Ανατρέχοντας στις προσωπικότητες που η ηγετική τους παρουσία σημάδεψε τον 20ό αιώνα, ο έγκριτος βρετανός ιστορικός Ιαν Κέρσοου προσδιορίζει στο πρόσφατο βιβλίο του Personality and Power (εκδ. Allen Lane) τα όρια του ρόλου του ατόμου στην Ιστορία. Οι δομικές προϋπάρχουσες συνθήκες, γράφει ο Κέρσοου, οι κοινωνικοπολιτικές ισορροπίες, οι οικονομικές δυνάμεις, το πολιτισμικό περίγραμμα της εποχής θέτουν τις γραμμές εντός των οποίων το δυναμικό του ηγέτη και η συγκυρία πραγματώνουν την άσκηση της εξουσίας.

Bevin Alexander – Τα κρίσιμα λάθη του Χίτλερ. Πόσο κοντά έφθασαν οι Ναζί στην τελική νίκη;

Μετάφραση Πέτρος Τσαλπατούρος.

Εκδόσεις Γκοβόστη, 2022,σελ. 424, τιμή 24,80 ευρώ

Πρόκειται για την προοπτική μέσω της οποίας είχε αναλύσει την άνοδο και την πτώση του Αδόλφου Χίτλερ στην περίφημη δίτομη βιογραφία του (Χίτλερ. Υβρις 1889-1936 και Χίτλερ. Νέμεσις 1936-1945, εκδ. Scripta, 2005· επίτομη έκδοση, Χίτλερ, εκδ. Μεταίχμιο, 2016) που αποτέλεσε ορόσημο στη μελέτη του γερμανού δικτάτορα. Κρατώντας για τον εαυτό του όμως ευρύτατες επικυρωτικές εξουσίες, το δικαίωμα της επιδιαιτησίας επί της χαοτικής ναζιστικής ιεραρχίας και τη μικροδιαχείριση των στρατιωτικών επιχειρήσεων, ο Φύρερ αποτελεί μια πιο ιδιαίτερη περίπτωση ως προς το ερώτημα της σημασίας των αποφάσεών του για την εξέλιξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου σε σύγκριση με τους ηγέτες των Συμμάχων. Αξιόλογο δείγμα μιας πολυπληθούς γραμματείας γύρω από το ζήτημα είναι Τα κρίσιμα λάθη του Χίτλερ (εκδ. Γκοβόστη), που σύμφωνα με τον τίτλο του αμερικανού στρατιωτικού ιστορικού Μπέβιν Αλεξάντερ στέρησαν την τελική νίκη από τον γερμανικό στρατό.

Κοινή συνισταμένη των ιστορικών είναι η παραδοχή ότι η παράδοση της 6ης Στρατιάς στο Στάλινγκραντ πριν από 80 χρόνια, στις αρχές Φεβρουαρίου του 1943, αποτελεί την καμπή του πολέμου. Ο εγκλωβισμός του πλέον αξιόμαχου τμήματος της Βέρμαχτ το 1942 στον δαίδαλο των οδομαχιών εξάλειψε κάθε περαιτέρω δυνατότητα επιθετικών πρωτοβουλιών καταδικάζοντας το στράτευμα σε δύο χρόνια μαχών οπισθοφυλακής ως τη συνθηκολόγηση. Για τον Αλεξάντερ, όμως, η τακτική επιλογή της εμπλοκής στο Στάλινγκραντ είναι το επιστέγασμα μόνο μιας σειράς στρατηγικών λαθών του Χίτλερ τα οποία χρονολογούνται πολύ νωρίτερα.

Το μεγαλύτερο σφάλμα

Κυριότερο όλων θεωρεί την «κατά μέτωπο επίθεση στη Σοβιετική Ενωση αντί της έμμεσης προσέγγισης διά της Βόρειας Αφρικής». Η δυνητική κατάκτηση της Αιγύπτου και του Σουέζ θα εξανάγκαζε τον βρετανικό στόλο να εγκαταλείψει τη Μεσόγειο, θα διάνοιγε δρόμους προς το πετρέλαιο της Μέσης Ανατολής και του Ιράν, θα δημιουργούσε τη δυνατότητα ενσωμάτωσης της Δυτικής Αφρικής και τη δημιουργία εκεί ναυτικών βάσεων για τον έλεγχο των θαλασσίων οδών του Ατλαντικού. Ως εξίσου καταστροφικές λογίζονται οι αποφάσεις της στροφής από τη στοχοποίηση των υποδομών και του συστήματος επικοινωνιών της RAF στον βομβαρδισμό του Λονδίνου και των μεγάλων αστικών περιοχών κατά τη λεγόμενη Μάχη της Αγγλίας το καλοκαίρι του 1940. Οριστικό τέλος στις πιθανότητες νίκης έθεσε η ελληνική εκστρατεία την άνοιξη του 1941. Οχι γιατί, όπως θέλει μια διαδεδομένη άποψη, καθυστέρησε την εισβολή στη Σοβιετική Ενωση, αλλά επειδή προέκρινε την κατάκτηση της Κρήτης αντί της Μάλτας: η κομβική θέση της δεύτερης όσον αφορά τις θαλάσσιες επικοινωνίες διαιώνιζε μια μόνιμη απειλή για την ενίσχυση της Ιταλίας και τις μεταφορές υλικού στη Μεσόγειο. Πλέον, οι προτεραιότητες είχαν παγιωθεί. Δυνατότητα επανεξέτασης ή επιστροφής δεν υπήρχε, και από τη στιγμή που η εκστρατεία της ΕΣΣΔ εξαγγέλθηκε ως φυλετικός πόλεμος, δυνατές ήταν μόνο εκδοχές περιορισμού της ήττας.

Ανεξάρτητα από το αν η εναλλακτική στρατηγική του συγγραφέα ήταν πράγματι βιώσιμη, αντικατοπτρίζει συζητήσεις εντός του γερμανικού γενικού επιτελείου. Συνιστά, επομένως, έγκυρη οδό διερεύνησης του ενδεχομένου της επικράτησης των δυνάμεων του Αξονα. Υποδεικνύει επίσης ένα διαφορετικό φάσμα δυνητικών επιλογών από πλευράς ηγεσίας, εδραιωμένων στη ρεαλιστική εκτίμηση των στρατηγικών συσχετισμών, όχι σε αυτή των φυλετικών στερεοτύπων και εγκληματικού φανατισμού στη βάση των οποίων λειτούργησε ο Χίτλερ μετά τις πρώτες νίκες του «blitzkrieg».

Γραμμένο με αφηγηματική ευχέρεια και προσήλωση στις ανάγκες του μέσου αναγνώστη, το βιβλίο του Μπέβιν Αλεξάντερ αποτελεί πειστικό επιχείρημα για το αδιανόητο: τη βιωσιμότητα, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, μιας τελικής νίκης του Γ΄ Ράιχ και της διαμόρφωσης της Ευρώπης ως ναζιστικής αυτοκρατορίας.