Την περασµένη εβδοµάδα ο Μπρετ Ιστον Ελις ανασκάλευε µέσω του προσωπικού του λογαριασµού στο twitter τις αγαπηµένες του ταινίες τρόµου. Λίγο πριν του τηλεφωνήσω στο διαµέρισµά του στο βροχερό Λος Αντζελες είδα το τελευταίο του «τιτίβισµα» στο ∆ιαδίκτυο που ξεχώριζε την «αιµατοβαµµένη αυτοκτονία του πατρός Καρρά» στην ταινία «Ο εξορκιστής». «Α, δεν είχε να κάνει µε τη συνοµιλία µας, να το ξέρετε» µου λέει ευδιάθετος. Υστερα θυµήθηκε τι διάβασε στους «New York Times» για την Ελλάδα και το ξανασκέφτηκε: «Τότε µάλλον έχει κάποια σχέση η αυτοκτονία». Οµως, έτσι είναι ο Ελις. Απ’ τη µια νοµίζεις ότι σου απαντά ενώ είσαι καθισµένος στο σβέρκο του κι απ’ την άλλη σε κερδίζει µια οικειότητα απροσδιόριστης συνενοχής. Για περισσότερο από µία ώρα συνοµίλησα µε τον αµερικανό συγγραφέα που, µόλις στα 21 του χρόνια, όταν ακόµα σπούδαζε στο κολέγιο, έγραψε ένα µυθιστόρηµα ορόσηµο για τη δεκαετία του 1980 και το τρίπτυχο «σεξ, ναρκωτικά και ροκ εν ρολ» στην Καλιφόρνια, το «Λιγότερο από µηδέν» (1987).

Ο ήρωας αυτού του βιβλίου, ένας νάρκισσος και αδίστακτος ηδονοθήρας, ο νεαρός Κλέι, δεν έπαψε ποτέ να τον στοιχειώνει. «Θυµάµαι εκείνη τη µέρα του 2000 πολύ καθαρά. Ενώ δούλευα πάνω στο “Σεληνιακό τοπίο”, βγήκα µια βόλτα µε το αυτοκίνητό µου. Ηταν η εποχή που είχα τελειώσει την ανάγνωση όλων των βιβλίων µου. Συνειδητοποίησα τότε, καθισµένος στη θέση του οδηγού, ότι µε καταδίωκε απ’ όλη εκείνη την ιστορία µόνον ο Κλέι. Μου τριβέλιζε το µυαλό, αναρωτιόµουν τι του έχει συµβεί, τι είδους άνθρωπος έγινε εν τω µεταξύ. Οι άλλοι χαρακτήρες δεν µε ενδιέφεραν καθόλου». Ετσι άρχισε να γράφει τις «Αυτοκρατορικές απολαύσεις» που εξέδωσε τελικά το 2010. «Το βιβλίο που φανταζόµουν να γράψω ήταν τελείως διαφορετικό. Μεταµορφώθηκε, έγινε ό,τι διαβάσατε απ’ τη στιγµή που επέστρεψα στο Λος Αντζελες στις αρχές του 2006». Ο 47χρονος σήµερα συγγραφέας και σεναριογράφος, επέστρεψε στη γενέθλια πόλη του έπειτα από είκοσι χρόνια διαµονής στη Νέα Υόρκη.

Αναβιώνει το παρελθόν

Στο καινούργιο βιβλίο ο Κλέι έχει µεγαλώσει. Επιτυχηµένος σεναριογράφος, αµφίβολης όµως ωριµότητας, επιστρέφει στο Λος Αντζελες για το κάστινγκ της νέας του ταινίας. Εκεί βρίσκει τους παλαιούς γνωστούς του και αναβιώνει ένα παρελθόν χλιδής και υπερβολής, ηδονής και βίας, αµοραλισµού και παρακµής. «Βλέπουµε πώς άλλαξε ως άνθρωπος ο Κλέι µέσα σε 25 χρόνια.

