Οταν οι Αγγλοσάξονες ανακαλύπτουν ή καλύτερα όταν ανακαλύπτουν εκ νέου έναν σημαντικό ευρωπαίο συγγραφέα η «περιφέρεια» ακολουθεί. Αναπόφευκτο –και ας μη μας πολυαρέσει κατά βάθος -, αλλά η επιστροφή στο προσκήνιο του Χανς Φάλαντα (ψευδώνυμο του Ρούντολφ Ντίτσεν, 1893-1947) σημαίνει, αν μη τι άλλο, πως τίποτε τελικά δεν χάνεται, αν εξαιρέσουμε επί του προκειμένου τα χειρόγραφα του συγγραφέα που κατείχε η δεύτερη, ναρκομανής (όπως και ο ίδιος), γυναίκα του, τα οποία χάθηκαν.
Ετσι, πέρυσι εκδόθηκε από τις εκδόσεις Πόλις ένα σημαντικό μυθιστόρημά του, το Μόνος στο Βερολίνο, και εφέτος από τις εκδόσεις Κίχλη ο Πότης. Υποθέτω ότι, αν η υποδοχή τους από το ελληνικό αναγνωστικό κοινό είναι ανάλογη της αξίας τους, θα ακολουθήσει και το πρώτο βιβλίο του, που τον έκανε διάσημο: το Και τώρα, ανθρωπάκο;, το οποίο κυκλοφόρησε το 1932, υπήρξε μπεστ σέλερ στη Γερμανία, αλλά και στην Αγγλία και στις ΗΠΑ, και μεταφέρθηκε δύο χρόνια αργότερα στον κινηματογράφο με μεγάλη επιτυχία. Και ίσως και το Λύκος ανάμεσα σε λύκους, το ντοστογεφσκικών φιλοδοξιών τεράστιο μυθιστόρημά του (υπερβαίνει τις 800 σελίδες), που μας προσφέρει την κοινωνική τοιχογραφία της Γερμανίας κατά την περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.
Πτώση στην κόλαση


Ο Πότης περιγράφει την πτώση ενός ήρεμου, κανονικού και φιλήσυχου ανθρώπου στην κόλαση. Εκεί τον οδηγεί η εξάρτηση από το αλκοόλ. Γιατί όμως ένας επιτυχημένος σαραντάρης επιχειρηματίας γίνεται αλκοολικός σε ώριμη ηλικία; Ολα ξεκινούν από τα οικονομικά προβλήματα που παρουσιάζονται στην επιχείρησή του. Πρώτα αρχίζει να λέει ψέματα, έπειτα να μαλώνει με τους γύρω του και τη γυναίκα του Μάγδα και όταν οι άλλοι κρίνουν ότι απειλεί τη ζωή της, τον κλείνουν σε άσυλο. Αυτό ήταν συνηθισμένο στη δεκαετία του 1930 στη ναζιστική Γερμανία.
Την καταφυγή στο αλκοόλ θα τη θεωρούσαμε συνηθισμένη για έναν αδύναμο εκ φύσεως χαρακτήρα, όπως ο Ζόμερ. Αλλά παρά τον τίτλο του μυθιστορήματος, το θέμα του δεν είναι ούτε το αλκοόλ ούτε ο αλκοολισμός. Είναι η ραγδαία κάθοδος ενός ανθρώπου στο σκοτεινό βασίλειο της σκληρότητας, της αναλγησίας, της απελπισίας, της αρρώστιας και του αυτοοικτιρμού και τελικά η παραίτηση από τα πάντα, η οποία διαλύει τη ζωή του. Εύλογα κάποιος –αν και για διαφορετικούς λόγους φυσικά –θα σκεφτόταν ότι ο Ζόμερ έχει κάποιες ομοιότητες με τον Μερσό στον Ξένο του Καμύ. Οι διαφορές, εν τούτοις, είναι πολύ περισσότερες. Εδώ όλα πεθαίνουν –και ας μην πεθαίνει κανείς από τους χαρακτήρες που παρελαύνουν στο βιβλίο.
Τα ακαριαία σχόλια και το μαύρο χιούμορ με τα οποία ο Ζόμερ σαρκάζει τόσο –και κυρίως –τον εαυτό του όσο και τους άλλους κάνουν εντονότερη την απελπισία του, καθώς αγωνίζεται να σταματήσει μια πτώση την οποία δεν μπορεί να ελέγξει. Οι σελίδες όπου ο αφηγητής (το μυθιστόρημα είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο) περιγράφει τις σχέσεις του με τους άλλους τροφίμους του ασύλου είναι καφκικής δύναμης.
Ο Φάλαντα σε κανένα σημείο δεν τους χαρακτηρίζει «ασθενείς». Αλλά και οι παράλληλες σχέσεις των τροφίμων με το προσωπικό του ασύλου είναι εκπληκτικές. Με απαράμιλλη πειστικότητα ο συγγραφέας μάς δίνει το αληθινό τους περιεχόμενο: δεν πρόκειται παρά για αδυσώπητο πόλεμο όπου επιστρατεύεται κάθε μορφή ψυχολογικής βίας και από τις δύο πλευρές.
Αυτοβιογραφία


