Για πρώτη φορά ο πρωθυπουργός της Βρετανίας Ντέιβιντ Κάμερον δήλωσε ότι μετανιώνει για την τροπή που πήρε η κατάσταση με το σκάνδαλο των τηλεφωνικών υποκλοπών και τις στενές σχέσεις του με την μιντιακή αυτοκρατορία του Ρούπερτ Μέρντοκ. Ταυτόχρονα, αρνήθηκε να ζητήσει συγγνώμη για το ότι προσέλαβε τον «κίτρινο» διυθυντή σύνταξης της σκανδαλοθηρικής εφημερίδας «News of the World» Πολ Κόλσον – υπόδικο στις βρετανικές φυλακές σήμερα – ως δικό του σύμβουλο επικοινωνίας. Στην σημερινή έκτακτη συζήτηση στη Βουλή των Κοινοτήτων για το σκάνδαλο ζήτησε απλώς συγγνώμη για το «πρόβλημα και την αναστάτωση που δημιουργήθηκε».

«Κρίνοντας εκ των υστέρων, δε θα προσλάμβανα ως σύμβουλο επικοινωνίας τον πρώην διευθυντή σύνταξης της εφημερίδας «News of the World», Άντι Κόλσον», τόνισε στη Βουλή ο Κάμερον, επισημαίνοντας πως «αν αποδειχθεί ότι μου είπε [ο κ. Κόλσον] ψέματα, θα σταθώ στο ύψος μου και θα ζητήσω συγγνώμη ενώπιον σας». Πρόσθεσε μάλιστα ότι ο πρώην συνεργάτης του «είναι αθώος μέχρι αποδείξεως του εναντίου».

Ωστόσο, ο ηγέτης των Εργατικών, Εντ Μίλιμπαντ κατήγγειλε ότι ο Κάμερον αγνόησε τις επανειλημμένες προειδοποιήσεις του για την πρόσληψη του Κόλσον, ο ρόλος του οποίου είχε ήδη αρχίσει να αποκαλύπτεται.

Ο πρωθυπουργός προσπάθησε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις λέγοντας ότι το προσωπικό του γραφείου του συμπεριφέρθηκε με τη δέουσα προσοχή, ενώ διαβεβαίωσε ότι το κόμμα του δεν δωροδόκησε ποτέ δημοσιογράφους που συνελήφθησαν για το σκάνδαλο. «Η Ντάουνινγκ Στριτ δημοσιοποίησε την πλήρη ανταλλαγή ηλεκτρονικών μηνυμάτων ανάμεσα στον επικεφαλής του πρωθυπουργικού γραφείου και στον Τζον Γέιτς και αυτή δείχνει ότι οι συνεργάτες μου συμπεριφέρθηκαν απολύτως σωστά», κατέληξε ο Κάμερον σημειώνοντας με νόημα πως «ζεις για να μαθαίνεις και, πιστέψτε με, τις τελευταίες ημέρες πήρα το μάθημά μου».

Η ομιλία του βρετανού πρωθυπουργού έλαβε χώρα λίγες μόλις ώρες μετα την δημοσιοποίηση του πορίσματος της Επιτροπής Εσωτερικών Υποθέσεων της Βρετανικής Βουλής, η οποία επιρρίπτει «σωρεία λανθασμένων χειρισμών» στη Σκότλαντ Γιαρντ όσον αφορά στην προσπάθεια εξιχνίασης του σκανδάλου.

Ο πρόεδρος της επιτροπής της Βουλής και πρώην υπουργός της κυβέρνησης των Εργατικών, Κιθ Γουάζ, τόνισε πως «διαπιστώθηκαν μία σειρά από αποτυχίες από την Σκότλαντ Γιάρντ αλλά και σκόπιμες απόπειρες της News International [της εταιρείας του μεγιστάνα Ρούπερτ Μέρντοκ] να παρεμποδίσει τις έρευνες».

Η έκθεση της επιτροπής συνιστά «κόλαφο» απέναντι σε δυο πρόσωπα-κλειδιά της υπόθεσης: τον πρώην υπαρχηγό της Σκότλαντ Γιαρντ και επικεφαλής της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας, Τζον Γέιτς καθώς και τον αναπληρωτή επιθεωρητή Αντι Χέιμαν.

Συγκεκριμένα, τα μέλη της Επιτροπής κατηγορούν τον Χέιμαν για σκόπιμη παραπληροφόρηση με στόχο την παραπλάνηση της επιτροπής, ενώ χαρακτηρίζει «ανεπαρκή» την έκθεση που είχε συντάξει ο κ. Γέιτς, το 2009, βάσει της οποίας δεν υπήρχε λόγος να ανοίξει και πάλι η υπόθεση με τις παράνομες τηλεφωνικές υποκλοπές.