Η κρίση είναι αποτέλεσμα της «ρήξης που επέβαλαν οι χρηματοπιστωτικοί παράγοντες ανάμεσα στα συμφέροντά τους και σε αυτά του γενικού πληθυσμού». Αυτό είναι το συμπέρασμα του γάλλου κοινωνιολόγου Αλέν Τουρέν στο βιβλίο του «Μετά την κρίση». Ο γάλλος επιστήμονας πιστεύει ότι οι βιομηχανικές κοινωνίες «λαβώθηκαν θανάσιμα» και «δεν μπορούμε να τις επαναφέρουμε στη ζωή». Παρ΄ όλα αυτά υποστηρίζει ότι για να ξεπεράσουμε τις κρίσεις απαιτούνται νέες κοινωνικές σχέσεις και θεσμοί. Για να υπάρξει όμως ένα τέτοιο σχέδιο χρειάζεται «μια διακήρυξη των οικουμενικών δικαιωμάτων όλων των ανθρώπων» γιατί «οι άνθρωποι δεν είναι μηχανές ή εμπορεύματα».

Η οικονομική κρίση είναι θέμα των οικονομολόγων, λέει ο Τουρέν, δεν είναι όμως μόνο δικό τους. Γιατί αν ο κοινωνιολόγος μπορεί να μάθει από τον οικονομολόγο «τη φύση και το νόημα των γεγονότων», έχει ταυτοχρόνως ένα πλεονέκτημα: αναλύοντας το πώς μια οικονομική κρίση επηρεάζει τη μακροπρόθεσμη σχέση ανάμεσα στην οικονομία και στην κοινωνική ζωή έχει τη δυνατότητα να διαμορφώσει καινούργια πρότυπα για το μέλλον.

Πόσο μακροπρόθεσμη είναι όμως αυτή η σχέση; Ο ίδιος απαντά: η οικονομική κρίση χρονολογείται από το 1929, την εποχή του Κραχ στις ΗΠΑ, και διαρκεί ως τις ημέρες μας. Τα γενικότερα χαρακτηριστικά και τις παρενέργειές της εξετάζει στο βιβλίο του αυτό δίνοντας έμφαση σε όσα συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια- τα οποία πιστοποιούν ότι η σημερινή κρίση δεν είναι όσο νέα παρουσιάζεται και πως η υπέρβασή της δεν μπορεί να επιτευχθεί αν δεν πάψουμε στη Δύση «να παραπαίουμε ανάμεσα στην καταστροφή και στην αναμόρφωση» .

Οσο και αν τα παραπάνω ακούγονται πολύ γενικευτικά, δεν παύουν να συνιστούν την ουσία του προβλήματος. Πραγματικά, σήμερα στη χώρα μας δεν παραπαίουμε, λ.χ., ανάμεσα στην καταστροφή και στην αναμόρφωση; Για τους επιστήμονες παρουσιάζεται ακόμη πιο δύσκολο να αναλυθεί, αφού «η σημερινή κατάσταση σηματοδοτεί τον πλήρη διαχωρισμό τού όλο και περισσότερο παγκοσμιοποιημένουοικονομικού κόσμου από τον κοινωνικό κόσμο, που είναι κατά μεγάλο μέρος κατεστραμμένος ο ίδιος από αυτόν τον διαχωρισμό».

Με απλούστερα λόγια, αυτό μεταφράζεται ως «η οικονομία εναντίον της κοινωνίας». Ποια οικονομία όμως; Οχι η πραγματική, αλλά η χρηματοπιστωτική οικονομία, που διαλύει την κοινωνική συνοχή οδηγώντας σε έναν κόσμο αμφιβολιών και σύγχυσης.

Γερμανία εναντίον Γαλλίας

Τι έχει χαθεί λοιπόν; «Η στενή σύνδεση της οικονομίας, της πολιτικής και της κοινωνίας». Αυτό είναι συνέπεια της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης. Στο ζήτημα τούτο, δυστυχώς, η Ευρώπη δεν είχε τη σωστή απάντηση και επέλεξε να ακολουθήσει αμυντική πολιτική. Η ισχύς του ευρώ, λ.χ., δεν οφείλεται σε κανένα είδος ευρωπαϊκής συνοχής, αλλά στην ισχύ της γερμανικής οικονομίας η οποία στάθηκε ικανή να ανταγωνίζεται ως πρόσφατα την Κίνα στις εξαγωγές, ακολουθώντας όμως περιοριστική πολιτική όσον αφορά τους μισθούς – εις βάρος της Γαλλίας κυρίως, υποστηρίζει ο Τουρέν, η οποία είχε κάποτε πλεονασματικό εμπορικό ισοζύγιο, αλλά σήμερα είναι ελλειμματικό.

