Ο Μαρτσέλο Φόα είναι ευρωσκεπτικιστής, θιασώτης των θεωριών συνωμοσίας, ενίοτε διασπείρει ψευδείς ειδήσεις, είναι εναντίον των μεταναστών και των ομοφυλοφίλων, δεν είναι σίγουρος για την αποτελεσματικότητα των εμβολίων και θαυμάζει τον Πούτιν. Εδώ και λίγες ημέρες είναι επίσης και ο πρόεδρος της RAI. Την προηγούμενη εβδομάδα η αρμόδια επιτροπή της ιταλικής Βουλής ενέκρινε την τοποθέτηση του Φόα στο τιμόνι της ιταλικής δημόσιας τηλεόρασης και στα έδρανα βουλευτές του κυβερνητικού συνασπισμού χειροκροτούσαν με ενθουσιασμό. Ο Φόα ήταν προσωπική επιλογή του Ματέο Σαλβίνι, ο οποίος έχοντας βρεθεί στην εξουσία, φαίνεται αποφασισμένος να τρολάρει ανελέητα τους Ιταλούς.
Από την πλευρά του ο αρχηγός των Πέντε Αστέρων Λουίτζι Ντι Μάιο δήλωσε ότι ο Φόα θα μπορέσει να ξεριζώσει από τη δημόσια τηλεόραση τα «παράσιτα» με τα οποία την είχαν γεμίσει τα παραδοσιακά κόμματα τις προηγούμενες δεκαετίες. Στην αντίπερα όχθη οι δημοσιογραφικές ενώσεις της Ιταλίας επισημαίνουν ότι η τοποθέτηση του Φόα αποτελεί καίριο πλήγμα στην αξιοπιστία της ενημέρωσης στη δημόσια τηλεόραση.
Απαντώντας σε ερωτήσεις της επιτροπής, ο 55χρονος Φόα τόνισε ότι η RAI «πρέπει να προωθήσει έναν αυθεντικό πολιτικό, πολιτιστικό και θρησκευτικό πλουραλισμό, με σεβασμό σε όλες τις απόψεις», ενώ πρόσθεσε ότι «ποτέ δεν είχα πολιτικές διασυνδέσεις και δεν ανήκω σε κανένα κόμμα». Την υποψηφιότητά του την είχε μπλοκάρει τον Αύγουστο το κόμμα του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, αλλά ύστερα από έντονο παρασκήνιο, τελικά δέχθηκε να την υποστηρίξει. Ο ίδιος ο Μπερλουσκόνι δεν είχε αντίρρηση ως προς το πρόσωπο του Φόα, ζητούσε ωστόσο σημαντικά ανταλλάγματα για να στηρίξει την υποψηφιότητά του, που αφορούσαν τον χρόνο διαφήμισης για τον μπερλουσκονικό μιντιακό όμιλο Mediaset ή τη συνεργασία Λέγκας και Forza Italia σε τοπικό επίπεδο.

«Ελευθερία» του Τύπου

«Προτίθεμαι να τιμήσω τη θέση μου στο όνομα των δημοσιογραφικών αξιών και της ελευθερίας του Τύπου» σημείωσε ο Φόα. Κάπου εδώ τα πράγματα αρχίζουν και δυσκολεύουν. Να θυμίσουμε ότι λίγο πριν από τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ το 2016, ο Φόα αναδημοσίευσε την «είδηση» ότι η Χίλαρι Κλίντον συμμετείχε σε σατανιστικές τελετές. Εναν χρόνο αργότερα, το 2017, «αποκάλυψε» ότι οι ΗΠΑ ετοίμαζαν στρατιωτική επίθεση εναντίον της Συρίας ή της Βόρειας Κορέας ή της Ρωσίας, κάτι που όπως όλοι γνωρίζουν δεν συνέβη ποτέ. Κατά καιρούς έχει χαρακτηρίσει τους ομοφυλοφίλους «ανώμαλους», ενώ είχε προειδοποιήσει ότι τα εμβόλια μπορεί να προκαλέσουν σοκ στα παιδιά. Μήπως η ελευθερία του Τύπου την οποία ευαγγελίζεται ο Φόα είναι η ελευθερία να διασπείρει κανείς fake news;
Ζει ως επί το πλείστον στην Ελβετία όπου διευθύνει έναν τοπικό εκδοτικό όμιλο, ενώ παράλληλα διδάσκει στο Πανεπιστήμιο του Λουγκάνο. Είναι στενός φίλος του Σαλβίνι, ο γιος του οποίου εργάζεται στον όμιλο του Φόα, ο οποίος εργαζόταν στο παρελθόν στην εφημερίδα «Il Giornale» του Μπερλουσκόνι. Μπορεί η τοποθέτησή του να χαρακτηρίζεται από τον κυβερνητικό συνασπισμό ως «ριζοσπαστική», η αλήθεια όμως είναι ότι ο Φόα αποτελεί βασικό κρίκο στην αλυσίδα του κατεστημένου που κυριαρχεί στα ιταλικά μέσα ενημέρωσης εδώ και πολύ καιρό.
