Οι νεότερες ηλικίες που χρησιμοποιούν το TikTok θα έλεγαν πως οι μεγαλύτεροι το «μπανάρουν». Ο νεολογισμός προέρχεται από την αγγλική λέξη «ban» που σημαίνει «απαγορεύω». Οπως και να το πει κανείς, είναι αυτό ακριβώς που κάνουν πολλές δυτικές κυβερνήσεις με το TikTok, το οποίο φαίνεται να πέφτει θύμα – εν πρώτοις στις κυβερνητικές συσκευές – όχι μόνο της επιτυχίας του αλλά και της προέλευσής του. Η δημοφιλής πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης κατέκτησε τον κόσμο με ορμητήριο την Κίνα και αυτό ακριβώς – λένε κυβερνήσεις αλλά εσχάτως και ιδιωτικές εταιρείες – εγείρει θέμα ασφάλειας δεδομένων.

Πρωτομάστορας αυτού του τείχους είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες που κινούνται στην κατεύθυνση της πλήρους απαγόρευσης στη χώρα. Η κίνηση έχει γίνει στόχος επικρίσεων αλλά το αντεπιχείρημα δεν στερείται ουσίας. Θεωρητικά, το καθεστώς του Πεκίνου έχει πρόσβαση σε οποιαδήποτε κινεζική εταιρεία. Από την άλλη πλευρά, οι αξιωματούχοι εθνικής ασφάλειας δεν έχουν παρουσιάσει ολοκληρωμένα στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι το TikTok παρέχει στην κυβέρνηση της Κίνας πρόσβαση στα δεδομένα των Αμερικανών ή πως επιτρέπει στον αλγόριθμο συστάσεών του να διαδίδει κινεζική προπαγάνδα. Για την ώρα, επισημαίνουν τέτοιους κινδύνους ως πιθανότητα.

Η σύγχυση με τα δεδομένα

Αναλυτές σημειώνουν, εξάλλου, πως σε ό,τι αφορά τα δεδομένα των χρηστών, το Πεκίνο διαθέτει πολλά και άλλα όπλα στο οπλοστάσιό του. Επειτα, είναι δεδομένο πως όλες οι δημοφιλείς εφαρμογές συλλέγουν κάποιου είδους προσωπικά δεδομένα των χρηστών, τις οποίες και μοιράζονται με τρίτα μέρη. Κι ενώ η Ευρωπαϊκή Ενωση διαθέτει ένα ευρύ νομοθετικό πλαίσιο περί απορρήτου, το αμερικανικό Κογκρέσο δεν έχει συμφωνήσει για την εθνική νομοθεσία περί απορρήτου, αφήνοντας τα διαδικτυακά δικαιώματα δεδομένων των Αμερικανών έρμαιο ενός συνονθυλεύματος ομοσπονδιακών και πολιτειακών νόμων.

Στο μεταξύ, σωρεία δεδομένων σχετικά με τις αγοραστικές συνήθειες των Αμερικανών, το ιστορικό περιήγησης και την τοποθεσία σε πραγματικό χρόνο, που συλλέγονται από ιστοσελίδες και εφαρμογές, αγοράζονται και πωλούνται στην ανοιχτή αγορά σε μια βιομηχανία πολλών εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων. Οι ειδικοί σημειώνουν πως εάν το κινεζικό καθεστώς ήθελε αυτά τα δεδομένα, θα μπορούσε να τα αποκτήσει χωρίς τη βοήθεια του TikTok.

«Κοιτάξτε το Facebook»

«Δεν νομίζω ότι υπάρχει θέμα ιδιοκτησίας εδώ» έχει δηλώσει από την πλευρά του Σου Ζι Τσιου, CEO της εταιρείας, κατά την ακρόασή του ενώπιον του Κογκρέσου. «Με πολύ σεβασμό: Οι αμερικανικές εταιρείες κοινωνικής δικτύωσης δεν έχουν καλά αποτελέσματα όσον αφορά το απόρρητο και την ασφάλεια των δεδομένων. Εννοώ, κοιτάξτε το Facebook και την Cambridge Analytica» είχε προσθέσει ακόμη αναφερόμενος στο σκάνδαλο του 2018 στο οποίο τα δεδομένα των χρηστών του Facebook βρέθηκαν να έχουν συγκεντρωθεί κρυφά από μια βρετανική εταιρεία πολιτικών συμβούλων.

Τεχνολογία και σκάνδαλα

Εστιάζοντας στην κινεζική ιδιοκτησία του TikTok, το Κογκρέσο δείχνει να κοιτάζει το δέντρο χάνοντας το δάσος. Κι αυτό, όπως έγραφε πρόσφατα η Τζούλια Ανγκγουιν στη «Washington Post», δεν είναι άλλο από τον τεράστιο όγκο δεδομένων που συλλέγουν οι εφαρμογές που υποστηρίζονται από διαφημίσεις – όπου κι αν εδρεύουν.

Αξίζει να σημειωθεί πως υπάρχουν πολλές εταιρείες τεχνολογίας που έχουν εμπλακεί σε σχετικά σκάνδαλα – η Hewlett-Packard κατασκόπευε δημοσιογράφους, η Uber είχε καλύψει τη διαρροή αρχείων 57 εκατομμυρίων χρηστών, υπάλληλοι της Google εκμεταλλεύονταν την πρόσβασή τους σε δεδομένα και το Twitter είχε προσλάβει έναν σαουδάραβα κατάσκοπο που παρακολουθούσε αντιφρονούντες.

