Μία από τις λίγες «παγκόσμιες σταθερές» των κοινωνικών επιστημών, η εκκοσμίκευση, δηλαδή η διαρκώς μειούμενη σημασία της θρησκείας στην καθημερινή ζωή και στην οργάνωση των κοινωνιών, δεν ισχύει πια. H εκκοσμίκευση συνδεόταν από τους Βέμπερ και Ντυρκέμ με τη μετάβαση από τις παραδοσιακές στις σύγχρονες βιομηχανικές κοινωνίες. Αν οι θεωρίες αυτών των κοινωνιολόγων ήσαν σωστές, η εκκοσμίκευση θα έπρεπε να έχει γραμμική εξέλιξη, δηλαδή να συμβαδίζει με τον περαιτέρω εκσυγχρονισμό των κοινωνιών. Ωστόσο η εκκοσμίκευση έχει αναστραφεί. Το μαρτυρούν τόσο η αύξηση της επιρροής της θρησκείας στην Ανατολική Ευρώπη μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού όσο και η άνοδος του πολιτικού Ισλάμ στη Μέση Ανατολή.


Η ψυχή του έθνους


Στο τελευταίο βιβλίο του ο Σάμιουελ Π. Χάντινγκτον, συγγραφέας του έργου H σύγκρουση των πολιτισμών και ο ανασχηματισμός της παγκόσμιας τάξης (Terzo books, Αθήνα 2001), τεκμηριώνει την ίδια, αντίστροφη τάση στις ΗΠΑ. Ωστόσο χρησιμοποιεί την ανάκαμψη της θρησκείας για να δώσει απάντηση στο ερώτημα ποια ήταν η εξέλιξη της αμερικανικής εθνικής ταυτότητας. Για τον Χάντινγκτον η αμερικανική ταυτότητα είναι μία και μοναδική και δημιουργήθηκε από τους αγγλοσάξονες εποίκους της Αμερικής τον 17ο και τον 18ο αιώνα. Συστατικά της ήταν και είναι η αγγλική γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμα των εποίκων και οι προτεσταντικές θρησκευτικές αξίες, καθώς και – δευτερευόντως – ορισμένες πολιτικές αρχές. Για τον Χάντινγκτον ταυτότητα ίσον θρησκεία συν κουλτούρα: «H ψυχή (ενός έθνους) ορίζεται από την κοινή ιστορία, τις παραδόσεις, την κουλτούρα, τους ήρωες και τους αγύρτες, τις νίκες και τις ήττες, που είναι καταχωνιασμένα στις πιο κρυφές πτυχές της μνήμης του» (σ. 467).


Αυτή η αμερικανική ταυτότητα διατηρήθηκε σχεδόν αλώβητη ως το τέλος του 20ού αιώνα, όταν, για περίπου τέσσερις δεκαετίες (1965-2001), παραλίγο να περιοριστεί σε ένα σύνολο πολιτικών αρχών (ένα «πολιτικό Πιστεύω») και να εξασθενήσει. Οι σχετικές αρχές περιελάμβαναν τη δημοκρατία, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, το κράτος δικαίου, την ισότητα ενώπιον του νόμου και την εξάλειψη των διακρίσεων, τις ατομικές ελευθερίες και την ισότητα ευκαιριών για όλους. Ακόμη και αυτές οι αρχές έλκουν την καταγωγή τους από τον Προτεσταντισμό, σε σημείο ώστε το «πολιτικό Πιστεύω» να θεωρείται «ένας Προτεσταντισμός χωρίς το Θεό» (σ. 109). Οι ανωτέρω αρχές συμποσούνται σε μια πολιτική και όχι «εθνοτική ταυτότητα», όπως την αποκαλεί ο συγγραφέας. H τελευταία, αποτελούμενη από θρησκεία και κουλτούρα, είναι ισχυρή. Αντιθέτως, εκείνες οι ταυτότητες, όπως «το πολιτικό Πιστεύω» των Αμερικανών, οι οποίες στηρίζονται σε συναίνεση των πολιτών γύρω από κάποιες αξίες είναι εύθραυστες.


