Η πρώτη φράση της πρώτης παραγράφου του πρώτου κεφαλαίου του µυθιστορήµατος Η έρευνα θυµίζει νουάρ και προδιαθέτει για µια σκοτεινή ιστορία που παραπέµπει στα έργα του Γκράχαµ Γκριν: «Οταν ο Ερευνητής βγήκε από τον σταθµό, τον υποδέχτηκε ένα ψιλόβροχο ανάκατο µε χιονόνερο». Οταν ο ανώνυµος ήρωας, ένας άνδρας µικρόσωµος, λίγο παχουλός, µε αραιά µαλλιά και συνηθισµένα χαρακτηριστικά, µπαίνει σε ένα καφέ για να προφυλαχτεί από τη βροχή, ζητώντας από το γκαρσόνι ένα γκρογκ και εκείνο του απαντά ότι αυτό είναι αδύνατο, επειδή το ποτό δεν είναι περασµένο στον ηλεκτρονικό τους κατάλογο και εποµένως το µηχάνηµα θα αρνηθεί να το φτιάξει, νοµίζουµε πως θα διαβάσουµε κάτι που σχετίζεται µε επιστηµονική φαντασία. Και όταν ο ίδιος, βαδίζοντας στο σκοτάδι, συγκρούεται µε κάποιον περαστικό και το περιεχόµενο της βαλίτσας του σκορπίζεται στο έδαφος, σαν να έχει γίνει έκρηξη, το µυαλό µας πάει σε θρίλερ. Ο Ερευνητής εκτελώντας την εντολή του προϊσταµένου του, του Αρχηγού της Υπηρεσίας, φτάνει στη µη κατονοµαζόµενη Πόλη για να ερευνήσει την παράξενη υπόθεση των αυτοκτονιών των εργαζοµένων σε µια Επιχείρηση χωρίς επωνυµία, η οποία καλύπτει ένα σωρό δραστηριότητες, επικοινωνίες, διαχείριση υδάτων, ανανεώσιµες πηγές ενέργειας, πυρηνική χηµεία, εκµετάλλευση πετρελαίου, τεχνητή υπερτίµηση τίτλων, τράπεζες, ασφάλειες, εκδόσεις, θεάµατα κτλ. Το ξενοδοχείο όπου καταλύει ο ήρωας έχει χτισµένο παράθυρο που δεν ανοίγει, κάτι που µαζί µε τα υπόλοιπα δεδοµένα εισάγει τον αναγνώστη σε ένα καφκικό κλίµα. Οπως τον εισάγει στο 1984 του Τζορτζ Οργουελ όταν ο Ερευνητής συναντηθεί µε τον Αστυνόµο, ο οποίος γνωρίζει – περιέργως –, τα πάντα γι’ αυτόν, ενώ όταν αυτός του προσφέρει χαπάκια για να του φτιάξει η διάθεση, ανατρέχει στον Γενναίο νέο κόσµο του Αλντους Χάξλεϊ.

Είναι πλέον φανερό ότι ο συγγραφέας, ο Γάλλος Φιλίπ Κλοντέλ, δηµιουργεί έναν εφιαλτικό κόσµο, έναν κόσµο σύγχρονο, µε κινητά και ηλεκτρονικούς υπολογιστές, καταφεύγοντας σε σηµαντικά έργα της παγκόσµιας λογοτεχνίας, αντλώντας ιδέες από αυτά, ώστε να περιγράψει τα αλλόκοτα φαινόµενα που αντιµετωπίζει ο ήρωάς του. Γρήγορα γίνεται αντιληπτό ότι ο Ερευνητής, ένας διαφορετικός Γιόζεφ Κ. της ∆ίκης του Κάφκα, ζει στη σηµερινή Ευρώπη – το βιβλίο εκδόθηκε στη Γαλλία το 2010 –, στην Ευρώπη της κρίσης. Ο Ελληνας του µνηµονίου, ειδικότερα ο Αθηναίος, αναγνωρίζει οικείες καταστάσεις που βιώνει καθηµερινά στο κέντρο της πόλης του.

Ας δούµε: «Σ’ αυτή τη χώρα οι σταθµοί κλειδαµπάρωναν πια τις πόρτες τους τη νύχτα, ακριβώς για να µη µετατρέπονται σε κοιτώνες.

