Οταν ήμουν περίπου είκοσι χρονών, αποφάσισα να γράψω ένα μυθιστόρημα. Ηθελα από παλιά να γίνω συγγραφέας, από τα παιδικά μου χρόνια, ωστόσο είχα εγκλωβιστεί στην επιδίωξη να ακολουθήσω νομικές σπουδές, οι οποίες στο μυαλό μου (και στο μυαλό των γύρω μου) ταυτίζονταν περίπου με την αποκλειστική οδό εξασφάλισης ενός αξιοπρεπούς μέλλοντος. Την εποχή που το αποφάσισα, εν τούτοις, δεν είχα καθόλου χρόνο για κάτι τόσο επίμοχθο και οργανωμένο, αφού ήδη, έπειτα από δύο και βάλε χρόνια φοίτησης στη Νομική Σχολή της Αθήνας, δεν είχα περάσει σχεδόν κανένα μάθημα, και όφειλα, αν ήθελα να διατηρήσω τις ελπίδες μου για λήψη πτυχίου μέσα στα επόμενα χρόνια, να μελετήσω σαν τρελός και να περάσω τα διπλά μαθήματα απ’ το προβλεπόμενο – αλλιώς, θα έπρεπε μάλλον να συμβιβαστώ με μια ζωή ως αιώνιος φοιτητής, το λιγότερο. Ηταν λοιπόν μια κατάσταση που αντιστοιχούσε σε φαύλο κύκλο: δεν θα μπορούσα να γράψω το μυθιστόρημα αν δεν εγκατέλειπα τις σπουδές μου, οι οποίες σπουδές όμως αποτελούσαν το μοναδικό έγκυρο προκάλυμμα για τη συγγραφή του εν λόγω μυθιστορήματος.

Η ίδια η ζωή με οδήγησε σε μια μεσοβέζικη λύση: δεν θα έγραφα το βιβλίο στο χαρτί, αλλά στο μυαλό μου. Ετσι, κάθε μέρα που έπιανα το νομικό σύγγραμμα και μελετούσα για τις επικείμενες εξετάσεις (πάντα θα υπήρχαν εξετάσεις για μένα στο εξής) το ένα μου μάτι διέτρεχε τις γραμμές του εκάστοτε μαθήματος (είτε αυτό ήταν πτωχευτικό, είτε ναυτικό, είτε κάποια άλλη μορφή δικαίου, εξίσου ζοφερή και λαβυρινθώδης) και το άλλο στρεφόταν προς τα μέσα, εκεί όπου συνέτασσε (λέξη τη λέξη, πρόταση την πρόταση, κεφάλαιο το κεφάλαιο) ένα άλλο κείμενο, δικό μου, καθαρά εσωτερικό, το οποίο απομνημόνευα με ακρίβεια, όπως φαντάζομαι επαναλαμβάνουν παραδοσιακά τις σούρες του Κορανίου οι σπουδαστές των ισλαμικών σχολών. Είχα, άλλωστε, πρόσφατη την άσκηση σε μια παρόμοια νοητική λειτουργία, που τώρα βέβαια έπρεπε να εφαρμοστεί εις διπλούν· λίγα χρόνια πριν είχα πάρει μέρος στις πανελλαδικές εξετάσεις, αποστηθίζοντας βιβλία ολόκληρα σχεδόν κατά λέξη – ειδικά εκείνη η περιβόητη «γκρι Ιστορία» (της νεότερης Ελλάδας) είχε αποτελέσει το ιερό δισκοπότηρο της μνημοτεχνικής για εκατοντάδες χιλιάδες κακόμοιρους «τριτοδεσμίτες» και «τεταρτοδεσμίτες» υποψήφιους επί δεκαετίες.

