Στο ερώτημα αν είναι δυνατή η επιστημονική μελέτη της πολιτικής, οι περισσότεροι άνθρωποι, έχοντας συνδέσει την πολιτική με φιλοδοξίες και πάθη πολιτικών ηγετών, καθώς και με απρόβλεπτες συγκρούσεις κομμάτων και φατριών, θα απαντούσαν αρνητικά. Αντιθέτως, η πολιτική επιστήμη απαντά ότι η επιστημονική μελέτη της πολιτικής είναι δυνατή, ιδίως μέσω της συγκριτικής ανάλυσης πολιτικών συστημάτων. Οι κοινωνίες έχουν εφεύρει πολλούς τρόπους να συγκροτηθούν πολιτικά. Αξίζει να τους συγκρίνει κανείς μεταξύ τους αναζητώντας το γιατί διαφέρουν. Η διαφορά προκαλεί απορίες και η σύγκριση δεν είναι στατική. Κατά τη μελέτη της πολιτικής σε περισσότερες από μία χώρες, «μέσω της σύγκρισης παρατηρείται η αλλαγή και τίθεται το ζήτημα της ερμηνείας της» (σ. 148).


Σύγκριση και ερμηνεία λοιπόν στη μελέτη της πολιτικής σημαίνει «συγκριτική πολιτική ανάλυση», δηλαδή προσφυγή σε αυτόν τον ιδιαίτερα ανεπτυγμένο κλάδο της πολιτικής επιστήμης που παρουσιάζεται κριτικά στο τελευταίο βιβλίο του Λυριντζή. Ο συγγραφέας είχε ασχοληθεί παλαιότερα με την ελληνική πολιτική (Το τέλος των «τζακιών», Θεμέλιο, Αθήνα 1991), αλλά και με τη θεωρία της εξουσίας και των μέσων μαζικής επικοινωνίας. Στο Σύγκριση και ερμηνεία κάνει μια οξυδερκή επισκόπηση των θεμάτων και των μεθόδων έρευνας της «σχολής της πολιτικής ανάπτυξης», των «μελετών περιοχών» (area studies) και της συγκριτικής-ιστορικής κοινωνιολογίας (πρώτο μέρος του βιβλίου). Ωστόσο θα άξιζε να ασχοληθεί περισσότερο με τη θεωρία του «γραφειοκρατικού-αυταρχικού μοντέλου» (του G. Ο’ Donnell) και γενικότερα με την αριστερή συγκριτική πολιτική κοινωνιολογία (C. Leys, R. Munk, Η. Alavi κ.ά).


Σε αυτόν τον επιστημονικό τομέα υπάρχουν αποσπασματικές μόνο ελληνικές πηγές. Η πρωτοτυπία του πρώτου μέρους του βιβλίου του Λυριντζή, το οποίο εμπλουτίζει τη φτωχή ελληνική παραγωγή, έγκειται στις διασυνδέσεις που αναδεικνύει ο συγγραφέας ανάμεσα στις παραπάνω κατευθύνσεις συγκριτικής πολιτικής έρευνας και σε επιστημολογικά ρεύματα που έχουν επηρεάσει την πολιτική επιστήμη (θετικισμός, ιστορικισμός). Ωστόσο ο κύριος σκοπός του είναι άλλος: να δείξει τα όρια του θετικιστικού και του ιστορικιστικού «παραδείγματος», δηλαδή των δύο πλαισίων ανάλυσης που επικρατούν ακόμη και σήμερα στη συγκριτική πολιτική ανάλυση. Για τον σκοπό αυτόν ο συγγραφέας επιστρατεύει ρεύματα σκέψης από τις άλλες κοινωνικές επιστήμες και από τη φιλοσοφία, εντός των οποίων, πολύ νωρίτερα απ’ ό,τι στην πολιτική επιστήμη, έλαβαν χώρα η λεγόμενη γλωσσολογική-σημειωτική στροφή και η ερμηνευτική στροφή. Η μελέτη της συμβολικής πολιτικής δράσης δεν είναι κάτι το νέο. Η συνεισφορά του Λυριντζή έγκειται στη συνάρθρωση της σημειωτικής και της ερμηνευτικής προσέγγισης, υπό την επιρροή των ιδεών του Ρ. Ricoeur, σε μια πρόταση για μια πολιτική επιστήμη η οποία θα είναι πολύ διαφορετική από την παραδεδεγμένη και η οποία θα έχει γνωστικό αντικείμενο τα σύμβολα, τις λέξεις και το νόημα της πολιτικής. «Η πολιτική δράση γίνεται κατανοητή και μέσα από την αναπαράστασή της, κυρίως σε κείμενα που ενώνουν τους ανθρώπους με την ιστορία τους. Λόγος, κείμενα και σύμβολα… αποτελούν συστατικά στοιχεία της πολιτικής δράσης… Η πολιτική ζωή κατασκευάζεται και ανακατασκευάζεται συνεχώς από τον άνθρωπο και εγγράφεται σε σύμβολα… που δίνουν ιδιαίτερο νόημα στη δράση» (σ. 100).