Κι εκτός αυτού, εδώ και µερικά χρόνια τα δηµόσια παγκάκια ήταν σχεδιασµένα µε τέτοιον τρόπο ώστε να µην µπορεί να ξαπλώσει κανείς σ’ αυτά». Τελικά, ο Ερευνητής, ύστερα από διάφορες αποτυχηµένες προσπάθειες, καταφέρνει να µπει στα άδυτα της Επιχείρησης, όπου έχουν γίνει οι αυτοκτονίες, µα δεν του προσφέρεται καµία βοήθεια για να φέρει εις πέρας την αποστολή του, δηλαδή να διαλευκάνει το µυστήριο που καλύπτει τις πράξεις των αυτοχείρων.

Γιατί σε σύντοµο διάστηµα τόσοι άνθρωποι έφθασαν σε τέτοια απελπισία, ώστε να θέσουν τέλος στη ζωή τους, αντί να επισκεφθούν τον Ψυχολόγο, τον γιατρό της δουλειάς, τον υπεύθυνο του ανθρώπινου δυναµικού ή να συζητήσουν το πρόβληµά τους µε τους συναδέλφους τους,µε κάποιο µέλος της οικογένειάς τους; Και αφού συναντηθεί µε το Πλήθος των περαστικών στους δρόµους, µε τους Τουρίστες, οι οποίοι µένουν στο ίδιο ξενοδοχείο µε αυτόν, το «Ξενοδοχείο της Ελπίδας» – όνοµα εµβληµατικό –, µε τους Εκτοπισµένους, οι οποίοι επίσης µένουν στο ξενοδοχείο όταν φεύγουν οι Τουρίστες, έχει την απορία: Ολα αυτά που βιώνει αποτελούν µέρος ενός ονείρου ή ενός εφιάλτη; Μήπως έχει πέσει θύµα µιας τερατώδους φάρσας;

∆ιότι ο Υπεύθυνος της Επιχείρησης δεν γνωρίζει τίποτε για τις αυτοκτονίες, πράγµα που κάνει τον Ερευνητή να σκεφτεί ότι κάποιοι του έχουν στήσει παγίδα.

Ο συγγραφέας µέσω της αφήγησης επιχειρεί να αφυπνίσει τη συνείδηση των αναγνωστών του, οι οποίοι βιώνουν έναν κλιµακούµενο οικονοµικό και κοινωνικό εφιάλτη, παρόµοιο µε τον εφιάλτη του ήρωά του. Σε αυτό είναι σαφής και το τονίζει µέσω του Υπευθύνου της Επιχείρησης: «Περνάµε δύσκολους καιρούς, σίγουρα το γνωρίζετε. Πολύ δύσκολους. Ποιος µπορεί να προβλέψει τι θ’ απογίνουµε, εσείς, εγώ, ο πλανήτης;». Παρακάτω δηλώνει µέσω του αναρχίζοντα Φρουρού, ο οποίος τα βάζει µε τον εργοδότη του, δηλαδή την Επιχείρηση, η οποία συσσωρεύει κέρδη σε βάρος των εργα ζοµένων που αυτοκτονούν ή πεθαίνουν από απεργία πείνας: «Η Επιχείρηση είναι ένας κολοσσός µε πήλινα πόδια. Ο κόσµος µας είναι ένας κολοσσός µε πήλινα πόδια. Το πρόβληµα είναι ότι ελάχιστοι άνθρωποι το καταλαβαίνουν…». Ακόµη: «Οι µονάρχες σήµερα δεν έχουν ούτε κεφάλι ούτε πρόσωπο. Είναι πολύπλοκοι οικονοµικοί µηχανισµοί, αλγόριθµοι, προβολές, κερδοσκοπία πάνω στους κινδύνους και στις ζηµιές, εξισώσεις πέµπτου βαθµού». Εποµένως, το νουάρ, το θρίλερ, το καφκικό κλίµα δεν είναι παρά το όχηµα µε το οποίο ο συγγραφέας οδηγεί τον αναγνώστη του στην πολιτική. Η Ερευνα είναι ένα απολύτως πολιτικό µυθιστόρηµα.

Ο Φιλίπ Κλοντέλ γεννήθηκε το 1962. Είναι συγγραφέας και σκηνοθέτης του κινηµατογράφου. Σπούδασε γαλλική λογοτεχνία και εργάστηκε στη µέση εκπαίδευση και στο Πανεπιστήµιο Νανσί ΙΙ, όπου δίδαξε ανθρωπολογία του πολιτισµού και λογοτεχνία. Εχει τιµηθεί µε πολλά βραβεία στην πατρίδα του και αλλού, ενώ στην Ελλάδα έχουν εκδοθεί τα βιβλία του Γκρίζες ψυχές, Η αγαπηµένη του κυρίου Λιν και Η αναφορά του Μπροντέκ (όλα από τις εκδόσεις Ψυχογιός).

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