Τα παλιά υλικά


Είναι προφανές ότι ο Χάντινγκτον έγραψε ένα βιβλίο από αυτά που παλιά στην Ελλάδα θα τα αποκαλούσαμε πατριωτικά. Μέριμνά του δεν είναι μόνο να περιγράψει υπαρκτές τάσεις, όπως αυτές που αναφέραμε παραπάνω. Σκοπός του επίσης είναι να παρέμβει στα αμερικανικά πολιτικά πράγματα, παρουσιάζοντας την άνοδο του κινήματος των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων (π.χ., πολυπολιτισμικότητα, δικαιώματα των μειονοτήτων, ίση αμοιβή ανδρών και γυναικών για ίση εργασία) ως απειλή για την αμερικανική ταυτότητα και, μου φαίνεται, ως ένα σύντομο διάλειμμα λίγων δεκαετιών στην αμερικανική ιστορία. Το διάλειμμα διήρκεσε ως την 11η Σεπτεμβρίου 2001. Οπως γράφει ο ίδιος, «η 11η Σεπτεμβρίου συμβόλισε δραματικά… την απαρχή μιας νέας εποχής, στην οποία οι άνθρωποι προσδιορίζονται πρωταρχικά βάσει της θρησκείας και της κουλτούρας» (σ. 469).


Ο Χάντινγκτον πραγματεύεται ένα μοντέρνο θέμα (ταυτότητες) με παλιά υλικά. Σήμερα λίγοι ιστορικοί και κοινωνικοί επιστήμονες θα συμμερίζονταν την ουσιοκρατική προσέγγισή του στο τι είναι οι εθνικές ταυτότητες, καθώς αυτές θεωρείται πλέον ότι κατασκευάζονται και ανακατασκευάζονται διαρκώς από άτομα, κοινωνικές ομάδες και κατηγορίες του πληθυσμού. H αναζήτηση της «ψυχής του έθνους» είναι μεθοδολογικά αδιέξοδη.


Ωστόσο αυτό έχει μικρή πολιτική σημασία, δεδομένης της δύναμης με την οποία εισβάλλουν κάθε φορά οι απόψεις του Χάντινγκτον στην παγκόσμια αγορά ιδεών και της ηγεμονίας που ασκούν τέτοιες ιδέες μεταξύ των ελίτ του ισχυρότερου κράτους στον σημερινό κόσμο. H αξία του βιβλίου δεν έγκειται στο επιχείρημα ότι οι στέρεες εθνικές ταυτότητες είναι κατά βάση θρησκευτικές, αλλά στο πανόραμα ιδεών του αμερικανικού συντηρητισμού, το οποίο μας προσφέρει ο Χάντινγκτον. Χάρη στο «Ποιοι είμαστε;» μαθαίνουμε πώς βλέπουν τη χώρα τους οι ηγέτιδες τάξεις των ΗΠΑ και οι – πράγματι πάρα πολλοί – θρησκευόμενοι Αμερικανοί, ενώ είναι αμφίβολο αν σχηματίζουμε ακριβή εικόνα της αμερικανικής κοινωνίας. Δεν μαθαίνουμε δηλαδή ότι συστατικά της ιδέας της αμερικανικής πατρίδας είναι η προώθηση της ανεξέλεγκτης κερδοφορίας των επιχειρήσεων ανεξαρτήτως της όξυνσης των ανισοτήτων και η δημιουργία και συντήρηση πολεμικής ισχύος για να προξενείται φόβος σε φίλες και αντίπαλες χώρες (βλ. τo σχετικό κείμενο του A. Hacker στο New York Review of Books, τόμος 51, τεύχος 11, Ιούνιος 2004).


Ο έλληνας αναγνώστης θα είχε σαφέστερη εικόνα όλων αυτών αν δεν σκόνταφτε κάθε τόσο στη μετάφραση. Μεταξύ πολλών ατοπημάτων, το κράτος δικαίου (rule of law) έχει αποδοθεί ως «κανόνας του νόμου», η εκτελεστική εξουσία (executive branch) ως «εκτελεστικός κλάδος» και το Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης (Department of Government) του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ ως «τμήμα διακυβέρνησης». Στην ελληνική έκδοση δεν αναφέρονται ούτε ο αρχικός τόπος έκδοσης του έργου ούτε ποιος ήταν ο ξένος εκδότης (Simon and Schuster). Ο υπότιτλος στο εξώφυλλο του πρωτοτύπου (The Challenges to America’s National Identity) έχει αντικατασταθεί από τον υπότιτλο H αμερικανική ταυτότητα στην εποχή μας. Στο τέλος έχει παραλειφθεί το εξαιρετικό ευρετήριο του πρωτοτύπου. Πέρα από αυτά, πολύ θετικά στοιχεία στην ελληνική έκδοση είναι η απουσία τυπογραφικών λαθών και η προσθήκη από τη μεταφράστρια πολλών υποσημειώσεων που διευκρινίζουν γεγονότα ή όρους της αμερικανικής ιστορίας και πολιτικής.


Ο κ. Δημήτρης A. Σωτηρόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.