Πώς καταλάβατε ότι έχετε ωραία φωνή;
«Ξεκίνησα μαθήματα πιάνου μικρή, και όταν λάμβανα μέρος σε μουσικούς διαγωνισμούς ερχόμουν πάντα πρώτη. Κάποια στιγμή θέλησα να συμμετάσχω σε έναν διαγωνισμό τραγουδιού. Βγήκα δεύτερη. Μία δασκάλα από το ωδείο μου είπε: “Θα έλεγα να επικεντρωθείς καλύτερα στο πιάνο”. Σήμερα λέω, μάλλον περισσότερο ως αστεϊσμό, ότι τα λόγια της με πείσμωσαν. Ταλαντευόμουν πάντως για χρόνια, γιατί πίστευα ότι θα γινόμουν ηθοποιός».

Πέρυσι όλα τα φώτα στράφηκαν πάνω σας, όταν ανεβάσατε στο ΥouΤube το τραγούδι «Μάντισσα», το οποίο σήμερα μετράει πάνω από 33 εκατ. προβολές. Μουσικά πού τοποθετείτε τον εαυτό σας;
«Πριν από μερικά χρόνια είχα φύγει για μουσικές σπουδές στο Μπέρκλεϊ. Οταν πας στην Αμερική, ο άλλος σου ζητά να του συστηθείς. Πριν φύγω από την Ελλάδα τραγουδούσα τζαζ αλλά ξαφνικά όταν βρέθηκα εκεί, κάτι πλέον δεν κολλούσε σε όλο αυτό. Ενώ γεννήθηκα στην Ελλάδα από πατέρα Σουδανό και μάνα Κρητικιά, ήταν στις ΗΠΑ που ξαφνικά ξεκίνησα να τραγουδώ ελληνικά, αραβικά, τουρκικά, ινδικά και βουλγαρικά τραγούδια».

Τι σας βοήθησε σε αυτή την ανακάλυψη;
«Θα σας περιγράψω ένα σουρεάλ σκηνικό. Στην Αμερική βρέθηκα να τραγουδάω σε ένα ελληνικό μαγαζί. Και για πρώτη φορά τραγούδησα τα ελληνικά λαϊκά και παραδοσιακά, σαν άσχετη, με ένα ηχόχρωμα επηρεασμένο από την Μπρίτνεϊ Σπίαρς, θα έλεγα. Σιγά-σιγά μέσα από αυτή την εμπειρία ανακάλυψα έναν νέο πλούτο».

Για αυτόν τον λόγο δημιουργήσατε και το πολυφωνικό συγκρότημα Fonés, με το οποίο περιοδεύσατε το καλοκαίρι με την παράσταση «Υalla!»;
«Στην Αμερική είχα την τύχη να δουλέψω με τον Μπόμπι Μακ Φέριν. Οι περισσότεροι τον ξέρουν για το τραγούδι “Don’t Worry, Be Happy”, αλλά δεν τον χαρακτηρίζει μόνο αυτό. Κάνει σπουδαία δουλειά στη φωνητική μουσική. Οταν επέστρεψα στην Ελλάδα ξεκινήσαμε να βρισκόμαστε στο σπίτι μου με φίλες μου που αγαπούσαν το πολυφωνικό τραγούδι και απλά τζαμάραμε. Κάποια στιγμή, μετά το τραγούδι “Koύπες” που ανέβασα στο YouTube, μού ζήτησαν να παίξω σε ένα live. Λέω, “κορίτσια, δεν πάμε να μας βγάλουμε ένα όνομα και να το κάνουμε μαζί;”. Yστερα η παρέα μεγάλωσε ακόμα πιο πολύ και δημιουργήθηκαν και οι Chόres».

