Στη λογοτεχνία, όπως και στη ζωή ασφαλώς, υπάρχουν μεσοδιαστήματα που τα συλλογιζόμαστε πάντοτε εκ των υστέρων. Μόνο τότε διαπιστώνεται η σημασία τους και μόνο τότε αφήνονται να παρασυρθούν από ό,τι κυλά και δημιουργείται εν τω μεταξύ, δηλαδή το μεγάλο και αδιαίρετο ποτάμι μιας συγγραφικής διαδρομής, από τις πηγές ως τις εκβολές του. Η Μάρω Δούκα, από τις κορυφαίες φωνές της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας, επέστρεψε ετούτη τη χρονιά με ένα περίτεχνο και γλυκόπικρο μυθιστόρημα υπό τον τίτλο Να είχα, λέει, μια τρομπέτα (εκδ. Πατάκη), ένα μυθιστόρημα που υμνεί τη γυναίκα και την πολυδιάστατη ανθεκτικότητά της μέσα στον χρόνο. Και με τη συγκεκριμένη αφορμή, λίγο προτού εκπνεύσει το 2022, το «Βήμα» συνομίλησε μαζί της για όσα θίγει στην αφήγηση και όσα την απασχολούν.

«Μεταξύ των δύο τελευταίων βιβλίων μου, πολύ απλά αλλά και τραυματικά (για μένα) μεσολάβησε η πανδημία. Χωρίς να νοσήσω από τον ιό, ενεργοποιήθηκε η αυτοάνοση πνευμονοπάθειά μου που με ταλαιπώρησε αρκετά και με ανάγκασε να μείνω μήνες κλεισμένη στο σπίτι με οξυγόνο και κορτιζόνη, έπειτα από δεκαπενθήμερη παραμονή στο νοσοκομείο. Και λοιπόν έχοντας αφήσει πίσω μου την Αφεντούλα Μπακάλογλου, την ηρωίδα της «Πύλης Εισόδου» (2019), που πίστευε ότι ο έξω κόσμος, αν και πάντα με το βλέμμα προς τα έξω, δεν την αφορά, δεν την πονάει, δεν την αγγίζει και τόσο, άρχισα να σκέφτομαι τη δυνατότητά μου να γυρίσω στα πίσω χρόνια γράφοντας, κερδίζοντας τον δικό μου χαμένο χρόνο με μια ηρωίδα που σε αντίθεση με την Αφεντούλα, περνάει ξυστά από τα γεγονότα. Το έναυσμα μου το είχε δώσει το αγαπημένο μου πλάσμα, η Αντιγόνη, επιμένοντας στην παλιά νουβέλα μου «Κάτι άνθρωποι». Πόσο πίσω στα παιδικά μου χρόνια, στις ρίζες μου, θα μπορούσα να γυρίσω αναπλάθοντας τώρα αλλιώς την ίδια ανθρωπογεωγραφία του χωριού που περνούσα τα καλοκαίρια μου στην Κρήτη, με την ωριμότητα των 75 χρόνων μου και τη συγγραφική περπατησιά μου; Κι άρχισε να με τριγυρίζει η φασματική, η «αγέννητη» Κάκια, προορισμένη να μιλήσει για τα περασμένα της στο χωριό της μητέρας της ενώ θα κινείται από παγκάκι σε παγκάκι στη σύγχρονη Αθήνα, τον «βιότοπό» της. Θα έλεγα ότι, τελικά, με το βιβλίο αυτό ψηλάφισα την αρχή μου και ταυτόχρονα έκανα έναν κύκλο στο έργο μου. Εκτός αυτού, λειτούργησε μέσα μου και ιαματικά. Οταν το ολοκλήρωσα, είχαν ανέβει τα επίπεδα του οξυγόνου μου» εξήγησε η Μάρω Δούκα.

Βίωμα και Ιστορία

Βεβαίως, με την Κάκια είναι συνομήλικες. Και ενώ γίνονται αντιληπτές οι βιωματικές στιβάδες της πυκνής αφήγησης, το ενδιαφέρον είναι ότι η συγγραφέας, μέσα ακριβώς από το καλειδοσκοπικό της ύφος, καταφέρνει να μην αυτοβιογραφηθεί με τη στενή έννοια του όρου. «Απαράβατος κανόνας σε όλα τα βιβλία μου είναι να οπλίζω τους ήρωες και τις ηρωίδες μου με όλα τα δικά μου, τον ψυχισμό μου, την ιδιοσυγκρασία μου, τα βιώματα και τις εμπειρίες μου, να τους δίνω μορφή και ζωή κι ύστερα καθώς θα προχωράει η συγγραφή να αρχίζουν να κινούνται ανεξέλεγκτα, να αυτονομούνται σε τέτοιον βαθμό που να μην έχουν πια καμιά, ή και ελάχιστη, σχέση με μένα. Και να σας πω, η όποια αυτοβιογραφία είναι προορισμένη να αποτύχει εάν δεν προτάσσει το κάτι άλλο, το φανταστικό, το επινοημένο, και αυτό ακριβώς, η φαντασία και η επινόηση, είναι το μαγικό στην αφήγηση που είναι ικανό να ανακινήσει τη συγκίνηση του αναγνώστη» σχολίασε.

