Ας το παραδεχθούμε: το αστυνομικό μυθιστόρημα το καλοκαίρι είναι η μπύρα της λογοτεχνίας – η κατανάλωσή του αυξάνεται κατακόρυφα, η διασπορά του διατρέχει το κοινωνικό φάσμα, η μορφή του παρεπιδημεί σε θάλασσες και ακτές. Το μόνο παράξενο είναι πώς οι εποχιακοί μικροπωλητές που σε πλησιάζουν με σκιάδια, μάσκες θαλάσσης και μπουκαλάκια παγωμένου νερού δεν έχουν προσθέσει ακόμη στο ρεπερτόριό τους πτυσσόμενα σταντ με σκανδιναβούς μετρ του είδους.

Γιατί το νουάρ υπερισχύει στους θερινούς Ολυμπιακούς της ποπ κουλτούρας; Γιατί κατανικά την επιστημονική φαντασία, ας πούμε; Κατ’ αρχάς, είναι σπαζοκεφαλιά, ή τουλάχιστον ως τέτοια ξεκίνησε από τους πρώτους διδάξαντες. Δεν υπάρχει αναγνώστης που να μην έχει διαβάσει το Έγκλημα στο Οριάν Εξπρές (Λυχνάρι, 2009) της Αγκάθα Κρίστι ή το Σήμα των Τεσσάρων (Άγρα., 2003) του Άρθουρ Κόναν Ντόιλ και να μην έχει αισθανθεί μέσα του την ανάγκη της αναμέτρησης με τον Ηρακλή Πουαρώ και τον Σέρλοκ Χολμς – στις πιο ανταγωνιστικές περιπτώσεις σπεύδοντας πρόωρα στην τελευταία σελίδα προκειμένου να ανακαλύψει το όνομα του δολοφόνου. Κάτι μεταξύ αινίγματος και κατασκευών, το αστυνομικό διαθέτει την αρετή των Lego – τουβλάκια πλοκής που ανασυνδυάζονται.

Επιπλέον, ένα crime novel είναι straightforward – έχει αρχή, μέση και τέλος. Ακόμη και το σύγχρονο αστυνομικό μυθιστόρημα με τις κοινωνικές παραφυάδες και τις πολιτικές καταβολάδες του αποφεύγει να καταστρατηγήσει τον εν λόγω κανόνα. Το αίμα δεν σταματάει ποτέ (Άγρα, 2010) του Τζέιμς Έλροϊ, η Λεοπάρδαλη (Μεταίχμιο, 2013) του Τζο Νέσμπο, το Drama City (Πατάκης, 2007) του Τζορτζ Πελεκάνος προτάσσουν στυλιστικές καινοτομίες, παίζουν με εισαγωγές-εξαγωγές τεχνικών από άλλα είδη, αντιστρέφουν τους όρους καλών και κακών, όμως βαδίζουν ευλαβικά στα ίχνη της παραδοσιακής δομής. Εντάξει, υπάρχει και το απολύτως μη γραμμικό 2666 (Άγρα, 2011) του Ρομπέρτο Μπολάνιο, αλλά αυτό το δαιδαλώδες αριστούργημα το παίρνει κανείς μαζί του στην παραλία για να συγκρατεί την ψάθα από τον αέρα ή να απειλεί ασύδοτους χρήστες ρακετών με το βίαιο βάρος των 1168 σελίδων του.

Τέλος, παρά τις εγγενείς ανατροπές ή διαψεύσεις, λίαν απαραίτητες για την εξέλιξη της πλοκής, πυρήνας του αστυνομικού μυθιστορήματος είναι η βούλησή του να επιβεβαιώσει την τάξη του κόσμου. Ο Ουμπέρτο Εκο το λέει ξεκάθαρα σε πλείστες όσες αποστροφές του στο Όνομα του Ρόδου (Ψυχογιός, 2012) (και την ίδια στιγμή το υπονομεύει θέτοντας τον αδελφό Γουλιέλμο αντιμέτωπο με την πλάνη του τυχαίου), το επαληθεύει όμως πανηγυρικά στο φαινομενικά χαοτικό Εκκρεμές του Φουκώ (Ψυχογιός, 2012), όπου τα διάφορα ασύνδετα μεταξύ τους νήματα δένονται στο τέλος με το ζόρι από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές. Αν δεν υπήρχε η συνεκτική αφήγηση των πραγμάτων, θα έπρεπε να την εφεύρουμε, λένε λιγο-πολύ οι μυστικοί εταιρειάρχες του υπό το νήμα της στάθμης στο Μουσείο Τεχνών και Επιτηδευμάτων. Ο αστυνομικός, ο ιδιωτικός ντετέκτιβ, ο δημοσιογράφος ή όποιος άλλος παίρνει τη θέση τους ως κατά περίπτωση ερευνητής αποτελεί την καθησυχαστική για τις αβεβαιότητές μας φιγούρα του γνώστη – υπάρχει κάποιος αντί ημών που μπορεί να βγάλει νόημα, να βρει το μίτο, να δώσει τη λύση, τα υπόλοιπα θα τα δούμε από αύριο, από φθινόπωρο, από του χρόνου. Κάνε τη βουτιά σου τώρα κι άσε τον κόσμο το μεγάλο να γυρίζει.