Για τα πανηγύρια

Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Θα ισχύσει η απαγόρευση των πανηγυριών που αποφασίστηκε στο πλαίσιο των μέτρων για την αντιμετώπιση της έξαρσης του κορωνοϊού στην Ελλάδα; Πιστεύω πως είναι δύσκολο πολύ. Αν υποθέσουμε ότι το καλοκαίρι είναι η σεζόν των πανηγυριών, κάτι αντίστοιχο με τη σεζόν του Τσάμπιονς Λιγκ στο ποδόσφαιρο, ο Δεκαπενταύγουστος είναι η μέρα του τελικού: δεν υπάρχει περιοχή στην Ελλάδα που να μη διοργανώνει πανηγύρι. Ακόμα κι αν κάποιοι συνετιστούν ή φοβηθούν και δεν κάνουν τίποτα, μου μοιάζει απίθανο να καταλάβουν όλοι την ορθότητα της απόφασης και την επικινδυνότητα του πράγματος. Ναι, οι Ελληνες δεν είχαν κανένα ιδιαίτερο πρόβλημα να μη γιορτάσουν την 25η Μαρτίου και να την περάσουν όχι παρακολουθώντας παρελάσεις, αλλά βλέποντας στην τηλεόραση το έπος του Παπαφλέσσα. Ναι, οι Ελληνες έμειναν στα σπίτια τους το Πάσχα και δεν πήραν τις εθνικές οδούς για να φτάσουν στα χωριά τους προκειμένου να ψήσουν αρνιά και κοκορέτσια. Ναι, όσοι διαδήλωσαν την Πρωτομαγιά ήταν λίγοι – το ΠΑΜΕ το έκανε με χορογραφίες κι όχι με πάλης ξεκίνημα. Αλλά τα πανηγύρια του Δεκαπενταύγουστου είναι κάτι άλλο: πέρα από τους μερακλήδες που τα περιμένουν, δεν αποκλείω το ρεύμα των ψεκασμένων, που πιστεύουν πως ιός δεν υπάρχει, να τους δώσει και πολιτικό περιεχόμενο.
Με τον καιρό έχω καταλάβει πως αυτό που μας διασκεδάζει σε αυτή τη χώρα είναι ο χαβαλές – ένα περίεργο χάβαλο (που λένε και οι πιτσιρικάδες) που είναι έκφραση του λούμπεν στο οποίο η Ελλάδα είναι παραδομένη. Το χάβαλο αυτό προϋποθέτει μαζικότητα. Ο δυτικοευρωπαίος αλκοολικός είναι ένας μοναχικός τύπος που τα πίνει σε κάποιο μπαρ. Ο έλληνας αλκοολικός είναι μέρος μιας αγέλης αλκοολικών που πίνουν όλοι μαζί χειρονομώντας και φωνάζοντας οπουδήποτε. Σε οτιδήποτε μαρτυρεί ένα είδος κοινωνικοπάθειας στην Ελλάδα πρέπει να υπάρχει μαζική συμμετοχή. Δεν υπάρχει ένας νταής – ήδη από το σχολείο οι νταήδες κυκλοφορούν όλοι μαζί. Κάθε χουλιγκάνος όταν είναι μόνος του μοιάζει με απλό οπαδό: όλοι μαζί λειτουργούν σαν καταστροφική αγέλη. Αν στον δρόμο πατήσει γκάζι ένας, είναι δεδομένο ότι θα τον ακολουθήσουν τρεις-τέσσερις. Ενας καβγάς μπορεί απλά να ξεκινήσει ανάμεσα σε δύο, αλλά είναι δεδομένο ότι όποιοι σηκωθούν να τους χωρίσουν στο τέλος θα τσακωθούν και μεταξύ τους. Μια διένεξη με τον γείτονα γίνεται συνήθως πόλεμος οικογενειών χωρίς κανείς να είναι διατεθειμένος να ακούσει την άλλη πλευρά. Ακόμα και στο Διαδίκτυο δεν υπάρχουν μεμονωμένες διαφωνίες αλλά οργανωμένες ομάδες που αλληλοσυγκρούονται για όλα. Η ευτυχία ή η δυστυχία μπορεί άνετα να είναι ατομική υπόθεση – όλα τα άλλα πρέπει να τα μοιραζόμαστε. Κυρίως όσα βγάζουν προς τα έξω τον κρυμμένο εαυτό μας. Κάτι τέτοιο είναι για πολλούς το πανηγύρι, που δεν είναι έκφραση κοινωνικοπάθειας (προς Θεού), αλλά απαιτεί μαζικότητα, όπως κάθε γεγονός που βασίζεται στο χάβαλο.