Η Κάκια, σε αυτό το συναισθηματικό και πνευματικό ταξίδι, σε αυτόν τον ακατάπαυστο κουβεντιαστό στροβιλισμό που αγκαλιάζει όλα τα «συμπαρομαρτούντα» της ζωής μιας γυναίκας, έχει για συντροφιά τις τρεις πεθαμένες γιαγιάδες της: τη Σφακιανή Εργινιά (Ειρήνη) από τη μεριά του πατέρα της, τη Σελινιώτισσα Αφροδίτη από τη μεριά της μητέρας της και την «εξ αγχιστείας» γιαγιά της, την Επτανήσια Φιλαρέτη, δηλαδή την πεθερά της. Κάπως έτσι συνθέτει η Μάρω Δούκα αυτό το ψηφιδωτό «για τη διαχρονική γυναικεία εμπειρία». Πόσο απαιτητικό αποδείχθηκε το εγχείρημα; «Να σας πω μόνο ότι η ροή της γραφής με πήγαινε; Να σας πω ότι πάντα άκουγα τις παλιές γυναίκες να λένε πότε με παράπονο, πότε με θυμό, ότι πάντα είχαν στην κεφαλή τους κι από έναν άντρα να κουμαντάρει, πρώτα τον πατέρα, τον θείο, τον αδελφό, έπειτα τον σύζυγο (το λέει και η λέξη), τον γιο, ακόμη και το εγγόνι τους: Ο,τι και να σας πω θα είναι και δεν θα είναι αλήθεια, το μόνο σίγουρο πάντως είναι ότι αυτές οι γυναίκες μίλησαν μέσα μου και μέσα από μένα μίλησαν και στην Κάκια που τις πήγε πέρα και ακόμη πιο πέρα».

Η ιστορία, ως γνωστόν, πορεύεται με επιταχύνσεις και πισωγυρίσματα, και όλα αυτά συντελούνται παράλληλα. Τόσο η καταπίεση της πατριαρχίας όσο και τα φεμινιστικά αιτήματα υφίστανται ακόμη. Πώς βλέπει η Μάρω Δούκα την τρέχουσα στιγμή; «Μακάρι να ήμουν σε θέση να απαντήσω με σαφήνεια. Πολιτικά, κοινωνικά, πολιτισμικά, ως αριστερή (ποτέ δεν το έκρυψα άλλωστε) αισθάνομαι κάτι σαν πίκρα, απογοήτευση, ακόμη και βαθιά θλίψη και θυμό κάποιες φορές. Στο επίπεδο όμως των νοοτροπιών, ανεξάρτητα από τις όποιες ιδέες, πιστεύω ότι ως κοινωνία έχουμε επιτέλους αποδεχτεί, έστω και επιφανειακά (κάτι είναι κι αυτό), το δικαίωμα του ανθρώπου να αγωνίζεται για την αυτοδιάθεση που δικαιούται, τη θέση του στον κόσμο, να εμμένει στις επιλογές του. Θεωρητικά εννοείται όλα αυτά, γιατί στην πράξη οι γυναικοκτονίες, οι βιασμοί, οι κακοποιήσεις ανηλίκων, η υποκρισία της αστικής, όπως λέγαμε παλιά, φιλανθρωπίας, η ματιά μας προς τους Ρομ, προς τους πρόσφυγες, προς τους αδύναμους γενικά, προς τους άστεγους, παραμένουν σε γενικές γραμμές ίδιες, έστω και αν λυπούμαστε πολύ…» εκτίμησε.

Το ατομικό και το συλλογικό

Υστερα στάθηκε και στην έννοια της ιδεολογίας για λίγο. «Ιδεολογία για μένα, και όχι μαγγανοπήγαδο, όχι παρωπίδες, είναι ίσα-ίσα ο τρόπος να βλέπεις τον κόσμο γύρω σου, να ρυθμίζεις τον βηματισμό σου, να επιλέγεις με «ποιους θα πας και ποιους θα αφήσεις…». Ιδεολογία, όπως την εννοώ εγώ, είναι να ψάχνεις κάτω από τις λέξεις και πίσω από τις εικόνες, να συνομιλείς με την ιστορία, να ρίχνεις τις ματιές σου δεξιά – αριστερά. Το έχω πει πολλές φορές, θα το επαναλάβω, εάν στα χρόνια της ύστερης εφηβείας δεν γινόμουν αριστερή, δεν θα αισθανόμουν και την ανάγκη να γράψω. Επομένως, εγώ χρωστώ στην Αριστερά γιατί αυτή πρώτη με παρηγόρησε, μου άνοιξε τα μάτια, δεν με άφησε να εφησυχάσω, δεν μου επέτρεψε να αποδεχτώ νοοτροπίες ή συμπεριφορές… Παλιά δεν είχαν θαμπώσει τα οράματα, δεν είχαν τόσο διαστρεβλωθεί οι ελπίδες, δεν είχαν γκρεμιστεί οι ιδεολογίες… Ησουν φτωχός και ήλπιζες, όπως λένε και τα τραγούδια, ότι θα ξημερώσει μια καλή μέρα και για σένα, ότι θα τα καταφέρεις. Σήμερα είσαι φτωχός και μένεις με το παράπονο ότι δεν μπορείς να έχεις και να απολαύσεις όλα όσα σου δείχνει και διαφημίζει ο καπιταλισμός της ελεύθερης αγοράς. Σε συνεπαίρνει άθελά σου ο εύκολος πλουτισμός, «ρίχνεσαι» στο ρινγκ και ματώνεις με την ελπίδα ότι θα νικήσεις. Aλλά δεν νικάς, τουναντίον βουλιάζεις ακόμη πιο πολύ».