Στις 23 Σεπτεμβρίου ανεβαίνετε στη σκηνή του Ηρωδείου με τον Διονύση Σαββόπουλο για μια συναυλία της μη κερδοσκοπικής εταιρείας «Γυναίκες στην Ογκολογία» με στόχο τη στήριξη των γυναικών με καρκίνο. Πώς είναι να συνεργάζεσαι μαζί του;
«Οταν τον πρωτοβλέπεις είναι επιβλητικός. Είναι αυτή η πορεία του, βέβαια. Προσωπικά μου φαίνεται πολύ γλυκός άνθρωπος. Εχει και αυτό το χιούμορ, το ιδιαίτερο, που δεν είναι προφανές, σαν να κρύβει πάντα ένα σχόλιο. “Χιούμορ heavy metal” το λέω εγώ. Εμένα με “πειράζει” πολύ για τα πολύχρωμα ρούχα μου, για τα χρωματιστά νύχια. Φέτος λοιπόν είχα πάει στην Ταράτσα του Φοίβου, για να τον δω στην παράσταση που έκανε εκεί με τα τραγούδια άλλων. Βλέπω στο κοινό μια γυναίκα φοβερά στυλάτη, με ένα λαχανί, έντονο φόρεμα. Την κοιτούσα όλο το βράδυ και εν τέλει ρώτησα ποια είναι. “H Ασπα. Η γυναίκα του κυρίου Σαββόπουλου” μου απάντησαν. “Ορίστε λοιπόν που μου λέτε για τα έντονα χρώματα!”».

Με πατέρα Σουδανό και μητέρα Ελληνίδα βιώσατε ρατσισμό;
«Κατ’ αρχάς με λένε Σάττι. Οταν ακούγεται αυτό το όνομα στην τάξη πάντα θα σε ρωτήσουν γιατί δεν σε λένε Παπαδοπούλου. Ο πατέρας μου είναι μαύρος. Σαν παιδί θυμάμαι υπήρξε στιγμή που ντράπηκα να έρθει να με πάρει από τα αγγλικά. Αλλά τελικά, κάθε παιδί μπορεί να βιώσει bullying, επειδή φορά γυαλιά και σιδεράκια, επειδή είναι παχουλό ή κοντό. Το πώς διαχειρίζεσαι τα πράγματα έχει να κάνει και με τη δική σου διάθεση και ενοχή».

Εχετε νιώσει να σας παρεξηγούν;
«Πέρυσι περπατώντας στην Ομόνοια συνάντησα τον κύριο Μίρζα από το Πακιστάν. Τραγουδούσε το τραγούδι μου. Συγκινήθηκα τόσο. Βγάλαμε μαζί μία φωτογραφία και κάποιοι ενοχλήθηκαν. Και το Instagram την κατέβασε. Τσατίστηκα πολύ και την ανέβασα ξανά. Και μετά άρχισαν να λένε “η Σάττι το παίζει αριστερή”. Ο,τι να ‘ναι».

Ταμπού έχετε ξεπεράσει;
«Παλιά ήθελα να φαίνομαι σοβαρή. Και νόμιζα ότι αυτή η σοβαρότητα θα εκφραζόταν αν φορούσα μαύρα, αν έδειχνα εσωστρεφής, αν τραγουδούσα σε χαμηλούς τόνους, υποφωτισμένα και ατμοσφαιρικά και καλά. Πλέον νομίζω ότι μπορείς να διαβάζεις Γκροτόφσκι, να ακούς Μπάρτοκ, να βάφεις τα νύχια σου χρωματιστά και να τραγουδάς ποπ. Ξεπέρασα επίσης το ταμπού του κοριτσιού που έχει μεγαλώσει στο Ηράκλειο και φοβάται τι θα πει ο κόσμος. Τώρα μόνο ρίσκο. Γιατί άμα παίρνεις τον ίδιο δρόμο, οδηγείσαι πάντα στον ίδιο προορισμό».

Αν ανοίξω την τσάντα σας τι θα βρω μέσα;
«Υπερβολικά πολλά και άσχετα πράγματα μεταξύ τους. Είμαι από τους τύπους που ζουν με το “τι θα γίνει αν χρειαστώ κάτι και δεν το έχω μαζί μου;”. Kαι καταλήγω να φεύγω από το σπίτι με όλο το σπίτι πάνω μου».

Ποια ένοχη απόλαυση επιτρέπετε στον εαυτό σας;
«Τρώω κάθε μέρα σοκολάτα. Ξέρω ότι δεν μου κάνει καλό. Αλλά πώς να σταματήσω;».

info «Για την υγεία των κοριτσιών μας»: (Διονύσης Σαββόπουλος – Μαρίνα Σάττι – Fonés και Chόres – Αλκμάν), 23 Σεπτεμβρίου, Ωδείο Ηρώδου Αττικού