Το αποτέλεσμα ήταν, μέσα στα επόμενα εξάμηνα, να περάσω όσα μαθήματα δεν είχα περάσει ποτέ, και ταυτόχρονα να ολοκληρώσω ένα πολυσέλιδο βιβλίο μέσα στο κεφάλι μου, μια ιστορία στο στυλ του λατινοαμερικάνικου μαγικού ρεαλισμού, διαδραματιζόμενη σε ένα ελληνικό χωριό της δεκαετίας του ’50, κάπου στα βαλτοτόπια της Αιτωλοακαρνανίας, γεμάτη από διαφθορά, αιμομιξία, έγκλημα, εμφύλιο, μετεμφυλιακά πάθη, χωροφύλακες, κομμουνιστές, εθνικόφρονες, οπιομανείς, παρελάσεις, μπορντέλα, μαζί με ένα κύκλωμα παιδικής πορνείας και μια μυστική φυλή ημίθεων που αναγόταν στην αρχαιότητα και που αντλούσε την αθανασία της ανεβαίνοντας στο δάσος και εμβαπτιζόμενη στην εκεί λίμνη, παίρνοντας τη μορφή ζώων κατά βούληση – κι όλα αυτά, μέσα απ’ τα μάτια ενός δεκάχρονου αγοριού, που επέστρεφε στο σπίτι των παππούδων του. Διέθετε καμιά εκατοσταριά κύριους και δευτερεύοντες χαρακτήρες, τους οποίους δεν κατέγραψα ποτέ, δεν κράτησα την παραμικρή σημείωση πουθενά, κι από ένα σημείο κι έπειτα είχα πειστεί ότι δεν υπηρετούσαν πλέον καμία δημιουργική αποστολή, αλλά περισσότερο στόχευαν να μου κρατούν συντροφιά τις ατελείωτες ώρες της μαρτυρικής μελέτης κωδίκων, άρθρων του Συντάγματος και νόμων, για τα οποία όχι μόνο δεν έτρεφα κανένα ενδιαφέρον, αλλά, έχοντας μόλις βγει, στάζοντας το αχνιστό αίμα της φαντασίας μου, από έναν μυθικό, βάρβαρο κόσμο, ένιωθα να με απωθούν όσο τίποτα, με τον γεωμετρημένο τους ορθολογισμό και την εμμονή στην απόδοση δικαίου με το υποδεκάμετρο. Και όλα αυτά, ακινητοποιημένος σε γραφεία, σε ντιβάνια, σε βιβλιοθήκες και σε μέσα μεταφοράς, κλεισμένος (με το άλλοθι της εντατικής μελέτης) βαθιά μέσα σε ένα αυστηρά προσωπικό σύμπαν, απ’ το οποίο τίποτα δεν έμοιαζε ικανό να με αποσπάσει.

Μέχρι που, κάμποσο καιρό αργότερα, πήρα πτυχίο, και ταυτόχρονα συνειδητοποίησα ότι ποτέ δεν θα έγραφα το «μυστικό μου αριστούργημα». Στα δύο εκείνα χρόνια που είχαν μεσολαβήσει, είχα μπει σε ένα σπιράλ απομόνωσης, κατάθλιψης και αυτολύπησης, απ’ το οποίο αποζητούσα να βγω μια και καλή, ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω μου, μουντζώνοντας τον μίζερο νεαρό που είχε περάσει δεκάδες μήνες σε ένα ρυθμικό παραμιλητό (διπλό: εξωτερικό για τα νομικά και εσωτερικό για το μυθιστόρημα) απομονωμένος, αποσυνάγωγος και εξόριστος – αποζητούσα έναν άλλον εαυτό, ποθούσα να βρω όλα όσα είχα στερηθεί και είχα χάσει. Ετσι, το μυθιστόρημα (το οποίο, εδώ που τα λέμε, μάλλον προς ανοσιούργημα έφερνε) ξεχάστηκε, ενώ και τα μαθήματα που τόσο είχα κοπιάσει να αποστηθίσω, δεν με απασχόλησαν ποτέ ξανά. Η λήψη πτυχίου με οδήγησε σε άλλους προσωπικούς δρόμους, ακόμα και στο χτίσιμο ενός διαφορετικού εαυτού, πιο κοντά σε εκείνο που νόμιζα πως ήθελα να γίνω.