Η Μάρω Δούκα έχει αφιερώσει τη λογοτεχνία της, πολύ συνειδητά, στη διερεύνηση ενός δυναμικού πεδίου ανάμεσα στο ατομικό και το συλλογικό, το προσωπικό και το κοινωνικό. «Από το πρώτο μου κιόλας βιβλίο, την «Πηγάδα», τα είχα «αγγίξει» όλα αυτά, όπως τα περιγράφετε. Δεκαοχτώ βιβλία έχω γράψει, έντεκα μυθιστορήματα έχω εκδώσει, και κάθε φορά αισθάνομαι ότι γράφω το ίδιο βιβλίο ΑΛΛΙΩΣ. Και αυτό το ΑΛΛΙΩΣ με κεφαλαία είναι που με καθορίζει ως συγγραφέα. Αναφέρομαι, εκτός των άλλων, και σε μια διαφοροποίηση που είναι ανάλογη και με την εκάστοτε ηλικία, μάλλον αναπόφευκτα. Και κάτι ακόμη εδώ, η λογοτεχνία, το μυθιστόρημα ιδιαίτερα, για μένα, δεν είναι για να καταλήγει σε συμπεράσματα, είναι μόνο για να θέτει ερωτήματα και να προκαλεί απαντήσεις που κι αυτές με τη σειρά τους θέτουν άλλα ερωτήματα» τόνισε.

«Πάντα προσπαθώ να φτάσω ως εκεί που μπορώ»

Στο βιβλίο της διαβάζουμε κάπου τη φράση «η παρατηρήτρια που όλα τα υπομένει». Ταυτίζεται με αυτήν η Μάρω Δούκα; «Oλα οφείλει να τα υπομένει ένας συγγραφέας, το πιστεύω αυτό. Πρώτα από όλα υπομένει τις ατέλειωτες ώρες γραφής, τις ανατροπές της αφήγησης, την ανταρσία, αυτονομία, υπεροψία των ηρώων του. Oσο για μένα, ακόμη και ως άνθρωπος, θα έλεγα, χωρίς να περιαυτολογώ, όλα τα παρατηρώ και όλα τα υπομένω. Κι έτσι αισθάνομαι ότι η ζωή μου δεν πάει χαμένη… Πάντα προσπαθώ να φτάσω ως εκεί που μπορώ, και πάντα με την ιδέα ότι η γλώσσα που χρησιμοποιώ στο κάθε βιβλίο έρχεται απλώς να υπηρετήσει τις ανάγκες του περιεχομένου. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το αποτέλεσμα από αυτή τη σύμπλευση πάντα με ικανοποιεί. Παραλλάσσοντας ένα δίστιχο του Σολωμού θα έλεγα, η γλώσσα μας κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν» υπογράμμισε η Μάρω Δούκα. Και συμπλήρωσε αμέσως μετά. «Από τη ζωή την ίδια, σήμερα, τι άλλο θα μπορούσα να ζητήσω και να ευχηθώ, πέραν της υγείας μου; Να είναι καλά πρωτίστως η οικογένειά μου, να βρίσκει τους τρόπους του ο κάθε φτωχός να πορεύεται και να παρηγορείται. Να είναι καλά η πατρίδα μας, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει. Oσο για τη γραφή, τι να πω; Μακάρι να γράψω ένα βιβλίο ακόμη… Στο καλό το βιβλίο που διαβάζω συμπυκνώνεται η αντοχή μου και στα βιβλία που με περιμένουν στα ράφια υπομονετικά…». Αν μπορούσε να αλλάξει κάτι, ως διά μαγείας, παίζοντας την τρομπέτα της, τι θα ήταν αυτό; «Για τους άστεγους θα έπαιζα την τρομπέτα μου, για τους ξεριζωμένους μετανάστες, για τα άρρωστα παιδιά, για τους ανήμπορους ηλικιωμένους».