πήγαινε στις δίκες στελεχών του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου και κατέθετε ως μάρτυρας υπεράσπισης, ενώ φιλοξενούσε ή έκρυβε στο σπίτι της στελέχη του που βρίσκονταν στην παρανομία. Η δράση για την ίδια ήταν προέκταση της γραφής της. Γιατί, σύμφωνα με τα όσα έλεγε, η αισθητική περιπέτεια δεν έχει κανένα νόημα αν δεν αποκαλύπτει «τα επαίσχυντα μυστικά της εποχής μας». Ενα από αυτά ήταν η λογοκρισία, εναντίον της οποίας έδωσε για πολλά χρόνια σκληρή μάχη. Κατά συνέπεια, η αισθητική δεν μπορεί παρά να είναι ταυτοχρόνως και ηθική κατηγορία.
Γι’ αυτό άλλωστε και ο φόβος τής ήταν κάτι άγνωστο. Ακόμη και το 2006, στα 83 της χρόνια, όταν έπεσε θύμα ληστείας και επίθεσης μέσα στο ίδιο της το σπίτι, αρνήθηκε να ακούσει τις συμβουλές των φίλων της και να μετακομίσει σε «προστατευόμενη» συνοικία.
Η Ναντίν Γκόρντιμερ πέθανε στον ύπνο της, όπως θα έπρεπε να πεθαίνουν οι γενναίοι και οι δίκαιοι. Ηταν εξαίρετη συγγραφέας και θαυμάσιος άνθρωπος.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