Η μνήμη, ωστόσο, είναι μια περίπλοκη υπόθεση. Κάπου διάβασα ότι υπάρχει ένα δίλημμα: αναρωτιούνται, λοιπόν, όσοι ασχολούνται με αυτά τα θέματα, άραγε είμαστε όσα θυμόμαστε, ή μήπως το αντίθετο; – μήπως στην ουσία θυμόμαστε αυτό που είμαστε; Η κοινή λογική τείνει προς το πρώτο. Αποτελούμε, λένε, ένα παλίμψηστο από εμπειρίες και αναμνήσεις, που υποτίθεται ότι με τη συσσώρευσή τους μας έχουν διαμορφώσει. Ωστόσο, θεωρώ ότι ο δεύτερος συλλογισμός έχει μεγαλύτερη γοητεία – ενδεχομένως και εγκυρότητα. Υπάρχει ένα φοβερό απόσπασμα απ’ τον Μπόρχες, όπου γράφει για έναν ζωγράφο που πάνω στην επιθυμία του να απαθανατίσει όλα όσα είχε δει μέσα σε τούτο τον κόσμο, όλους τους ανθρώπους που είχε γνωρίσει, όλα τα μέρη που είχε επισκεφθεί, όλα τα ζώα, τα αντικείμενα, τα φανταστικά και επινοημένα όντα που είχε διαβάσει σε βιβλία, κατέληξε τελικά να φιλοτεχνήσει μια τεράστια τοιχογραφία, η οποία, όταν έκανε μερικά βήματα πίσω για να τη διακρίνει καλύτερα, διαπίστωσε ότι στην πραγματικότητα σχημάτιζε το πρόσωπό του.

Στη δική μου περίπτωση, το μυστικό μου αριστούργημα (ή ανοσιούργημα) το οποίο είχα ξεχάσει τα χρόνια που ακολούθησαν, δεν με εγκατέλειψε στην ουσία ποτέ. Εκείνα που φιλοδόξησα να γίνω με τον καιρό με παράτησαν, άνθρωποι έμπαιναν και έβγαιναν απ’ τη ζωή μου, τους οποίους μετά από λίγο δεν θυμόμουν ούτε στο όνομα ούτε και στη μορφή πολλές φορές, ιδιότητες, επαγγέλματα και επιθυμίες αποδείχτηκαν μάταιες ή και χιμαιρικές. Ωστόσο, όταν μετά τα τριάντα αποφάσισα να κυνηγήσω ξανά την παιδική μου αγάπη, ανακάλυψα ότι εικόνες και ιδέες, σαν από ένα μυστικό κοίτασμα, άρχισαν να με επισκέπτονται, ακόμα και παρά τη θέλησή μου. Μοτίβα, σκηνές ολόκληρες και χαρακτήρες που νόμιζα ότι είχα απωθήσει στη λήθη, μαζί με τον παλιό, ανεπιθύμητο εαυτό μου, επέστρεφαν στα όνειρά μου αλλά και στον ξύπνιο μου· τα πρώτα μου βιβλία ήταν γεμάτα αναφορές σε εκείνο το ξεχασμένο, ανύπαρκτο βιβλίο. Αλλά και στα επόμενα, ακόμα και μέχρι σήμερα, εμπνεύσεις και λύσεις που με σώζουν σχεδόν σαν ουρανοκατέβατες απ’ το συγγραφικό μπλοκάρισμα, μοιάζουν να προέρχονται από το πρώτο, απωθημένο πηγάδι της γραφής – ή μάλλον της μη γραφής, της εγγραφής σε κάποιον δικό μου, εσωτερικό πάπυρο. Είναι ίσως αυτή η μυστική τοιχογραφία, όπου εναποτίθενται κάποιες φορές όσα αποτελούν τα γνησιότερα τεκμήρια της ύπαρξής μας, ακόμα κι αν δεν το συνειδητοποιούμε την εποχή που συμβαίνει. Είναι οι μνήμες της φαντασίας μας, οι οποίες καταλήγουν, ενδεχομένως αναπόφευκτα, να φιλοτεχνούν τελικά τον ίδιο μας τον εαυτό.

Ο κ. Νίκος Α. Μάντης είναι συγγραφέας.