ΔΗΛΗΤΗΡΙΩΔΗΣ τοξίνη ανιχνεύθηκε σε φρέσκα και τυποποιημένα ψάρια που πουλιούνται στην ελληνική αγορά. Η ισταμίνη, μια
τοξική αμίνη που αναπτύσσεται κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις σε διάφορα αλιεύματα, «πιάστηκε στα δίχτυα» των επιστημόνων του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, οι οποίοι εξέτασαν 125 δείγματα ψαριών από
διάφορα σημεία πώλησης στη Βόρεια και στη Βορειοδυτική Ελλάδα. Η κατανάλωση τροφίμων που περιέχουν μεγάλες ποσότητες ισταμίνης προκαλεί ένα είδος τροφικής δηλητηρίασης (σκομβροειδής δηλητηρίαση),
ιδιαίτερα σοβαρής, με συνέπεια συχνά ο ασθενής να χρειάζεται νοσηλεία. Μάλιστα τα συμπτώματα ορισμένες φορές μπορεί να μοιάζουν ακόμη και με εκείνα του εμφράγματος.

Μελέτη του Εργαστηρίου Μικροβιολογίας Τροφίμων της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων (με επιστημονική υπεύθυνη την αναπληρώτρια καθηγήτρια κυρία Χρυσάνθη Παπαδοπούλου ), η οποία δημοσιεύεται στο τελευταίο τεύχος του επιστημονικού εντύπου «Food Αdditives and Contaminants», δείχνει ότι το 14,5% των δειγμάτων ψαριών που αναλύθηκαν υπερέβαινε το όριο που έχει θέσει η αμερικανική αρχή για τον έλεγχο των τροφίμων (US Food and Drug Αdministration), το οποίο είναι τα 50 χιλιοστογραμμάρια ανά κιλό.

Ειδικότερα, στο μικροσκόπιο των ελλήνων μελετητών μπήκαν φιλέτα αντσούγιας, αντσούγια σε κονσέρβα, ρέγκες παστές, καπνιστές και κονσέρβας, σαρδέλες φρέσκες και κονσέρβας, τόνος σε κονσέρβα, κατεψυγμένος ξιφίας και διάφοροι τύποι σκουμπριού. Οι συγκεντρώσεις ισταμίνης ήταν υψηλότερες στα δείγματα παστής ρέγκας και φιλέτων αντσούγιας και έφταναν τα 220 και 165 χιλιοστογραμμάρια ανά κιλό αντίστοιχα. Για τα επίπεδα της ισταμίνης στα ψάρια η Ευρωπαϊκή Ενωση έχει ορίσει ως όριο τα 100 χιλιοστογραμμάρια ανά κιλό.

Δέκα ημέρες πριν, στις 4 Δεκεμβρίου, 12 επιχειρηματίες που βρέθηκαν στην πόλη Αμπερντίν της Βρετανίας για να παρακολουθήσουν ένα συνέδριο νόσησαν αφού κατανάλωσαν ψάρι με… ισταμίνη. Δύο από αυτούς νοσηλεύθηκαν στο νοσοκομείο για δύο ημέρες. Τα ξεσπάσματα σκομβροειδών δηλητηριάσεων δεν είναι σπάνιο φαινόμενο. Πολύ συχνά καταγράφονται περιστατικά σε διάφορες χώρες του πλανήτη.

Περιστατικά
Στη Γερμανία τα υψηλότερα επίπεδα ισταμίνης έχουν μετρηθεί σε τηγανητό ψάρι. Στην Ταϊβάν, έπειτα από ξέσπασμα δηλητηριάσεων, βρέθηκαν σε ξιφία συγκεντρώσεις ισταμίνης από 859 ως 2.937 χιλιοστογραμμάρια ανά κιλό. Συνολικά, το ποσοστό των δειγμάτων ψαριών στην Ταϊβάν που ξεπερνούν το όριο αγγίζει το 6,5%. Στη Ρωσία σε επιστημονική μελέτη αναφέρεται ότι μόλις το 4,7% από τα 149 δείγματα φρέσκου και κονσερβοποιημένου ψαριού που ελέγχθησαν περιείχε ισταμίνη πάνω από το επιτρεπτό όριο. Στην Πολωνία η ισταμίνη σε φρέσκο και επεξεργασμένο ψάρι κυμαινόταν από μηδέν ως 160 χιλιοστογραμμάρια ανά κιλό. Στην Τουρκία το 7,7% των δειγμάτων περιείχε την τοξίνη σε συγκεντρώσεις πάνω από 1.000 χιλιοστογραμμάρια ανά κιλό. Στη Νέα Ζηλανδία το ποσοστό των δειγμάτων στα οποία ανιχνεύθηκε η διοξίνη δεν ξεπερνά το 7,5%.