Εγινε ευρύτερα γνωστός από τις απόψεις που δημοσίευε στο μπλογκ του στην εφημερίδα «Il Giornale», η οποία κινείται στον χώρο της λαϊκής και άκρας Δεξιάς. Μέσα από τα άρθρα του ο Φόα έχει ταχθεί πολλές φορές εναντίον του ευρώ, το οποίο θεωρεί ως εργαλείο της Γερμανίας για να ασκεί έλεγχο και να επιβάλλει πολιτικές λιτότητας στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου. Ταυτόχρονα έχει επιτεθεί επανειλημμένα εναντίον των παραδοσιακών μέσων ενημέρωσης. Η ειρωνεία ότι η RAI αποτελεί ένα από τα πλέον παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης προφανώς του διαφεύγει.
Αποτέλεσμα της κρίσης
Ο Φόα στο τιμόνι της RAI δεν είναι παρά ένα ακόμη παράδειγμα των τεκτονικών αλλαγών που έχουν επέλθει στην Ιταλία τα χρόνια της κρίσης και είχαν ως αποτέλεσμα την άνοδο στην εξουσία ενός λαϊκιστικού συνασπισμού απολιτικών – ακροδεξιών. Με την ιταλική οικονομία να βρίσκεται στα πρόθυρα νευρικού κλονισμού, η ενημέρωση από τη δημόσια τηλεόραση αποτελεί κομβικό σημείο, δεδομένου ότι η πλειοψηφία των Ιταλών δηλώνει ότι ενημερώνεται πρωτίστως από τη RAI.
Η τοποθέτηση του Φόα δεν προμηνύει τίποτε καλό για την αξιοπιστία της. Να θυμίσουμε ότι η RAI αποτελεί τον μεγαλύτερο οργανισμό ΜΜΕ στην Ιταλία, με αναρίθμητα κανάλια και ραδιοφωνικούς σταθμούς εθνικής και τοπικής εμβέλειας. Στον ανταγωνισμό έρχεται σε δεύτερη θέση μετά το συνδρομητικό κανάλι SkyItalia, ενώ στην τρίτη θέση παραμένει ο όμιλος Mediaset του Μπερλουσκόνι.
Πάντως δεν προκαλεί εντύπωση ότι με πολλές από τις απόψεις του Φόα φαίνεται να συμφωνούν όλο και περισσότεροι Ιταλοί. Το γεγονός ότι η οικονομία της χώρας έχει βαλτώσει μετά την καθιέρωση του ευρώ δεν είναι ανάγκη να είναι κανείς λαϊκιστής ή ακροδεξιός για να το διαπιστώσει. Το παραδέχονται όλοι, αν και οι μεν το αποδίδουν στα ασφυκτικά οικονομικά πλαίσια που επιβάλλονται στην ευρωζώνη και οι δε στο γεγονός ότι η Ιταλία δεν έχει ακόμα προβεί στις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις ώστε να γίνει πιο ανταγωνιστική.
Η αλήθεια είναι ότι η κρίση έχει πλήξει βαθιά τη χώρα, ο θυμός των Ιταλών καθημερινά φουντώνει και η ανεργία και η ανέχεια πλήττουν όλο και μεγαλύτερα στρώματα του πληθυσμού. Αποτέλεσμα όλων αυτών, η άνοδος στην εξουσία πολιτικών σαλτιμπάγκων, που υπόσχονται ρήξη με το παρελθόν προσφέροντας μία από ίδια.
Οταν η πολιτική αντιπαράθεση και οι μάχες των εντυπώσεων έχουν περάσει στα κοινωνικά δίκτυα, όπως το Twitter, τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης αποτελούν σταθερό στόχο για όσους πολιτικούς θέλουν να ντυθούν τον μανδύα του φορέα αλλαγών, ενώ στην ουσία θέλουν απλά να αντικαταστήσουν τα υπάρχοντα κέντρα εξουσίας με άλλα πιο φιλικά προς τις πολιτικές τους.
Η «εναλλακτική» πληροφόρηση μέσα από το Διαδίκτυο κερδίζει συνεχώς έδαφος, με αποτέλεσμα οι ψευδείς ειδήσεις να κυριαρχούν στον ανελέητο αγώνα να αποσπάσουν την προσοχή των ψηφοφόρων. Η τοποθέτηση του Φόα στη RAI σηματοδοτεί το πέρασμα της ιταλικής δημόσιας τηλεόρασης στη νέα εποχή, στην οποία το ψεύδος και η αλήθεια μπερδεύονται πικρά κάνοντας και τα δύο να χάσουν το νόημά τους.