Αυτό αποτυπώνεται κάπως στο πολύ σύντοµο αυτό πορτρέτο που γράφει για τον εαυτό του και µοιάζει µε σενάριο. Είναι ένα είδος εξοµολόγησης απέναντι σ’ αυτό που πραγµατικά ήταν. Ο Κλέι παραπονιέται. Λέει ότι αυτή δεν ήταν η ιστορία µου, δεν ήµουνα τέτοιο παιδί, είµαι καλύτερος άνθρωπος απ’ ό,τι φάνηκε τότε. Βέβαια, στις “Αυτοκρατορικές απολαύσεις” διαπιστώνουµε ότι ο φίλος µας χειροτέρεψε περισσότερο απ’ όσο θα µπορούσε να φανταστεί» λέει και χαµογελάει κάπως χαιρέκακα ο Ελις. Ο ίδιος αποδέχεται πλήρως ότι για τους περισσότερους τα βιβλία του είναι «πορτρέτα µιας εποχής» ή «οµολογίες µιας γενιάς» αλλά δεν προσεγγίζει έτσι τα πράγµατα. «∆εν µε ενδιαφέρει καθόλου να µιλήσω για τη γενιά µου, οτιδήποτε κι αν σηµαίνει αυτό. Αυτό που µε ενδιέφερε είναι ο Κλέι που µεγάλωσε. Ο Κλέι που αντιπροσωπεύει τον πόνο µου. Βέβαια δεν µιλάµε για µια πιστή αυτοβιογραφική αναπαράσταση. Ο Κλέι είναι φτιαγµένος από τα κοµµάτια της εσώτερης συναισθηµατικής µου ζωής µέσα στα χρόνια. ∆ιερευνώ τις ψυχώσεις µου, τις φαντασιώσεις µου και κάνω τις εµµονές µου µυθοπλασία. Πείτε το θεραπεία, πείτε το ψυχανάλυση, πείτε ότι ο τύπος έχει τα “θεµατάκια” του, αλλά εγώ έτσι δουλεύω ως συγγραφέας». Τον ενοχλεί πάντως που ο Κλέι γέρασε και έγινε πιο διεφθαρµένος. «Ο Κλέι αυτοπαγιδεύτηκε στον ναρκισσισµό του, έτσι γίνεται βίαιος και εκµεταλλεύεται την εξουσία του, έχει αποδεχθεί πλήρως την υποκρισία και την προδοσία που επικρατεί στον κόσµο».

Ο ίδιος δεν είναι έτσι. «Είµαι νοµίζω λίγο πιο κοινωνικός απ’ αυτόν και κυρίως δεν µισώ τους πάντες, δεν φοβάµαι τους πάντες».

Τον ρωτάω αν το να είσαι κυνικός είναι τελικά προτέρηµα. Μου απαντά τρώγοντας ένα σάντουιτς: «Απολύτως! Πρέπει να είσαι κυνικός απέναντι στον κόσµο. Ξέρετε, ο κυνισµός είναι ένα καλό πράγµα και µάλιστα υποτιµηµένο. Οπως και το να µπορείς να αηδιάζεις µε τον ίδιο σου τον εαυτό». Συναισθήµατα υπάρχουν γι’ αυτόν; «Θα έλεγα πως είµαι ένας κυνικός αισθηµατίας. Σκεφτείτε τον Φ. Σ. Φιτζέραλντ, “Ο υπέροχος Γκάτσµπυ” είναι ένα από τα πιο κυνικά µυθιστορήµατα όλων των εποχών». Αυτή την εποχή ο Ελις νιώθει ότι περνά µια µεταβατική περίοδο στη ζωή του, βιώνει «την κρίση της µέσης ηλικίας» και ελπίζει ότι οι αγανακτισµένοι της Γουόλ Στριτ «θα καταστρέψουν αυτά τα µαγαζιά της καταστροφής!» που συνέβαλαν στο σβήσιµο του αµερικανικού ονείρου. «Πρέπει όµως να πάω και στο γυµναστήριο» µου λέει και µε αποχαιρετά.

«Οι Αµερικανοί συγχέουν την ηθική µε την τέχνη»

Αυτό το φθινόπωρο, η άλλη μεγάλη επιτυχία του Μπρετ Ιστον Ελις, η «Αμερικανική ψύχωση» (1991), μια διεστραμμένη σάτιρα που εκτρέπεται σε σαδομαζοχιστικό θρίλερ για γερά νεύρα, έχει τα εικοστά της γενέθλια. Πλέον δεν κατηγορούν τον Ελις για μισογυνισμό ούτε και δέχεται απειλητικά μηνύματα κατά της ζωής του. Του είπα ότι η σκηνή στην ομώνυμη ταινία με τον Πάτρικ Μπέιτμαν (τον ψυχωτικό πρωταγωνιστή και κατά συρροή δολοφόνο, ένα «χρυσό αγόρι» της Γουόλ Στριτ στη δεκαετία του 1980) να σκοτώνει την πόρνη με ηλεκτρικό πριόνι, ενώ εκείνη προσπαθεί να ξεφύγει απ’ τις σκάλες, είναι κάπως αβάσταχτη. «Υπάρχουν κομμάτια στο βιβλίο με τα οποία γέλασα όταν τα έγραψα. Σίγουρα όχι με τις σκηνές των βασανιστηρίων και των δολοφονιών. Οταν το ξαναδιάβασα δέκα χρόνια αργότερα σοκαρίστηκα περισσότερο απ’ ό,τι όταν το έγραφα, κι αυτό με στεναχώρησε κάπως.

Ο Μπέιτμαν είναι αξιολύπητος. Αλλά σε πολλά που αφορούν τις ψυχώσεις αυτής της κοινωνίας που σε οδηγούν στην τρέλα έχει απόλυτο δίκιο, γι’ αυτό άλλωστε διαρκεί ως χαρακτήρας», παρά τον πόλεμο που έχει δεχθεί.

«Οι μορφωμένοι Αμερικανοί τείνουν να συγχέουν την ηθική με την τέχνη.

Η ηθική γι’ αυτούς τείνει να αντανακλά την κοινωνική τους συνείδηση.

Αυτό συνήθως έχει ως αποτέλεσμα μια κακή τέχνη».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