Στο εισαγωγικό κείμενο της μονογραφίας «Λουκίνο Βισκόντι. Ο Κόμης του Μιλάνου» (εκδόσεις Βακχικόν), ο δημοσιογράφος-κριτικός κινηματογράφου Νίνος Φένεκ Μικελίδης, ο οποίος προσφάτως διοργάνωσε αφιέρωμα στον ιταλό δημιουργό στο πλαίσιο του 30ού Πανοράματος Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου, γράφει μεταξύ άλλων: «Μαρξιστής; Αριστοκράτης; Νεορεαλιστής; Στυλίστας; Ποιος αλήθεια ορισμός θα ταίριαζε καλύτερα για τον Λουκίνο Βισκόντι;». Για τον κριτικό, που στο ίδιο βιβλίο αναλύει τον «Γατόπαρδο» (1963) του Βισκόντι, κάθε ορισμός περιγράφει και μια πλευρά του «εκπληκτικού, ανεξιχνίαστου ακόμη, μέχρι σε έναν βαθμό, ταλέντου του». Αυτές τις πλευρές εξάλλου ο κ. Μικελίδης ελπίζει ότι φώτισε το αφιέρωμα στο έργο του Βισκόντι στο Πανόραμα.
Τα κείμενα του βιβλίου είναι 16 και οι σελίδες που τα καλύπτουν δεν ξεπερνούν τις 50. Μέσα σε αυτόν το σχετικά μικρό χώρο, 14 έλληνες κριτικοί κινηματογράφου διαφορετικής γενιάς, ηλικίας και ματιάς γράφουν (ο καθένας από μία) για τις ισάριθμες μεγάλου μήκους ταινίες του Κόκκινου Κόμη, ή Κόμη του Μιλάνου, όπως ήταν τα υποκοριστικά του ιταλού δημιουργού. Του καλλιτέχνη που έμελλε να είναι «ο τελευταίος θρηνωδός της αριστοκρατικής γενιάς του», όπως εύστοχα επισημαίνει ο Κωνσταντίνος Μπλάθρας στο κείμενο «Λουκίνο Βισκόντι του Μοντρόνε, Κόμης του Λονάτε Πότσολο» (ο ίδιος κριτικός ανέλαβε το «Η γη τρέμει», 1948, του Βισκόντι).
Ολα τα κείμενα περιέχουν ενδιαφέρουσες, κατανοητές απόψεις, αλλά και χρήσιμες πληροφορίες. Ο Δημοσθένης Ξιφιλίνος ανατρέχει στην πρώτη κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος «Ο ταχυδρόμος κτυπά πάντα δυο φορές» του Τζέιμς Κέιν από τον Βισκόντι στους «Διαβολικούς εραστές» (1943), ένα «ιταλικό φιλμ νουάρ νεορεαλισμού», και ο Γιάγκος Αντίοχος υποκλίνεται στην ικανότητα της Αννα Μανιάνι να ισορροπήσει μοναδικά ανάμεσα στο μεσογειακό μελόδραμα και στην Κομέντια Ντελ Αρτε, καθοδηγούμενη από τον Βισκόντι στην «Μπελίσιμα» (1951).
Ο Τάσος Γουδέλης καταπιάνεται με το «Σένσο» (1954), μια «πλατιά τοιχογραφία της ιταλικής Ιστορίας που αποτέλεσε προσωρινό διαζύγιο του Βισκόντι με τον νεορεαλισμό», και ο Ρόμπι Εκσιέλ «βουτά» με όρεξη στο σύμπαν του «Ο Ρόκο και τ’ αδέλφια του» (1960), που για τον κριτικό είναι «το πιο οπερατικό μελόδραμα του σκηνοθέτη μετά το Σένσο». Η Ιφιγένεια Καλαντζή μελετά την προσέγγιση του Βισκόντι στον κόσμο του Φίοντορ Ντοστογέφσκι στις «Λευκές νύχτες» (1957), όπου ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι και η Μαρία Σελ έπλασαν ένα πανέμορφο κινηματογραφικό ζευγάρι και ο Αλέξης Δερμεντζόγλου γράφει για τον «Θάνατο στη Βενετία» (1971), «μια κλασική τοιχογραφία εποχής που ξεφεύγει από τις συμβάσεις του είδους και αποκτά τη διάσταση μιας υπαρξιακής αγωνίας». Από την πλευρά του ο Γιάννης Γκακίδης σκέφτεται ότι στα «Μακρινά αστέρια της άρκτου» (1965) «η αιμομιξία ίσως δεν είναι το μείζον αλλά η αφορμή για να μιλήσει ξανά ο Βισκόντι για την πτώση της αστικής τάξης».
«Σύμφωνα με τον Λουκίνο Βισκόντι, η μεγάλη ουμανιστική κουλτούρα, στην επαφή της με το μοντέρνο, ναυαγεί πάντα στον θάνατο, αν και ηθικά παραμένει νικήτρια» γράφει ο Θόδωρος Σούμας στο κείμενο «Η «Προσωπική εξομολόγηση» του Βισκόντι», μια ανάλυση του προτελευταίου έργου του, «Η γοητεία της αμαρτίας» (1974). O Nέστωρ Πουλάκος επιστρέφει στους «Καταραμένους» (1969) που ο Βισκόντι γύρισε λίγο πριν από τη δύση των ελευθεριακών sixties «όταν όλοι νόμιζαν ότι η φρίκη του ναζισμού είναι ένα μακρινό παρελθόν… Ο Κομης όμως ήξερε…». Και ο Δημήτρης Χαρίτος μιλάει για την κινηματογραφική απογείωση του μυθιστορήματος «Ο αθώος» του φασίστα Γκαμπιέλε ντ’ Ανούντσιο χάρη στην αισθητική του Βισκόντι, στην τελευταία ταινία του, που ολοκλήρωσε λίγο προτού αφήσει την τελευταία πνοή του το 1976, λίγο πριν κλείσει τα 70. Οι απόψεις, βέβαια, δεν είναι μόνο θετικές, γιατί άλλο μονογραφία και άλλο αγιογραφία. Με το γνωστό, διαπεραστικά σκληρό αλλά ειλικρινές και δίκαιο ύφος του, ο Ανδρέας Τύρος σημειώνει την «ασυνάρτητη αφήγηση» του τετράωρου έπους «Το λυκόφως των Θεών» (1973), ενώ ο υπογράφων αυτού εδώ του κειμένου αναφέρεται στη μεγάλη αποτυχία της καριέρας του Λ. Βισκόντι, τη μεταφορά του «Ξένου» (1967) του Αλμπέρ Καμί, με πρωταγωνιστή τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, ο οποίος σε αντίθεση με τις «Λευκές νύχτες» εδώ μοιάζει εκτός τόπου και χρόνου, σε μια ταινία που έδειχνε πάντα ηλικιωμένη.

HeliosPlus