Οι οικονομικές αδυναμίες της Ευρώπης, όπως προκύπτει από την ανάλυσή του, οφείλονται στην πολιτική της αδυναμία εξαιτίας της οποίας η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση παραμένει μακρινό και άπιαστο όνειρο. Οι χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού που έγιναν μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης μπήκαν στην ευρωπαϊκή οικογένεια με περισσότερη δυσπιστία απ΄ ό,τι με ελπίδα. Οι υπόλοιπες συμβιβάστηκαν με την κατάσταση και με το γεγονός ότι η τραπεζική κρίση και ο κίνδυνος κατάρρευσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος δεν κινητοποίησαν την Ευρώπη ώστε να αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο.

Γι΄ αυτό κατά τον Τουρέν το κυριότερο θύμα των σημερινών κρίσεων είναι η ίδια η Ευρώπη, που είναι και «υπεύθυνη για την αδυναμία της». Κάποιοι θα θεωρούσαν την άποψή του ότι δεν υπήρξε βούληση από την πλευρά των Ευρωπαίων να οικοδομήσουν μια πολιτική στραμμένη προς το μέλλον αιρετική. Αλλά όταν κλονίζεται το σαθρό ευρωπαϊκό οικοδόμημα, μπορεί να ειπωθούν και χειρότερα.

Για ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο

Ο Τουρέν είναι εκείνος που εισήγαγε εδώ και αρκετά χρόνια τον όρο «μεταβιομηχανική κοινωνία», ο οποίος αντικατέστησε τον παλαιότερο μαρξιστικό «όψιμος» ή «ύστερος καπιταλισμός». Στο βιβλίο αυτό όμως μοιάζει να απομακρύνεται από τον όρο που ο ίδιος καθιέρωσε και ο οποίος παραπέμπει στην κοινωνία και στην οικονομία της υψηλής τεχνολογίας. Ζητεί τώρα την «κοινωνιολογική παρέμβαση»- μολονότι αναγνωρίζει ότι είναι δύσκολο να επιτευχθεί.

Η τωρινή οικονομική κρίση παράγει σκέψεις και προβληματισμούς, όχι όμως και λύσεις, τουλάχιστον πρακτικά εφαρμόσιμες. Ετσι καταλήγει και ο ίδιος στη διαπίστωση ότι, για να ανατραπούν οι ανισότητες και να αποσοβηθούν μεγαλύτερες κρίσεις, χρειάζεται υπεράσπιση και ενίσχυση της δημοκρατίας, της μόνης που μπορεί να εγγυηθεί και την οικονομική ανόρθωση.

Με άλλα λόγια, είναι αναγκαίο να επιστρέψουμε στην πολιτική και στο κράτος δικαίου, χωρίς όμως να παραγνωρίζουμε την αμείλικτη αλήθεια των οικονομικών μεγεθών.

Αυτό απαιτεί ένα κίνημα πολιτών που θα σταθεί απέναντι στις επιθέσεις των αγορών και θα δώσει «νέα πνοή στον πολιτικό κόσμο, ενώ ταυτόχρονα θα τον ελέγχει». Μακάρι, θα έλεγε κανείς. Οπωσδήποτε όμως η πρότασή του- αν την αξιοποιούσαν οι υπεύθυνες πολιτικές ηγεσίες- θα μπορούσε να οδηγήσει, στην Ευρώπη τουλάχιστον και ειδικότερα στη χώρα μας, σε ένα ας πούμε κοινωνικό συμβόλαιο, όπως αυτό που επέτυχε ο Ρούζβελτ ανάμεσα στην εργασία και στο κεφάλαιο ή ανάμεσα στη Γουόλ Στριτ και στα συνδικάτα, και κατάφερε να βγάλει την Αμερική από την τεράστια ύφεση που προέκυψε από το Κραχ του 1929.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