Στη χώρα μας το ποσοστό των προβληματικών δειγμάτων φτάνει το 14,5%. Οπως προέκυψε, ισταμίνη ανιχνεύθηκε σε όλα τα δείγματα τόνου και κυμαινόταν από 3,1 ως 23,5 χιλιοστογραμμάρια ανά κιλό. Σε αντίστοιχη μελέτη που πραγματοποιήθηκε στη Βαρκελώνη η τοξίνη ανιχνεύθηκε στο 83,3% των δειγμάτων τόνου. Σε δείγμα εισαγόμενης αντσούγιας ανιχνεύθηκε ισταμίνη σε συγκέντρωση 165 μικρογραμμαρίων ανά κιλό. Τέτοιες συγκεντρώσεις μπορούν να προκύψουν ύστερα από διατήρηση του συγκεκριμένου ψαριού επί τέσσερις ημέρες σε θερμοκρασία 4 βαθμών Κελσίου. Το συγκεκριμένο δείγμα είχε εισαχθεί από γειτονική χώρα και προφανώς η μεταφορά του δεν είχε γίνει σωστά.

Στις ελληνικές σαρδέλες τα επίπεδα ισταμίνης βρέθηκαν χαμηλά (3- 22 χιλιοστογραμμάρια ανά κιλό). Αντίστοιχες μετρήσεις στη Βραζιλία έδειξαν συγκεντρώσεις που κυμαίνονταν από 1,2 ως 36 χιλιοστογραμμάρια ανά κιλό. Στην Ιαπωνία η ισταμίνη σε σαρδέλες βρέθηκε από 50 ως και 3.400

χιλιοστογραμμάρια ανά κιλό. Πρόληψη
Ο καταναλωτής πρέπει να γνωρίζει ότι οι τοξικές επιδράσεις της ισταμίνης δεν επηρεάζονται με το μαγείρεμα, την κονσερβοποίηση ή την κατάψυξη. Κανένας, εκτός από τον επιστήμονα στο εργαστήριο, δεν μπορεί να αντιληφθεί, διά γυμνού οφθαλμού, ότι το ψάρι που αγοράζει περιέχει ή όχι την τοξίνη. Υποπτα για παρουσία ισταμίνης είναι όλα τα μπαγιάτικα ψάρια ή τα αλιεύματα που δεν έχουν διατηρηθεί όπως θα έπρεπε. Δεν είναι τυχαίο ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προ διετίας αποφάσισε να επιβάλει μέτρα ασφαλείας- υποχρεωτικούς ελέγχους για τα επίπεδα ισταμίνης – για προϊόντα αλιείας που προέρχονται από τη Βραζιλία. Το μοναδικό «όπλο» του καταναλωτή απέναντι σε αυτή την επικίνδυνη τοξίνη είναι οι… αισθήσεις του. Συχνά, αν και όχι πάντα, η παραγωγή ισταμίνης σε ένα τρόφιμο σχετίζεται με την παραγωγή αμμωνίας, με αποτέλεσμα την εμφανή αλλοίωσή του και την άσχημη οσμή.

Συχνότερες δηλητηριάσεις από ισταμίνη έχουν καταγραφεί ύστερα από κατανάλωση παλαμίδας ή κιτρινόπτερου τόνου, σαρδέλας, σκουμπριού, σολομού και άλλων κυρίως λιπαρών ψαριών. Η συγκεκριμένη τοξίνη παράγεται στα ψάρια και στα αλιεύματα κυρίως κατά τη μικροβιακή αποσύνθεση εξαιτίας της παρουσίας βακτηρίων. Επίσης παράγεται και με την επίδραση διαφόρων ενζύμων που υπάρχουν στους μυϊκούς ιστούς των ψαριών και των αλιευμάτων. Σε θερμοκρασίες γύρω στο 0 C η παραγωγή ισταμίνης σταματά. Η θερμική επεξεργασία των ψαριών στους 60 και άνω βαθμούς Κελσίου θα καταστρέψει τα βακτήρια που παράγουν την ισταμίνη. Ωστόσο, όταν ήδη έχει παραχθεί η ισταμίνη στη σάρκα των ψαριών, δεν πρόκειται να καταστραφεί με το ψήσιμο και συνεπώς καταναλώνεται από τους ανυποψίαστους καταναλωτές.

