ΗΜικρασιατική Εκστρατεία το 1919-1922 είναι η τελευταία φάση των πολέμων που άρχισαν το 1912 στα Βαλκάνια. Ανήκει στον μακρό Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο που στην Ανατολική και Νοτιοανατολική Ευρώπη κράτησε ως το 1921-22. Η Ελλάδα νίκησε στα Βαλκάνια και κατατροπώθηκε στη Μικρασία. Το ερώτημα ποιος έφταιγε για τη Μικρασιατική Καταστροφή στοίχειωσε την ελληνική πολιτική ζωή για πολλές δεκαετίες.

Το γεγονός ότι η Ελλάδα με τίμημα τον Εθνικό Διχασμό συντάχθηκε με το στρατόπεδο των νικητών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου δεν σήμαινε ότι το μέλλον της ήταν στα χέρια της. Δεν είχε η ίδια τις αντικειμενικές προϋποθέσεις για να πετύχει ή για να επιβάλει εδαφικές απαιτήσεις ούτε τη δυνατότητα ανεξάρτητης πρωτοβουλίας. Βρισκόταν στη θέση του ακολούθου και όχι του συμμάχου και τα περιθώρια πρωτοβουλίας της ορίζονταν αυστηρά από τα μεταβαλλόμενα περιθώρια της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων. Η εγκατάλειψη της Ελλάδας ήταν υπόθεση realpolitik. Το αποτέλεσμα των εκλογών το 1920 (νίκη των βασιλικών και ήττα των βενιζελικών) ήταν ένα καλό πρόσχημα, αλλά τίποτε παραπάνω. Από την πρώτη στιγμή που υπογράφηκε η Συνθήκη των Σεβρών άρχισαν οι προσπάθειες αναθεώρησής της γιατί ήταν εκδικητική και εν τέλει ανεφάρμοστη, και το εθνικό τουρκικό κίνημα άλλαξε τους συσχετισμούς δυνάμεων. Η μόνη δυνατότητα των Ελλήνων θα ήταν μια έντιμη αποχώρηση με προσπάθεια να διασώσουν ό,τι θα μπορούσε να διασωθεί. Αντί του επώδυνου ρεαλισμού, κέρδισε ο ένδοξος τυχοδιωκτισμός με την τελική εκστρατεία στον Σαγγάριο.

Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι είχαν διαρρήξει τη δυνατότητα συμβίωσης χριστιανών και μουσουλμάνων και με την αγριότητα που διεξήχθησαν προκάλεσαν ένα κύμα εκατοντάδων χιλιάδων μουσουλμάνων προσφύγων που κατέφυγαν στη Μικρά Ασία, όπου κατέλαβαν τα σπίτια και τις περιουσίες Ελλήνων που το 1914 είχαν εξοριστεί από τους Νεότουρκους ως ο μακρύς βραχίονας του εχθρού. Οταν επέστρεψαν το 1919, με την ελληνική απόβαση στη Σμύρνη, ακολούθησαν εκδικήσεις και αντεκδικήσεις, ένας ακήρυκτος ανταρτοπόλεμος χωρίς μέτωπα. Η προσφυγιά των ελληνικών πληθυσμών δεν άρχισε το 1922, αλλά το 1914 στη δυτική Μικρά Ασία και το 1916 στον Πόντο. Πολλές φορές πριν διασχίσουν το Αιγαίο ή τον Εβρο οι πληθυσμοί αυτοί ήταν για μήνες και χρόνια πρόσφυγες – διωγμένοι από τα χωριά τους.

Εχουμε συνηθίσει ως τώρα να βλέπουμε τους πρόσφυγες κάθε εθνότητας ξεχωριστά. Αλλά πόσοι άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους ή ξεσπιτώθηκαν και μπήκαν σε αυτή την τρομερή περιπέτεια της προσφυγιάς από την οποία έκαναν δεκαετίες για να συνέλθουν, ανεξάρτητα αν ήταν χριστιανοί ή μουσουλμάνοι; Από το 1912 έως το 1923 συνολικά περίπου 2 εκατομμύρια έχασαν τη ζωή τους. Συνολικά, στα Βαλκάνια και στη Μικρασία, 3,5 εκατομμύρια έγιναν πρόσφυγες, από τους οποίους 1,5 εκατομμύριο ήταν οι Ελληνες. Απολογισμός αυτής της δεκαετίας πολέμων στην ευρωπαϊκή ήπειρο (που περιλαμβάνει και τον ρωσικό εμφύλιο) ήταν γύρω στα 13 εκατομμύρια πρόσφυγες. Αυτές οι τεράστιες απώλειες ήταν αποτέλεσμα ενός συνδυασμού κεντρικών αποφάσεων αλλά και τοπικών συγκρούσεων, του στρατού αλλά και παραστρατιωτικών σωμάτων, σκόπιμης εθνοκάθαρσης αλλά και κλιμάκωσης της σύγκρουσης. Χάθηκαν πληθυσμοί, οικιστικές περιοχές, πολιτισμοί.