Ο Πότης είναι αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα. Την εποχή που το έγραφε ο Φάλαντα, ο χαρισματικός, ο αντικομφορμιστής, ο απροσάρμοστος, το μαύρο πρόβατο της γερμανικής λογοτεχνίας, ήταν και ο ίδιος κλεισμένος σε άσυλο έχοντας αναλάβει κατόπιν πιέσεων του Γκέμπελς να γράψει ένα αντισημιτικό βιβλίο. Το καθεστώς ήθελε να εκμεταλλευθεί τον Φάλαντα και ο Φάλαντα να αποφύγει τα χειρότερα, αφού για μεγάλο διάστημα οι ναζιστές τον θεωρούσαν «ανεπιθύμητο». Επιπλέον, ήταν ο μόνος τρόπος να του προμηθεύσουν αυτό που ήταν σπάνιο τότε –και ελεγχόμενο: χαρτί.
Εγραψε λοιπόν τον Πότη στα ενδιάμεσα των αράδων ενός άλλου χειρογράφου –και από τις δύο πλευρές του χαρτιού. Οταν επρόκειτο να εκδοθεί (μετά τον θάνατό του, το 1950), οι εκδότες είδαν κι έπαθαν να αποκρυπτογραφήσουν το κείμενο. Ο συγγραφέας, που υπήρξε μορφινομανής, αλκοολικός και με ψυχικές διαταραχές, οι οποίες δεν τον εγκατέλειψαν ποτέ, ακόμα και τις περιόδους της μεγάλης του φήμης, που πέρασε επτάμισι χρόνια στις φυλακές και στα άσυλα, ήταν από τους παραγωγικότερους γερμανούς πεζογράφους της γενιάς του.
Δεν εγκατέλειψε τη Γερμανία όταν οι ναζιστές βρίσκονταν στην εξουσία και οι σημαντικότεροι συγγραφείς του γερμανόφωνου κόσμου αυτοεξορίζονταν στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Δεν ήταν, έλεγε, στον χαρακτήρα του, δεν θα μπορούσε να ζήσει έξω από τη γλώσσα του και μακριά από τη χώρα του. Εν τούτοις, αν κανένας θέλει να καταλάβει τι ακριβώς συνέβαινε στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, δεν έχει παρά να καταφύγει στο Λύκος ανάμεσα σε λύκους. Και για τη ναζιστική εποχή, πρώτα στο Μόνος στο Βερολίνο και στη συνέχεια στον Πότη, που λειτουργεί ως εφιαλτική αλληγορία της γερμανικής κοινωνίας της εποχής. Το άσυλο του Ζόμερ είναι η κοινωνία. Και τα όσα περιγράφονται εκεί συνιστούν μεταφορικές εκδοχές της σκληρότητας, της αναλγησίας και της βαρβαρότητάς της.

Η νέα αντικειμενικότητα
Ο γερμανικός εξπρεσιονισμός έχει πλείστες εκδοχές –και μια από αυτές εκφράζεται στο έργο του Τάλαντα. Η «επιστροφή» του στην παγκόσμια λογοτεχνική σκηνή μάς φέρνει πίσω σε μια μεγάλη εποχή, σε αυτό που χαρακτηρίστηκε νέα αντικειμενικότητα, τη μετεξέλιξη του εξπρεσιονισμού με κύριο εκπρόσωπο βεβαίως τον Μπέρτολτ Μπρεχτ στη λογοτεχνία, τον Γκέοργκ (Τζορτζ) Γκρος και τον Οτο Ντιξ στη ζωγραφική και τους Πάουλ Χίντεμιτ και Κουρτ Βάιλ στη μουσική.
Η ελληνική έκδοση είναι ιδιαίτερα επιμελημένη και η μεταφράστρια έχει φροντίσει να την εφοδιάσει με ένα πολύ κατατοπιστικό επίμετρο τόσο για το ίδιο το έργο όσο και για τη συγγραφική προσωπικότητα και τη ζωή του Φάλαντα. Μαζί με αυτό και με μια σειρά εξαιρετικές φωτογραφίες.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