Συμπτώματα
Τα αρχικά συμπτώματα του ασθενούς που έχει καταναλώσει ψάρι το οποίο περιέχει υψηλή συγκέντρωση ισταμίνης είναι τσούξιμο στο στόμα, εξανθήματα στο πάνω μέρος του σώματος, πτώση της πίεσης του αίματος και διαταραχές στο καρδιοαγγειακό και στο γαστρεντερικό σύστημα. Ακόμη είναι πιθανόν να παρουσιάσει πονοκέφαλο και κνησμό. Στους ηλικιωμένους ή στους εξασθενημένους ασθενείς μπορεί να εμφανιστούν ναυτία, εμετός και διάρροια, με αποτέλεσμα να χρειαστούν νοσηλεία. Τα συμπτώματα της δηλητηρίασης εμφανίζονται αμέσως μετά την κατανάλωση του αλλοιωμένου τροφίμου αλλά και ύστερα από μισή ώρα. Η ανάρρωση μπορεί να διαρκέσει από τρεις ώρες ως και μερικές ημέρες. Σε κάθε περίπτωση το ύποπτο τρόφιμο πρέπει να δοθεί άμεσα για ανάλυση, ώστε να επιβεβαιωθεί ότι περιείχε υψηλά επίπεδα ισταμίνης και να ακολουθήσει ο ασθενής την κατάλληλη αγωγή.

Ανακαλούνται αλλαντικά με διοξίνη εξ Ιρλανδίας
ΣΕ ΔΕΚΑ ΤΟΝΟΥΣ ανέρχονται τα αλλαντικά (μορταδέλα και πεπερόνε) με τις ιρλανδικές διοξίνες τα οποία διακινήθηκαν στην ελληνική αγορά. Σύμφωνα με ανακοίνωση του Ενιαίου Φορέα Ελέγχου Τροφίμων (ΕΦΕΤ) η μεγαλύτερη ποσότητα αποσύρθηκε ενώ η υπόλοιπη (περίπου 750 κιλά μορταδέλας) βρίσκεται υπό ανάκληση. Ο Φορέας, στο πλαίσιο των ελέγχων και μέσω του Συστήματος Εγκαιρης Προειδοποίησης για τα Τρόφιμα και τις Ζωοτροφές, ενημερώθηκε στις 9 Δεκεμβρίου για τη διακίνηση στην Ελλάδα μορταδέλας στην οποία έχουν ανιχνευθεί υψηλά επίπεδα διοξινών. Συγκεκριμένα η ιταλική επιχείρηση Αlcisa πούλησε στην ελληνική εταιρεία Τσελεμπής Β. & Σία ΟΕ- Αυλός περίπου 1,35 τόνους μορταδέλας με την εμπορική επωνυμία Αlcisa (αριθμός παρτίδας 8325060). Από τη συνολική ποσότητα ήδη κατασχέθηκαν 600 κιλά από την Περιφερειακή Διεύθυνση Κεντρικής Μακεδονίας του ΕΦΕΤ. Η υπόλοιπη ποσότητα, η οποία ήδη βρίσκεται υπό ανάκληση, διακινήθηκε στην αγορά από τις επιχειρήσεις τροφίμων Χρυσόπουλος Ιωάννης, Δ. Μασούτης ΑΕ, Αφροδίτη ΑΕΕ, Λιάντας Χ. & Σία ΕΕ, Ζλατιλίδης Στέφανος, Κυζιρίδης Αφοί και Καραγιάννης Ιωάννης. Ο ΕΦΕΤ καλεί όσους έχουν ήδη προμηθευτεί το συγκεκριμένο προϊόν να μην το καταναλώσουν.

Η επιχείρηση Αlcisa προμήθευσε επίσης την ελληνική εταιρεία Αφοί Φρονά ΑΕ στη Ρόδο περίπου 3,1 τόνους μορταδέλας με την ίδια εμπορική επωνυμία και με αριθμό παρτίδας 8325059. Η συνολική ποσότητα βρίσκεται στις αποθήκες της επιχείρησης.

Ο ΕΦΕΤ διαπίστωσε ακόμη τη διακίνηση στην Ελλάδα πεπερόνε το οποίο παρασκευάστηκε από ιρλανδικό χοιρινό κρέας με χρόνο σφαγής μετά τον Σεπτέμβριο 2008. Επειδή το ανωτέρω προϊόν είναι ύποπτο επιμόλυνσης με διοξίνες, η εταιρεία εισαγωγής προέβη άμεσα σε προληπτική απόσυρσή του και το σύνολο της συγκεκριμένης ποσότητας βρίσκεται δεσμευμένο στις αποθήκες της.