Το πανηγύρι είναι μια βραδιά που επιτρέπει κατανάλωση αλκοόλ, χορούς μέχρι το πρωί, απελευθέρωση και επίδειξη. «Χαρτούρα» στην ορχήστρα, παραγγελιές, μαγκιές που μπορεί να κάνουν το χωριό να παραμιλάει. Οχι τυχαία οι πιο θαρραλέοι (και όσοι ντροπή δεν νιώθουν) παίρνουν και το μικρόφωνο και τραγουδάνε. Και ας είναι πιο φάλτσοι κι από τον Κακοφωνίξ που τους παρακολουθεί κρεμασμένος από το δέντρο. Μπορεί να πείσεις τον Ελληνα να μην παρελάσει: παρά τα αντιθέτως λεγόμενα, το πατριωτικό μας φρόνημα δεν είναι από τα δυνατότερα στην Ευρώπη, ίσως γιατί ο πατριωτισμός έχει μπλέξει με τον εθνικισμό και έχει ως εκ τούτου συκοφαντηθεί. Φυσικά δεν είμαστε ο πιο θρήσκος λαός του κόσμου: όταν στην εκκλησία πας μόνο το Πάσχα, δεν έχεις ιδιαίτερο πρόβλημα μια χρονιά να μην το κάνεις γιατί σ’ το ζητούν στο όνομα της δημόσιας υγείας. Φυσικά για τους περισσότερους η Πρωτομαγιά είναι αργία κι όχι απεργία και στις αργίες δεν κατεβαίνουμε στον δρόμο: υποκριθήκαμε ότι εφέτος έπεσε Κυριακή και συμμορφωθήκαμε στην απαγόρευση. Αλλά είναι δύσκολο να γίνει δεκτή η απαγόρευση του πανηγυριού, δηλαδή απαγόρευση ενός ξεφαντώματος που έχει μια μεγάλη δόση προβολής ματαιοδοξίας – ατομικής και κυρίως οικογενειακής και συλλογικής.
Η οικογένεια Τσιτσιμπούμπουρα μπορεί την 25η Μαρτίου να μην έχει πάει ποτέ στο Σύνταγμα να δει τη στρατιωτική παρέλαση
– προτιμά εκείνη τη μέρα να πάει για μπακαλιάρο κάπου νότια. Το Πάσχα το πέρασε σπίτι και το κατσικάκι εφέτος δεν το έψησε στη σούβλα, αλλά στον φούρνο: ήταν μια αληθινή λιχουδιά. Την Πρωτομαγιά σπανίως φεύγει έτσι κι αλλιώς από την Αθήνα – το χωριό πέφτει κομμάτι μακριά για να πας για δυο μέρες. Αλλά στο πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου όλο το χωριό γνωρίζει πως οι Τσιτσιμπουμπουραίοι θα κάνουν χαμό. Οταν ο Γιώργης ο Τσιτσιμπούμπουρας κάνει παραγγελιά και σηκώνεται για ζεϊμπέκικο, θαρρείς πως θα σηκωθούν όλοι και θα του χτυπήσουν μια προσοχή. Και όταν η κόρη του αρχίσει τα τσιφτετέλια, παρά τα κάμποσα παραπάνω κιλά της πια, οι χωριανοί καταλαβαίνουν ότι έχει πατήσει όλες τις πίστες της Ιεράς Οδού μετά τις 4 το βράδυ και πριν ανατείλει ο ήλιος. Την ετήσια αποθέωσή της, όταν ο λαϊκός τραγουδιστής της περιοχής θα της αφιερώσει την «Πριγκιπέσσα» του Σωκράτη Μάλαμα, δεν μπορεί να της τη στερήσει κανείς Χαρδαλιάς. Και ποιος είναι στο φινάλε αυτός; Αυτό το «δεν έχεις τέλος Χαρδαλιά», που λένε κάτι πιτσιρικάδες, δεν το έχει ποτέ της τραγουδήσει σε πανηγύρι.
Κάποιοι θα κατανοήσουν πως μπορούμε να συνεχίσουμε να ζούμε και χωρίς πανηγύρια. Κάποιοι θα πουν ότι για έναν τουλάχιστον χρόνο μια θυσία μπορεί να γίνει. Κάποιοι θα σκεφτούν τους ηλικιωμένους και κάποιοι την καραντίνα στην οποία δεν θέλουν να επιστρέψουν και δεν θα δώσουν το «παρών» στο ετήσιο φεστιβάλ του λούμπεν. Αλλά υπάρχουν και πολλοί που ειδικά εφέτος θα ξεσαλώσουν. Θα σύρουν τον χορό, θα χοροπηδάνε όλο το βράδυ, θα τραγουδάνε παράφορα μέχρι πρωίας, θα το κάψουν. Κάποιοι το πρωί θα παρακαλάνε την Παναγία, για χάρη της οποίας ξεφάντωσαν, να βάλει το χέρι της. Και κάποιοι θα σκέφτονται πως αν μολυνθεί το χωριό θα γίνει τοπικό lockdown – και δεν τους πολυνοιάζει, αφού αυτοί θα είναι σε λίγες μέρες πίσω στην πόλη. Αυτοί ειδικά είναι για τα πανηγύρια. Με όλες τις έννοιες.

