Στις 30 Ιουνίου, το Ανώτατο Εκλογοδικείο της Βραζιλίας απεφάνθη ότι στερεί, για τα επόμενα οκτώ χρόνια, το δικαίωμα του εκλέγεσθαι από τον ακροδεξιό πρώην πρόεδρο Ζαΐρ Μπολσονάρου, επειδή είχε υποστηρίξει ότι είχε σημειωθεί νοθεία στις εκλογές του 2022, τις οποίες έχασε από τον κεντροαριστερό Λούλα.

Την περασμένη Τρίτη, το ίδιο δικαστήριο συνεδρίασε εκ νέου και εξέδωσε την ίδια απόφαση. Λίγες ημέρες μετά την ήττα του Μπολσονάρου, υποστηρικτές του έκαναν έφοδο στις εγκαταστάσεις του Ανώτατου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου, του Κοινοβουλίου και της Προεδρίας αμφισβητώντας το εκλογικό αποτέλεσμα. Πρότυπο εκείνων των «ακτιβιστών» ήταν οι αμερικανοί υποστηρικτές του πρώην προέδρου Ντόναλντ Τραμπ που εισέβαλαν στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου 2021, αμφισβητώντας τη νίκη του Τζο Μπάιντεν στις εκλογές του 2020 και απειλώντας με κατάλυση την αμερικανική δημοκρατία.

Ο Μπολσονάρου ενδέχεται να ασκήσει έφεση. Ομως ακόμη και αν την κερδίσει, η δεύτερη δικαστική απόφαση (και άρα η δεύτερη απαγόρευση που του στερεί το δικαίωμα του εκλέγεσθαι) θα ισχύει. Η Δικαιοσύνη της Βραζιλίας θέτει, προς το παρόν, σοβαρά εμπόδια στην επιστροφή του Μπολσονάρου στην πολιτική.

Φαβορί στους Ρεπουμπλικάνους

Θα καταφέρει, άραγε, η αμερικανική Δικαιοσύνη να θέσει αντίστοιχα προσκόμματα στον Τραμπ, ώστε να μην μπορεί να είναι υποψήφιος στις προεδρικές εκλογές του 2024; Το ερώτημα, που δεν αφορά μόνον τις ΗΠΑ αλλά όλον τον πλανήτη, επανήλθε στο προσκήνιο με αφορμή δύο δίκες του Τραμπ, οι οποίες ξεκίνησαν η πρώτη την περασμένη Δευτέρα ενώπιον του Πολιτειακού Δικαστηρίου του Κολοράντο, στο Ντένβερ, και η δεύτερη ενώπιον δικαστηρίου της Μινεσότα, την περασμένη Πέμπτη.

Εναν χρόνο πριν από τις εκλογές, και ενώ αντιμετωπίζει ποινικές διώξεις σε ομοσπονδιακό και πολιτειακό επίπεδο για απάτη και παρακράτηση εγγράφων, θέτοντας σε κίνδυνο την αμερικανική δημοκρατία, ο Τραμπ παραμένει στις δημοσκοπήσεις φαβορί για το χρίσμα του υποψηφίου του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, με 57,1% έναντι 13,9% του κυβερνήτη της Φλόριδας Ρον ντε Σάντις και 7,9% της Νίκι Χέιλι, πρώην κυβερνήτου της Νότιας Καρολίνας (δημοσκόπηση YouGov για τον Economist, 31/10).

Η αγωγή στο Κολοράντο

Η δίκη στο Πολιτειακό Δικαστήριο του Κολοράντο, η οποία ολοκληρώνεται αύριο, θεωρείται ήδη ιστορική: για πρώτη φορά στην αμερικανική ιστορία η Δικαιοσύνη καλείται να αποφανθεί αν ο πιθανός υποψήφιος ενός μεγάλου πολιτικού κόμματος πληροί τις προϋποθέσεις για να εκλεγεί πρόεδρος. Εξι ψηφοφόροι του Κολοράντο, μαζί με την οργάνωση Citizens for Responsibility and Ethics της Ουάσιγκτον, κατέθεσαν αγωγή, υποστηρίζοντας ότι ο Τραμπ δεν μπορεί να είναι υποψήφιος με βάση την περίπτωση 3 του άρθρου 14 του αμερικανικού Συντάγματος. Στη συγκεκριμένη περίπτωση αναφέρεται ότι δεν μπορεί να θέσει υποψηφιότητα για το προεδρικό αξίωμα «οποιοσδήποτε εμπλέκεται σε εξέγερση ή στάση» κατά του Συντάγματος, το οποίο έχει προηγουμένως ορκιστεί ότι θα προστατεύει.

Οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι οι προσπάθειες του Τραμπ να ακυρώσει το αποτέλεσμα των εκλογών του 2020 (οι πράξεις του μετά τις εκλογές και κατά την ημέρα που οι υποστηρικτές του εισέβαλαν στο Καπιτώλιο) εμπίπτουν στα κριτήρια ώστε μην μπορεί να είναι υποψήφιος.

Η πρόεδρος του Πολιτειακού Δικαστηρίου του Κολοράντο, Σάρα Μπ. Γουόλας, έθεσε εννέα ζητήματα τα οποία εξετάζονται κατά τη διάρκεια της δίκης. Μεταξύ αυτών, το κατά πόσον η περίπτωση 3 του άρθρου 14 του αμερικανικού Συντάγματος ισχύει και για τους αμερικανούς προέδρους, το πώς ερμηνεύονται οι όροι «εμπλέκεται» και «εξέγερση» στη συγκεκριμένη περίπτωση, το κατά πόσον οι πράξεις του Τραμπ εμπίπτουν στην ερμηνεία αυτών των όρων και το αν το συγκεκριμένο άρθρο μπορεί να εφαρμοστεί «αυτομάτως», δηλαδή χωρίς να απαιτείται ειδική πράξη από το Κογκρέσο που θα προσδιορίζει επί ποίου προσώπου θα εφαρμοστεί.

Τι λέει το άρθρο 14 του Συντάγματος

Ολα αυτά τα ερωτήματα συζητούνται ήδη από την ημέρα της εισβολής στο Καπιτώλιο και πολύ πιο έντονα μετά την ανακοίνωση του Τραμπ ότι προτίθεται να θέσει υποψηφιότητα για πρόεδρος των ΗΠΑ το 2024. Δεν υπάρχει όμως προηγούμενη ανάλογη εμπειρία στην αμερικανική πολιτική, η οποία θα μπορούσε να συμβάλει στο να απαντηθούν αυτά τα ερωτήματα. Το άρθρο 14 επικυρώθηκε λίγο μετά τον Αμερικανικό Εμφύλιο (1861-1865) και η διάταξη περί ακαταλληλότητας ενός υποψηφίου για το προεδρικό αξίωμα αφορούσε αρχικώς πολίτες οι οποίοι είχαν πολεμήσει στο πλευρό των Συνομόσπονδων Πολιτειών (δηλαδή των Νοτίων). Στη σύγχρονη εποχή, τα αμερικανικά δικαστήρια σπανίως είχαν την ευκαιρία να εξετάσουν την εφαρμογή του άρθρου 14 και πάντως ποτέ σε μια τόσο κρίσιμη υπόθεση.

Διακεκριμένοι νομικοί, όπως οι συντηρητικοί καθηγητές Συνταγματικού Δικαίου Ουίλιαμ Μπάουντ και Μάικλ Στόουκς Πόλσεν, σε ακαδημαϊκό τους άρθρο, αλλά και ο συντηρητικός πρώην δικαστής Τζ. Μάικλ Λούτιγκ και ο φιλελεύθερος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Λόρενς Τράιμπ στο Atlantic, υποστηρίζουν ότι το άρθρο 14 ισχύει στην περίπτωση του Τραμπ. Η άποψή τους ωστόσο διαφέρει από άλλων συναδέλφων τους, πολλοί εκ των οποίων έχουν υποστηρίξει στον αμερικανικό Τύπο ότι τα ζητήματα που εγείρονται είναι πολύ σύνθετα.

Στο Ανώτατο Δικαστήριο η τελική ετυμηγορία

Οποιες και αν είναι οι δικαστικές αποφάσεις στις συγκεκριμένες δίκες για τον Τραμπ, δεν θα είναι τελεσίδικες. Ανεξαρτήτως του νικητή, είναι βέβαιο ότι θα ασκηθούν εφέσεις και ότι το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, του οποίου η πλειοψηφία είναι συντηρητική 6-3 (συμπεριλαμβανομένων των τριών δικαστών που έχουν διοριστεί από τον Τραμπ), θα έχει την τελευταία λέξη. Το Αtlantic ωστόσο σημείωσε ότι δεν είναι δεδομένο ότι το Ανώτατο Δικαστήριο θα αποφανθεί υπέρ του Τραμπ σε περίπτωση που χάσει τη δίκη στο Κολοράντο και ασκήσει έφεση. Και προσέθεσε ότι αν το Κολοράντο μπλοκάρει τελικώς την υποψηφιότητα του Τραμπ, άλλες Πολιτείες όπως η Μινεσότα και το Μίσιγκαν μπορεί να κάνουν το ίδιο. Υπάρχει βεβαίως πάντα και η άποψη όσων υποστηρίζουν ότι ο μόνος τρόπος να ηττηθεί ο Τραμπ είναι στην κάλπη. Δεδομένης της κρίσιμης διεθνούς συγκυρίας (πόλεμος στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή), η άποψη αυτή θεωρείται παρακινδυνευμένη.