Η εσπευσμένη έναρξη των κοινοβουλευτικών εργασιών την τρέχουσα εβδομάδα φέρνει και πάλι το κομβικό για τις πολιτικές εξελίξεις ερώτημα: είναι οι αποκαλύψεις για το ζήτημα των υποκλοπών το μοιραίο χτύπημα για την κυβέρνηση Μητσοτάκη; Της απάντησης σε ένα τέτοιο ερώτημα πρέπει να προηγηθεί η διευκρίνιση ότι η επίδραση ενός συμβάντος ή μιας πολιτικής απόφασης μπορεί να είναι είτε άμεση είτε έμμεση. Ως άμεση νοείται εκείνη που αφορά την αναδιαμόρφωση των εκλογικών προτιμήσεων ως συνέπεια του συμβάντος, ενώ ως έμμεση εκείνη που αφορά την αναδιαμόρφωση των ισορροπιών μεταξύ των πολιτικών ελίτ, η οποία βέβαια σε δεύτερο χρόνο δύναται να οδηγήσει σε αναδιαμόρφωση και των επιλογών των ψηφοφόρων.

Στο ζήτημα των υποκλοπών η άμεση επίδραση δεν θα πρέπει να υπερεκτιμάται. Ο έκδηλος και εδραιωμένος εδώ και πολλά χρόνια κυνισμός της ελληνικής κοινής γνώμης γύρω από την (αν)εντιμότητα του πολιτικού παιχνιδιού, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη πίεση στις συνθήκες διαβίωσης που δημιουργεί η ανεξέλεγκτη ακρίβεια, περιορίζουν τη σημασία των αποκαλύψεων για τη δράση της ΕΥΠ ως εκλογικού διακυβεύματος. Πολύ περισσότερο που το ζήτημα τείνει να υποβαθμιστεί από σημαντική μερίδα των μίντια που διάκεινται φιλικά προς την κυβέρνηση. Θα πρέπει λοιπόν να στρέψουμε το αναλυτικό μας ενδιαφέρον στην επίδραση της οικονομίας, για παράδειγμα; Πιθανότατα όχι, γιατί η έμμεση επίδραση του θέματος των υποκλοπών στις ισορροπίες μεταξύ των πολιτικών ελίτ μοιάζει δυνητικά πολύ μεγάλη.

Κατά πρώτον, η αποκάλυψη της παρακολούθησης των ιδιωτικών συνομιλιών του αρχηγού του ΠαΣοΚ δημιουργεί ανυπέρβλητο, προσωπικού μάλιστα χαρακτήρα, χάσμα μεταξύ του Κυριάκου Μητσοτάκη και του Νίκου Ανδρουλάκη, εξέλιξη που ακυρώνει τον οποιονδήποτε σχεδιασμό κυβερνητικής συνεργασίας μεταξύ των δύο κομμάτων στην εξαιρετικά πιθανή, σύμφωνα με τα τρέχοντα δημοσκοπικά ευρήματα, περίπτωση αδυναμίας σχηματισμού μονοκομματικής πλειοψηφίας μετά και από τις δεύτερες κάλπες. Η ακύρωση μιας τέτοιας προοπτικής θα ισοδυναμούσε σε επίπεδο συμβολισμού με στρατηγική ήττα για τον ίδιο τον Κυριάκο Μητσοτάκη, καθώς το πολιτικό του προφίλ σμιλεύθηκε από το 2016 πάνω στο καλούπι του κεντρώου, συνετού και προοδευτικού ηγέτη που είναι σχεδόν φυσικό να επιζητά τη συνεργασία με τον χώρο του ΠαΣοΚ.

Η συνειδητοποίηση από τις εσωτερικές δυνάμεις του κόμματος της ΝΔ της αδυναμίας του Κυριάκου Μητσοτάκη να παίξει αυτόν τον ρόλο, διασφαλίζοντας τη μακροπρόθεσμη εξουσία στο κόμμα, θα άλλαζε δυνητικά τις ισορροπίες στο εσωτερικό της ΝΔ και ίσως να οδηγούσε σε ένα αίτημα αλλαγής ηγεσίας στη ΝΔ, με προφανείς τις επιπτώσεις και στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων σε έναν δεύτερο χρόνο. Πόσο πιθανή είναι όμως μια τέτοια εξέλιξη;

Η ελληνική παράδοση των αρχηγοκεντρικών κομμάτων, ενισχυμένη από το γεγονός ότι ένας μεγάλος αριθμός των σημερινών βουλευτών της ΝΔ συνδέονται προσωπικά με τον ίδιο τον Πρωθυπουργό, καθιστούν λιγότερο πιθανή μια τέτοια εξέλιξη. Οι (μη) αντιδράσεις τους στις αποκαλύψεις μαρτυρούν την αμηχανία τους και επιβεβαιώνουν την υποτακτικότητα ως πηγαίο χαρακτηριστικό των βουλευτών σε τούτη τη χώρα. Με δεδομένη την επιλογή του Πρωθυπουργού να προσπεράσει τον κάβο των υποκλοπών και να ηγηθεί του κόμματός του στις διπλές αναμετρήσεις της άνοιξης του 2023, καθώς και τη συστολή των βουλευτών της ΝΔ έναντι του αρχηγού τους, η πιθανότητα εξελίξεων στο εσωτερικό του κυβερνώντος κόμματος τους επόμενους μήνες μοιάζει να είναι πολύ χαμηλή, παρότι το ζήτημα των υποκλοπών προφανώς δημιουργεί μια παρακαταθήκη εσωτερικής αμφισβήτησης του σημερινού αρχηγού της σε βάθος χρόνου.

Σε κάθε περίπτωση, μια προσεκτική μελέτη των στρατηγικών επιλογών από την πλευρά της κοινοβουλευτικής ομάδας της ΝΔ θα μπορούσε να εντοπίσει το βέλτιστο για το κόμμα σενάριο. Η απροθυμία ή η αδυναμία εκπόνησης μιας τέτοιας μελέτης πάντως περιορίζει και το εύρος των έμμεσων επιδράσεων του ζητήματος των υποκλοπών, καθώς αυτές τελικά περνούν μέσα από τους ίδιους τους βουλευτές της ΝΔ.

Ο κ. Γιάννης Κωνσταντινίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και επιστημονικός συνεργάτης της εταιρείας Abacus Research.