Στην Ελλάδα, οι επιπτώσεις της Μικρασιατικής Καταστροφής ήταν καταλυτικές. Οι πόλεμοι 1912-1922, ο εδαφικός διπλασιασμός και οι πρόσφυγες, αποτελούν τη δεύτερη δεκαετία (μετά το 1821-1830), που επανιδρύεται το ελληνικό κράτος. Και οι δύο περίοδοι είναι πολεμικές. Αλλά και το τουρκικό εθνικό κράτος γεννήθηκε από μια θανάσιμη πάλη με το ελληνικό. Η προέλευση και των δύο κρατών εξηγεί γιατί είναι αβυσσαλέο και βαθιά ριζωμένο το χάσμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Απόπειρες όπως το σύμφωνο Βενιζέλου – Ινονού το 1930 και η Συμφωνία Ελσίνκι (Κ. Σημίτης) το 1999 να γεφυρωθεί το χάσμα δεν είχαν πολλές πιθανότητες επιτυχίας. Το βάρος της ιστορίας και των νεκρών αποδείχθηκε δυσβάστακτο.

Συμπερασματικά, πριν ακριβώς έναν αιώνα, τον Σεπτέμβρη του 1922, μετά από τις πολεμικές θύελλες μιας δεκαετίας, ο χάρτης της ευρύτερης περιοχής είχε αλλάξει δραματικά σε σύγκριση με τον Σεπτέμβρη του 1912, πριν τη βαλκανική εξόρμηση. Στην πυκνή αυτή δεκαετία τρεις αυτοκρατορίες διαλύθηκαν και ανασχηματίστηκαν εν μέρει (Αψβουργική, Ρωσική, Οθωμανική), άλλα κράτη διαλύθηκαν και ανασυντέθηκαν (όπως η Σερβία που έγινε Γιουγκοσλαβία), και άλλα διχάστηκαν επεκτεινόμενα (όπως η Ελλάδα). Ολα τα κράτη άλλαξαν σχήμα και απέκτησαν νέους πληθυσμούς. Βέβαια με πολύ μεγάλο κόστος σε ανθρώπινες ζωές και υλικές καταστροφές. Ο ανταγωνισμός ανάμεσα σε δύο διαφορετικές μορφές πολιτικής οργάνωσης, δηλαδή την αυτοκρατορία και το εθνικό κράτος, που είχε αρχίσει πριν έναν αιώνα με την Ελληνική Επανάσταση, έφτασε στα όριά του με την πλήρη επικράτηση των εθνικών κρατών έναν αιώνα αργότερα. Ο Ελληνισμός, που ζούσε σε μια διασπορά στην Ανατολική Μεσόγειο η οποία ήταν κατάλοιπο των μεγάλων ιστορικών αυτοκρατοριών με τις οποίες είχε συνυφανθεί ως κυρίαρχη ή ως υποτελής εθνότητα, συγκεντρώθηκε σε ένα εθνικό κράτος. Αλλά δεν προήλθαν μόνο νέα κράτη, αλλά και νέοι πολίτες, νέες κατηγοριοποιήσεις πολιτών, όπως οι μειονότητες και οι πρόσφυγες, νέες μορφές διακυβέρνησης, αλλά και νέες νοοτροπίες διακυβέρνησης. Γιατί το προσφυγικό ζήτημα δεν είναι περιφερειακό ως προς τη συγκρότηση του κράτους. Υγεία, κοινωνικοί θεσμοί, αγροτική και άλλες μεταρρυθμίσεις, η ώσμωση πολιτικής και ταυτοτήτων, το κοινωνικό ζήτημα έγιναν επείγουσες και πραγματοποιήθηκαν μέσω της πίεσης που προκάλεσε. Τέλος, οι προσφυγικές εμπειρίες, μνήμες και μαρτυρίες εκδημοκράτισαν την ιστορία. Στην οθόνη της, τα βάσανα των απλών ανθρώπων αντικατέστησαν τα κατορθώματα των ηρώων. Αυτή η στροφή άλλωστε στη μνήμη και στους καθημερινούς ανθρώπους σημειώθηκε και στην υπόλοιπη Ευρώπη ως αποτέλεσμα αυτού του μακρού Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι ιστορικός, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.