Σε μια σκηνή της ταινίας «Να είσαι εκεί, κύριε Τσανς» ζητούν από τον κηπουρό Τσανς να σχολιάσει την οικονομική κατάσταση και εκείνος διαβεβαιώνει: «Εφόσον οι ρίζες δεν έχουν κοπεί, όλα βαίνουν και θα συνεχίσουν να βαίνουν καλώς στον κήπο. Την άνοιξη θα έρθει η άνοιξη». Με τον κ. Τσανς παρομοιάζει τον διευθυντή της Fed ο νομπελίστας οικονομολόγος Πολ Κρούγκμαν στο βιβλίο του Τέλος στην ύφεση τώρα! (εκδόσεις Πόλις), όταν ο Μπεν Μπερνάνκι με την ίδια ευκολία έλεγε λίγο μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers ότι η άνοιξη βρισκόταν προ των πυλών και περίμενε τα βλαστάρια να ανθίσουν. Εδώ ο Κρούγκμαν δεν αναφέρεται αναλυτικά στα αίτια της κρίσης – αυτά λίγο-πολύ έχουν ήδη αναλυθεί. Περισσότερο αναζητεί το αν υπάρχουν λύσεις διεξόδου και προς τα πού πρέπει να στραφούν αυτές. Ο συγγραφέας επικεντρώνει το ενδιαφέρον σε αυτούς που πλήττονται περισσότερο από την ύφεση, δηλαδή στους εργαζομένους. Με 13 εκατ. ανέργους και με άλλα 11 εκατομμύρια που εργάζονται παρά τη θέλησή τους με μερική απασχόληση, οι ΗΠΑ έχουν το 15% του εργατικού τους δυναμικού κατεστραμμένο ή υπό καταστροφή.
Ο Κρούγκμαν πιστεύει ότι η κρίση λογικά δεν εξηγείται, αν σκεφθούμε ότι ούτε οι φυσικοί μας πόροι ούτε οι γνώσεις έγιναν λιγότερες. Το ίδιο ερώτημα είχε τεθεί από τον Κέινς και στην κρίση του 1929 και αυτός είχε απαντήσει ότι η οικονομία είχε «πρόβλημα στο μανιατό» (ένας παλιομοδίτικος όρος για το ηλεκτρικό σύστημα του αυτοκινήτου), κάτι αντίστοιχο με το «κράσαρε το λογισμικό» που θα λέγαμε σήμερα.
Το πρόβλημα κατά τον Κρούγκμαν δεν βρίσκεται στον οικονομικό κινητήρα, που παραμένει πανίσχυρος. Είναι πρόβλημα τεχνικό: οργάνωσης και συντονισμού της οικονομίας. Η πολιτική της λιτότητας δεν μπορεί να κινητοποιήσει την οικονομία, μόνο η αύξηση της ζήτησης μπορεί να ανατρέψει τη δεδομένη κατάσταση. Το κράτος οφείλει αντί για προγράμματα λιτότητας (και σε αυτό το σημείο χλευάζει τις απόψεις του Σόιμπλε λέγοντας ότι καλεί τους λαούς σε αυτομαστίγωμα) να προκαλέσει ζήτηση ρίχνοντας χρήμα στην αγορά.

Οχι στο «φασούλι το φασούλι»
Ο Κρούγκμαν κοροϊδεύει τους διάφορους «σοφούς οικονομολόγους-αναλυτές» που συνιστούν σε περίοδο κρίσης την περιστολή των δαπανών. Ο ίδιος προτείνει το εντελώς αντίθετο: πρέπει να βρεθεί τρόπος να βγούμε από τον φαύλο κύκλο της λιτότητας και της αποταμίευσης: αν όλοι κρατούν το χρήμα στα σεντούκια τους, είναι φυσικό ότι η οικονομία θα καταρρεύσει. Σε μια εποχή που πολλοί οφειλέτες προσπαθούν να κάνουν περισσότερη οικονομία και να μειώνουν τα χρέη, είναι σημαντικό κάποιος να κάνει το αντίθετο, δηλαδή να ξοδεύει περισσότερα και να δανείζεται – και αυτός προφανώς, κατά τον Κρούγκμαν, είναι το κράτος.
Στις ιδέες του για τις ΗΠΑ ο συγγραφέας καλεί τον Μπαράκ Ομπάμα να γίνει πιο τολμηρός, να μη σκέφτεται τι θα πουν οι συντηρητικοί και να «φύγει μπροστά» με τις προτάσεις του. Να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας μέσω πολλαπλών προγραμμάτων και άλλων στρατηγικών που αφορούν κυρίως τη Fed. Στην τελευταία προσάπτει υποτονικότητα, συμβατικές πολιτικές απόψεις και υποχωρητισμό μπροστά στους «σκληρούς» Ρεπουμπλικανούς.
