Ενα μυθιστόρημα για τις ακανθώδεις όψεις της καθημερινής ζωής, όπως και για τα σκοτεινά προβλήματα των οικογενειακών σχέσεων, είναι το καινούργιο, τέταρτο κατά σειρά πεζογραφικό βιβλίο της Νίκης Αναστασέα, που πλέκει στενά τη μυθοπλασία του με ένα ζωντανό μνημείο της αμερικανικής λογοτεχνίας: το Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ (1936) του Γουίλιαμ Φόκνερ, ένα οικογενειακό έπος για την εμφύλια σύγκρουση μεταξύ Βορείων και Νοτίων και για την τεράστια αποτυχία του Νότου που οδήγησε στην κοινωνική και υπαρξιακή κατάρρευσή του.

Η συνομιλία της Αναστασέα με τον Φόκνερ έχει παρελθόν. Ξεκίνησε από το πρώτο μυθιστόρημά της, το Αυτή η αργή μέρα προχωρούσε (1998), μια ιστορία με εσκεμμένα διαταραγμένο λόγο, σαφώς επηρεασμένη από τη φοκνερική τεχνική, και συνεχίζεται τώρα με το Πολύ χιόνι μπροστά στο σπίτι, παίρνοντας από το Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ το μοντέλο της τετραπλής αφήγησης. Τέσσερις διαφορετικοί αφηγητές θα αναλάβουν να ξετυλίξουν τα συμβάντα που έχουν καθορίσει την κοινή τους μοίρα σχηματίζοντας στο τέλος μια ενιαία και απολύτως λειτουργική σύνθεση.
Η Αναστασέα δεν μεγαλοπιάνεται. Τα μυθιστορηματικά μεγέθη της δεν φιλοδοξούν να αντιγράψουν τα μυθικά μεγέθη του Φόκνερ αλλά να δημιουργήσουν έναν κόσμο εύλογων αναλογιών, μεταφέροντας το πνεύμα του Εμφυλίου και της ηθικής εξαχρείωσης του αμερικανικού Νότου στο εσωτερικό μιας οικογένειας του σύγχρονου αθηναϊκού κέντρου.
Τι ακριβώς καλούνται όμως να αντιμετωπίσουν οι μυθιστορηματικοί πρωταγωνιστές της Αναστασέα; Ο Στέφανος και η Πέρσα έχουν περιέλθει σε κατάσταση απόγνωσης επειδή η κόρη τους βρίσκεται εδώ και καιρό προφυλακισμένη για έναν φόνο τον οποίο δεν διέπραξε η ίδια αλλά ο φίλος της. Με την κρίσιμη διαφορά ότι εκείνη αρνείται να το επιβεβαιώσει και να καταθέσει εναντίον του, κάνοντας τα πράγματα να περιπλέκονται επικίνδυνα. Η πεισματική άρνηση της Ηλέκτρας να μετακινηθεί από τη θέση της θα μετατρέψει τον οικογενειακό βίο σε κόλαση ανασύροντας στην επιφάνεια συγκρούσεις και αντιθέσεις δεκαετιών.
Ο Στέφανος θα ανασκαλέψει το τραύμα της ερωτικής ατασθαλίας που του επιφύλαξε η Πέρσα πριν από χρόνια (έστω κι αν φρόντισε να επιστρέψει σύντομα κοντά του χωρίς να ξαναπέσει ποτέ στο παλαιό αμάρτημα), η Ηλέκτρα θα επιτεθεί στη μάνα της μετά την ομολογία του παραστρατήματός της και θα στραφεί εκ παραλλήλου εναντίον του αδελφού της κατηγορώντας τον για ολοκληρωτική αδιαφορία, ο αδελφός θα μεμφθεί τον πατέρα του για τη σκανδαλώδη εύνοιά του προς την Ηλέκτρα και ο Στέφανος θα αποφασίσει να σκοτώσει τον φονιά για να απαλλάξει την κόρη του από τον θανάσιμο εναγκαλισμό.
Παρ’ όλα αυτά, κανένας (ή σχεδόν κανένας) δεν θα καταλήξει στην καταστροφή. Η Αναστασέα θα οδεύσει εν τέλει στην αντίπερα όχθη του Φόκνερ, ανατρέποντας με έναν καθ’ όλα πειστικό τρόπο τις ζοφερές προσδοκίες που δημιουργεί επί μεγάλο διάστημα η πλοκή. Κάτι τέτοιο ωστόσο δεν σημαίνει και μια χονδροειδώς καθησυχαστική έξοδο. Οι άνθρωποι θα σωθούν από τον επικείμενο αφανισμό όχι γιατί έτσι θα το θελήσει κάποια υπέρτερη συγκυρία αλλά επειδή θα χαράξουν τον δρόμο της ελευθερίας τους με αγόγγυστο αγώνα (πολεμώντας μέχρις εσχάτων τις αντινομίες και τις αντιφάσεις τους).
Στην επιτυχία του βιβλίου της Αναστασέα, που κατορθώνει μετά τα δύο προβληματικά έργα που ακολούθησαν την πρώτη της δουλειά να επανακτήσει τις αρετές της, θα πρέπει να συνυπολογίσουμε δύο επιπλέον στοιχεία: την πυκνότητα που διαθέτει ο λόγος των τεσσάρων αφηγητών (μαζί με τον σωστό χρωματισμό των τόνων οι οποίοι τους κάνουν να ξεχωρίζουν) και το ψαγμένο βάθος των χαρακτήρων, που καταφέρνουν να μην εγκλωβιστούν σε αψυχολόγητα σχήματα και να ενεργήσουν ως ολοζώντανοι οργανισμοί. Κορυφαία ανάμεσα στους χαρακτήρες η στυφή, αποξηραμένη και ταυτοχρόνως απέραντα τρυφερή και δοτική Πέρσα, που αποτελεί και τη ραχοκοκαλιά του μυθιστορήματος.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