Ο συγγραφέας αντλεί από αυτή την αντι-θετικιστική προσέγγιση και, σε αντίθεση με άλλους οπαδούς της που μένουν σε εξαγγελίες, προχωρεί σε μια πρώτη εμπειρική έρευνα των πολιτικών εξελίξεων στη Νοτιοανατολική Ευρώπη κατά τη δεκαετία του 1990 και σε κριτική της βιβλιογραφίας για τη μετάβαση από τον κομμουνισμό στη δημοκρατία (δεύτερο μέρος του βιβλίου). Τον ενδιαφέρει να δείξει πώς νοηματοδοτούνται οι πολιτικές συμπεριφορές και πώς «κατασκευάζονται» οι πολιτικές ταυτότητες των υποκειμένων. Οι παρατηρήσεις του για τα αδιαμόρφωτα, υπό διαρκή αλλαγή, καθεστώτα των μετακομμουνιστικών Βαλκανίων, των οποίων η εικόνα είναι επίσης κατασκευασμένη από τη Δύση, υπογραμμίζουν τις αδυναμίες των υπεραισιόδοξων συγκριτικών ερευνών που προήλθαν από άγγλους και αμερικανούς φιλελεύθερους ερευνητές.


Ο Λυριντζής είναι άδικος στην κριτική του κατά των αγγλοσαξονικών ερευνών για τη μετάβαση στη δημοκρατία και την εδραίωσή της, γιατί και αυτή η ερευνητική παράδοση έχει ανιχνεύσει όψεις ως προς τις οποίες ορισμένες δημοκρατίες είναι θεσμικά ανολοκλήρωτες. Π.χ., οι ειδικοί μιλούν για «εκλογοκρατία» αντί για δημοκρατία, όπου διεξάγονται μεν εκλογές, αλλά οι υπόλοιποι θεσμοί ουσιαστικά δεν λειτουργούν. Επιπλέον, ο λόγος για τον οποίο ο συγγραφέας επικρίνει τις ανωτέρω έρευνες, ότι δηλαδή αυτές θεωρούν τη δυτική φιλελεύθερη δημοκρατία μονόδρομο για τα μετακομμουνιστικά καθεστώτα, υποκρύπτεται και στα θεμέλια της δικής του κριτικής για την πολιτική στις χώρες αυτές. Ο Λυριντζής αποφεύγει τον ντετερμινισμό αυτών των ερευνών. Αλλά όταν καταγράφει φαινόμενα πληθωρισμού, ένδειας, εγκληματικότητας κ.ά. (σ. 155), πολιτικής και οικονομικής αστάθειας, ανομίας και βίας στη Βουλγαρία, στη Ρουμανία και στην Αλβανία (σ. 171-73, 232, 242), προφανώς το κάνει με κριτήριο ότι όλα αυτά απέχουν πολύ από την ελευθερία και τη δημοκρατία στις οποίες είχαν ελπίσει οι λαοί της Νοτιοανατολικής Ευρώπης στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Από την άλλη μεριά, έχει δίκιο σε τρία σημεία: Πρώτον, όταν υποστηρίζει ότι η κυρίαρχη τάση στη βιβλιογραφία για τη μετάβαση στη δημοκρατία δεν συμπεριλαμβάνει και την οπτική των ατόμων και των συλλογικών φορέων που ζουν στις μετακομμουνιστικές κοινωνίες. Η κυρίαρχη τάση δεν απαντά στο ερώτημα «τι είναι οι «μεταβαίνοντες»» ούτε στο ερώτημα για «τον τρόπο με τον οποίο προσλαμβάνουν και αναγνωρίζουν την παλιά και τη νέα πραγματικότητα» (σ. 165-66). Δεύτερον, όταν δείχνει ότι ορισμένα αναλυτικά εργαλεία της συγκριτικής πολιτικής δεν είναι χρήσιμα για την ανάλυση των μετακομμουνιστικών συστημάτων όπου η πολιτική πραγματικότητα διαφέρει ριζικά από τη δυτική εμπειρία. Και, τρίτον, όταν επιμένει ότι η κυρίαρχη τάση δεν ασχολείται με τον τρόπο που συγκροτούνται οι πολιτικές ταυτότητες στις ρευστές μετακομμουνιστικές κοινωνίες.


Τα επιχειρήματα του Λυριντζή είναι εκλεπτυσμένα και το βιβλίο του είναι απαιτητικό. Οι υποσημειώσεις κάθε κεφαλαίου αποτελούν καλό βιβλιογραφικό οδηγό γιατί σε αυτές παρατίθενται τα σημαντικότερα βιβλία για κάθε θέμα. Στο παράρτημα υπάρχουν χρονολόγια των πολιτικών εξελίξεων και πίνακες εκλογικών αποτελεσμάτων από τις περισσότερες χώρες των μετακομμουνιστικών Βαλκανίων. Το βιβλίο είναι πρωτότυπο, αφορά τις πιο σύγχρονες αναζητήσεις των κοινωνικών επιστημών και θα άξιζε να μεταφραστεί σε μια ξένη γλώσσα.


Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι λέκτορας Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.