Ενώ αναγνωρίζει ότι η Fed έκοψε χρήμα, την ψέγει γιατί δεν το χρησιμοποίησε δημιουργικά και – γιατί όχι; – «αντισυμβατικά». Προτείνει μειώσεις των χρεών όσων γονάτισαν από τα στεγαστικά δάνεια, σκληρότερη πολιτική απέναντι στην Κίνα και άλλες χώρες που εκμεταλλεύονται τις συναλλαγματικές ισοτιμίες, αξιοποίηση του περιβάλλοντος ως επιχειρηματικού κινήτρου κτλ. Ολα αυτά όμως απαιτούν πολιτική βούληση. Είναι στο χέρι των Δημοκρατικών να λάβουν αποφάσεις για μια αντιστροφή του κλίματος. Και όλα πρέπει να γίνουν τώρα, λέει εμφατικά, θυμίζοντας τον Κέινς: «Στο μέλλον θα είμαστε όλοι νεκροί».
Βιβλίο μαχητικό, όπως όλα του Κρούγκμαν, προκαλεί τους συντηρητικούς αναλυτές προβάλλοντας ισχυρά επιχειρήματα για μια πολιτική διέξοδο. Αν και αναφέρεται κυρίως στις ΗΠΑ, οι σκέψεις του αποτελούν δεξαμενή προβληματισμού για όλους τους δυτικούς οικονομολόγους και πολιτικούς.
Ο νέος ρόλος του κράτους
Ζούμε πια μια «νέα παγκοσμιοποίηση», θα πει ο καθηγητής Ηλίας Κατσούλης και σε ένα εκτεταμένο πόνημά του θα προσπαθήσει να περιγράψει τις παραμέτρους αυτής. Κατά τον συγγραφέα του βιβλίου Η επιστροφή της πολιτικής – Χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός και «νέα» παγκοσμιοποίηση (Ποταμός) οι αλλαγές που έχουν συντελεστεί ως και το πρώτο δεκαήμερο του 21ου αιώνα είναι δομικές και απαιτούν νέες στρατηγικές.
Ο καπιταλισμός, που έχει γίνει πια χρηματοπιστωτικός, έχει αναδείξει έναν νέο πολίτη με τριπλή ιδιότητα: εργαζόμενος, καταναλωτής και επενδυτής. Τα νέα αυτά μεσαία στρώματα διαθέτουν πλεόνασμα που αναζητούν να το επενδύσουν σε άυλα αγαθά. Η αλλαγή αυτή έχει επιφέρει αλλαγές και στη συμπεριφορά τους, η οποία γίνεται περισσότερο εξατομικευμένη και απομακρύνεται από τα συνδικάτα και τα ταξικά κόμματα, κυρίως τα σοσιαλδημοκρατικά.
Από την άλλη, η αυξανόμενη ανεργία τινάζει στον αέρα τα προγράμματα, όπως είχαν εκπονηθεί ως σήμερα, και απαιτεί νέες στρατηγικές. Η κοινωνία δυτικού τύπου αντιμετωπίζει ένα νέο δίλημμα: ποιος θα είναι ο φορέας που θα αναλάβει την ευθύνη της προώθησης εκείνων των μεταρρυθμίσεων που χρειάζονται για να ανταποκριθούν οι αναπτυγμένες χώρες στον εκσυγχρονιστικό τους ρόλο, η αγορά ή το κράτος;
Η αγορά, κατά τον συγγραφέα, αδυνατεί να παράγει τον απαιτούμενο για την ανάπτυξη όγκο γνώσης και λίγο ενδιαφέρεται γενικώς για την πρόοδο της γνώσης, άρα το κράτος πρέπει να αναλάβει το καθήκον στην παραγωγή εφαρμοσμένης και βασικής γνώσης. Το ερώτημα είναι ποιος θα έχει τη χρήση και την εκμετάλλευσή της. Ο συγγραφέας προτείνει να λυθεί με συνεργασία κράτους και αγοράς, ώστε η αγορά να μη χάνει, αλλά και η παραχθείσα γνώση να πηγαίνει προς όφελος της κοινωνίας. Δεν παραλείπει να αναφερθεί και στην κακή οικονομική συγκυρία, ενώ διαπιστώνει μεγάλες αλλαγές και ανακατατάξεις στο εσωτερικό των αναπτυγμένων χωρών, ιδίως των ευρωπαϊκών, που δεν έχουν την ευελιξία των δομών που διαθέτουν οι ΗΠΑ και που, σε συνδυασμό με τις νέες χώρες (BRIK), θα βρεθούν σε πολύ δύσκολη θέση στον παγκόσμιο χάρτη.
Σήμερα, καταλήγει ο Ηλίας Κατσούλης, ως κορυφαίο ζήτημα προς επίλυση τίθεται η ανεργία. Ούτε τα ευρωπαϊκά προγράμματα ούτε ο Τρίτος Δρόμος των Βρετανών Εργατικών ούτε η «ατζέντα 2010» των γερμανών Σοσιαλδημοκρατών έχουν καταφέρει ως σήμερα να δώσουν απαντήσεις, τις οποίες ούτως ή άλλως μόνο η πολιτική και οι πολιτικοί μπορούν να δώσουν.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