Εχει μεγαλώσει στη Ζυρίχη, στη Βιέννη και στην Τοσκάνη, διαθέτει πρωσική ανατροφή και ακούει από όπερες του Βέρντι ως τον Ρότζερ Γουότερς των Ρink Floyd. Διευθύνει μια μάλλον ανθούσα επιχείρηση στο Βίντερτουρ της Βόρειας Ελβετίας (δώρο ενός θείου που θα πρέπει να είχε λάβει μέρος στη φυγάδευση του χρυσού από το θησαυροφυλάκιο της Ράιχσμπανκ), αλλά του αρέσει να αγναντεύει τη σκοτεινή θέα της χειμωνιάτικης θάλασσας σ΄ ένα αιγαιοπελαγίτικο νησί. Ισως γιατί είναι τόσο σκοτεινή όσο και το ναζιστικό παρελθόν του πατέρα του, του Μόριτς φον Ντράγερ, που εκτελούσε εβραίους και τσιγγάνους στην Ουκρανία, για να δηλώσει μη επίγνωση των πράξεών του στη Δίκη της Νυρεμβέργης και να πάρει χάρη από τον Αντενάουερ.

Αυτός είναι ο Μαξ και η βαριά οικογενειακή κληρονομιά του, που επηρεάζει σε όλα τα επίπεδα τη ζωή των πρωταγωνιστών του καινούργιου μυθιστορήματος της Ελιάνας Χουρμουζιάδου. Ο Μαξ είναι εξαρτημένος από το αλκοόλ και τα ψυχοφάρμακα, έχει δύο παιδιά από τον πρώτο του γάμο, για τα οποία δεν κατόρθωσε να δείξει ποτέ το παραμικρό ενδιαφέρον, και ετοιμάζεται να χωρίσει με τη δεύτερη γυναίκα του, τη Ρέα, με την οποία γνωρίστηκε στο ελληνικό νησί, αποκτώντας μαζί της έναν ακόμη γιο, τον Στέφεν.

Η μορφή του Μαξ κατακλύζει με τη διαπεραστική παρουσία και την τρομώδη μνήμη της τους πάντες: τη σύζυγό του και τον αδελφό της, τους γιους του, αλλά και τον εξάδελφό του, που δεν θα διστάσει να αποκαλύψει κάποια στιγμή στη Ρέα το βεβαρημένο βιογραφικό του πεθερού της.

Η τρομώδης μνήμη: αυτό είναι το φάντασμα που σέρνει βαριές τις αλυσίδες του παντού στο Μακάρι να ήσουν εδώ, τρώγοντας αργά τη συνείδηση και φθείροντας ραγδαία το σώμα. Πρόκειται για μιαν έμμεση, από δεύτερο χέρι μνήμη: μια μεταμνήμη (postmemory), όπως αποκαλούν οι σύγχρονοι θεωρητικοί (βλ. τις μελέτες της Μarianne Ηirsch) την καλλιτεχνική απεικόνιση των δεσμών των μελών μιας νεότερης γενιάς με τις άφατες εμπειρίες των γονιών τους που έζησαν ένα μείζον συλλογικό τραύμα όπως το Ολοκαύτωμα. Η διαφορά με τον Μαξ της Χουρμουζιάδου είναι πως ο πατέρας του ανήκει στον κύκλο των σφαγέων και πως ο ίδιος οφείλει όχι να μοιραστεί και να βιώσει από κοινού το τραύμα αλλά να χρεωθεί στο ακέραιο τις ευθύνες του και να επωμιστεί εξ ολοκλήρου τις συνέπειές του. Στην περίπτωσή του δεν μπορεί να μεσολαβήσει καμία διαδικασία επούλωσης, δεν μπορεί να υπάρξει κανένας τρόπος για εξιλέωση και λύτρωση.

Το πρόσωπο του Μαξ αποτελεί ασφαλώς το πιο δυνατό σημείο του μυθιστορήματος της Χουρμουζιάδου, που εικονογραφεί με εντελώς αδιακόσμητους τόνους το δράμα ενός βωβού και πέρα για πέρα σπαραγμένου ανθρώπου: ο Μαξ θα καταφέρει να αρθρώσει λόγο μόνο όταν θα προχωρήσει σε μια εξομολόγηση εις εαυτόν (το πρώτο μέρος του βιβλίου είναι ένας τέτοιος μονόλογος) ξέροντας πως δεν θα ξεφύγει ποτέ από τη μέγγενη της ενοχής για τις αδιανόητες πατρικές πράξεις. Ο Μαξ είναι ένας χαρακτήρας βγαλμένος από την καρδιά της πεζογραφικής παραγωγής της Χουρμουζιάδου: δύστροπος, καταθλιπτικός, με δύσβατες προγονικές ρίζες, κλεισμένος στο κλουβί ενός εκ των προτέρων καταρρακωμένου κόσμου, κερδίζει αμέσως σε ένταση και σε υποβολή, θυμίζοντας τις δυσοίωνες γυναικείες υπάρξεις της Ιδιαιτέρας (1999), της Απώλειας Σοφίας (2004) ή της Δεύτερης γυναίκας (2005).

Δύσκολα θα έλεγα πως συμβαίνουν τα ανάλογα με τα υπόλοιπα πρόσωπα του Μακάρι να ήσουν εδώ.

Ο μονόλογος του Δανιήλ, του αδελφού της Ρέας, που εμφανίζεται στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, είναι μια μάλλον γραμμική συμπλήρωση της πλοκής, η οποία δεν διαφοροποιεί επί της ουσίας την οπτική γωνία του Μαξ για τον ελληνικό οικογενειακό του περίγυρο και βάζει δίπλα του μια γυναίκα με αχνή, σχεδόν σβησμένη φυσιογνωμία, ανίκανη να αποτελέσει το αντίπαλον δέος, όπως το θέλει η συγγραφέας, του συζύγου της, ακόμη και όταν μαθαίνει το μεγάλο μυστικό του.

Ισχνοί (ως και σχηματικοί) παραμένουν επίσης τόσο ο Δανιήλ όσο και ο εξάδελφος του Μαξ, που αναζητούν μάλλον επί ματαίω τη θέση τους στη δραματουργία.

Δραματουργία η οποία ψάχνει γενικότερα τη λύση της αφού αφήνει κατά την έξοδό της δίχως νεύρο τις επί μακρόν κυοφορούμενες συγκρούσεις της χαλώντας το κλίμα υπαρξιακής ασφυξίας με το οποίο μας καθηλώνει η εξομολόγηση του Μαξ του πρώτου μέρους. Αρκεί, νομίζω, παρ΄ όλα αυτά, μια τέτοια εξομολόγηση για να αναπτύξει η Χουρμουζιάδου τον μυθιστορηματικό στοχασμό της επάνω στο ζήτημα της ενοχής και της μνήμης, βάζοντας, αν μη τι άλλο, την ελληνική πεζογραφία σ΄ έναν πολύ σύγχρονο, διεθνώς δοκιμασμένο δρόμο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