Τριάντα συναπτά έτη συμπληρώνει το περιοδικό, δικαιώνοντας τον τίτλο του. Πολυσέλιδο, επιμελημένο και σε μονοτυπία, ετήσιο και μόνο κατ’ εξαίρεση, σε περιόδους δυσπραγίας, ανά διετία, συνιστά την κύρια εκδοτική δραστηριότητα της Εταιρείας Μελέτης Νέου Ελληνισμού, όπως μετονομάστηκε και αντιστοίχως αναπροσδιορίστηκε το 1975 η Ελληνική Παλαιογραφική Εταιρεία, επιστημονικό σωματείο που ξεπήδησε από τους κόλπους της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Φιλόξενη στέγη εκτενέστερων και συντομότερων πονημάτων, τα οποία επιλέγονται βάσει ορισμένων κανόνων που, από μιας αρχής, υιοθετήθηκαν. Οπως η δεξίωση πρωτοεμφανιζομένων στα επιστημονικά χαρακώματα και η θεματολογική ευρύτητα, η άντληση από τις πηγές και ο περιορισμός των γενικεύσεων, ακόμη ένας παραδοσιακός, κατά προτίμηση, τρόπος γραφής. Μόνο το χρονικό άνοιγμα φαίνεται να περιορίστηκε, τουλάχιστον σε σχέση με τους πρώτους τόμους και ως επακόλουθο της αλλαγής στον χαρακτήρα της εταιρείας, οπότε και παραγκωνίστηκαν η αρχαιότητα και το Βυζάντιο προς όφελος της ιστορίας του Νέου Ελληνισμού.


Στον τόμο του 2000, που εμφανίστηκε με μικρή καθυστέρηση, Μάιο 2001, στεγάζονται έξι μελέτες, πέντε συντομότερες εργασίες και ισάριθμες βιβλιοκρισίες. Δύο πρώτες μελέτες αναφέρονται στον 18ο και 19ο αιώνα. Η Μ. Τσικαλουδάκη εγκαταλείπει τον Χάνδακα και την αγορά του, που μελετούσε προ ετών, και απασχολείται με έτερο παράδειγμα στο άλλο γεωγραφικό άκρο, πάντα όμως εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Επωφελούμενη των εκκλησιαστικών αρχείων, εντρυφεί στη χριστιανική κοινότητα της Φιλιππούπολης. Στη δεύτερη μελέτη ο Π. Σαβοριανάκης αιφνιδιάζει με τις γαμήλιες πρακτικές στην Κω, κυρίως τον 18ο αιώνα. Και πάλι με βάση τα ελλιπή εκκλησιαστικά αρχεία μαθαίνουμε πώς στήνονταν τα συνοικέσια, για να ακολουθήσουν η μνηστεία και ο γάμος. Και τότε, ο ζευγκάς έπαιρνε ζευγκαΐνα και ο πιστικός πιστικούενα. Το καινοφανές, πάντως, είναι η στάση της Εκκλησίας στο θέμα του διαζυγίου· τόσο κοσμική ώστε να αποδέχεται το συναινετικό.


Στον 19ο αιώνα αναφέρεται και η διδακτορική διατριβή της Μ. Μηλιώρη, ανατέμνοντας τον βρετανικό φιλελληνισμό και τις αγγλικές ιστορίες για τον αρχαίο ελληνισμό, καθώς και την Επανάσταση του ’21. Μεταξύ αυτών και τα συγγράμματα του Τόμας Γκόρντον και του Τζωρτζ Φίνλεϊ, όπου και θάλλουν ενδιαφέρουσες απόψεις περί Μακεδόνων και Βυζαντίου. Σχετική η εργασία της Γ. Κουτσοπανάγου, αν και αναφέρεται στην ευαίσθητη χρονιά του 1945, όταν ιδρύονται στην Αθήνα το Βρετανικό Συμβούλιο και ο Ελληνοσοβιετικός Σύνδεσμος ως αιχμή του δόρατος στην ιδεολογική προπαγάνδα των αντίστοιχων χωρών.


Οι παλαιοημερολογίτες και η ιδεολογική διένεξη που προκάλεσαν απασχολούν τον Δ. Μαλέση, ενώ ο Γ. Κοκκινάκης αντλεί νομισματικές αναφορές από εκλεκτά μυθιστορήματα και διηγήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας και τις συζητά στο κοινωνικό πλαίσιο της εποχής τους. Επίκαιρη μελέτη, όταν οσονούπω οι ήρωες των ντόπιων μυθιστορημάτων θα συναλλάσσονται σε ευρώ. Οπως πάντα, θεωρητική η προσέγγιση της Μ. Ρεπούση περί των εννοιών της ιστορίας. Ακολουθεί κείμενο της Ε. Νάκου για την παιδευτική σημασία του μουσείου, απόρροια αντίστοιχης συζήτησης της εταιρείας. Ενώ η Α. Μανδυλαρά δεν έχει ακόμη εξαντλήσει τους έλληνες εμπόρους στη Μασσαλία του 19ου αιώνα και τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες. Ενδιαφέρουσα η συζήτηση από την Κ. Αρώνη, για ακόμη μία φορά, του σταφιδικού ζητήματος που ανατάραξε τη Βόρεια Πελοπόννησο στο γύρισμα του προηγούμενου αιώνα, όπως και τα καινούργια στοιχεία για το μεταφραστικό έργο του Παναγιώτη Δοξαρά, που παρουσιάζει η Ντ. Αλεβίζου. Τέλος, στις βιβλιοκρισίες διαπιστώνουμε ότι ο εγκωμιαστικός λόγος δεν μολύνει μόνο τις παρουσιάσεις μυθιστορημάτων αλλά επεκτείνεται και στην επιστημονική κριτική, από την οποία θα αναμενόταν ουσιαστικός διάλογος, μια και ασκείται από ειδικούς.