Ομοίως, οι κίνδυνοι για τους εθιστικούς αλγορίθμους του TikTok, τις επιπτώσεις του στην ψυχική υγεία των εφήβων και τη διάδοση προπαγάνδας και ακραίου περιεχομένου ελλοχεύουν και στους αμερικανούς «αντιπάλους» του, συμπεριλαμβανομένου του YouTube, της Google και του Instagram της Meta.

Οι ωφελημένοι της απαγόρευσης

Σε μία άλλη παράμετρο, το TikTok αποτελεί την πρώτη πραγματική απειλή για την κυριαρχία του Μαρκ Ζάκερμπεργκ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης εδώ και χρόνια.

Η Meta, η μητρική εταιρεία του Facebook και του Instagram, προσπαθεί απεγνωσμένα να καλύψει τη διαφορά, συμπεριλαμβανομένης της προσθήκης στο Instagram μίας ενότητας αντίστοιχης με το TikTok, τα Reels. Η «Washington Post» ανέφερε πέρυσι ότι η Meta προσέλαβε ακόμη και μια εταιρεία συμβούλων για να «ενορχηστρώσει μια εθνική εκστρατεία που επιδιώκει να στρέψει το κοινό ενάντια στην TikTok».

Οι παραπάνω εταιρείες είναι αυτές που θα επωφεληθούν κυρίως αν το TikTok ξαφνικά εξαφανιστεί από τα καταστήματα εφαρμογών. Ελλείψει ουσιαστικών κανόνων που να περιορίζουν τη συλλογή δεδομένων, τη δημιουργία προφίλ χρηστών και τη στόχευση διαφημίσεων από τις εταιρείες του Διαδικτύου, η εναλλακτική λύση στον αδιαφανή αλγόριθμο του TikTok φαίνεται να είναι ο αδιαφανής αλγόριθμος του Facebook, της Google και του Twitter.

Το «μπλόκο» στην Ελλάδα

Τις δυτικές ανησυχίες για το TikTok συμμερίζεται και η ελληνική κυβέρνηση. Σε συνέντευξή του, την περασμένη Τετάρτη, στην τηλεόραση του Mega ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναγνώρισε μεν τη δημοφιλία και επομένως τη χρησιμότητα του μέσου κοινωνικής δικτύωσης στην επικοινωνία, πρόσθεσε ωστόσο ότι δεν έχει την εφαρμογή στο κινητό, ενώ σχετική εντολή «απαγορευτικού» έχει δώσει και στα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου.

Πίσω από την επιτυχία της εφαρμογής

Βασικό πλεονέκτημα το ψυχολογικό προφίλ

Καθώς βρίσκεται στην καρδιά της κουλτούρας της σημερινής νεολαίας, το TikTok είναι κομμάτι της καθημερινότητας για τους περισσότερους από 1 δισεκατομμύριο χρήστες του παγκοσμίως.
Με μια γκάμα φαινομενικά ατελείωτου περιεχομένου, που εκτείνεται από viral χορογραφίες μέχρι κωμικά σκετς, συμβουλές για καθημερινές διαδικασίες όπως μαγειρική ή καθάρισμα, τραγούδια και τις σκέψεις της Gen Z, είναι «η εφαρμογή του 21ου αιώνα», όπως τη χαρακτηρίζει ο «Guardian».

Η τόσο μεγάλη δημοτικότητα του TikTok οφείλεται εν μέρει στον αλγόριθμο συστάσεων που καθοδηγεί την κύρια ροή του, τη σελίδα «Για εσάς». Η εφαρμογή φαίνεται να έχει μια ασυνήθιστη ικανότητα να επεξεργάζεται αυτό που αρέσει στους χρήστες της και να τους «παρασύρει», εξ ου και ο μεγάλος καθημερινός χρόνος προβολής. Ο Μαρκ Φαντούλ, διευθυντής της AI Forensics, μιας ευρωπαϊκής μη κερδοσκοπικής οργάνωσης που ερευνά αλγορίθμους, εξηγεί ότι το βασικό πλεονέκτημα του TikTok είναι η ικανότητά του να δημιουργεί ένα λεπτομερές ψυχολογικό προφίλ ενδιαφέροντος και θεμάτων των χρηστών που περιηγούνται στην εφαρμογή, δημιουργώντας ένα ίχνος αποκαλυπτικών δεδομένων.

«Αυτό που κάνει το TikTok ξεχωριστό και διαφορετικό από τα άλλα είναι ο ρυθμός με τον οποίο συλλέγει δεδομένα από την αλληλεπίδρασή σας μαζί του. Εάν αφιερώσετε μία ώρα στο TikTok, θα κάνετε scroll σε πολλές εκατοντάδες – έως και 1.000 – βίντεο και κάθε προβολή θα δημιουργήσει δεδομένα, όπως η διάρκεια προβολής, που επιτρέπει στο TikTok να βελτιώσει τη στόχευσή του».
Αλλά ακριβώς αυτός ο ιδιαίτερος αλγόριθμος προκαλεί τη δυτική καχυποψία που θα μπορούσε να «σκοτώσει» την εφαρμογή.

Μία υποψία που έγινε ισχυρότερη μετά την κατάθεση του διευθύνοντος συμβούλου της μπροστά στο Κογκρέσο. Συγκεκριμένα, την επόμενη μέρα, χρήστες σε όλον τον κόσμο ανέφεραν μια πλημμύρα «υποστηρικτικών» βίντεο που εμφανίστηκαν στις σελίδες τους «Για εσάς» και μοιράστηκαν τις υποψίες τους ότι το TikTok προωθούσε τεχνητά περιεχόμενο ενάντια στην επικείμενη απαγόρευση. Ωστόσο, το TikTok αρνείται οποιαδήποτε παρέμβαση. Η αδιαφάνεια του αλγορίθμου που επιτρέπει αυτή την υποψία, είναι η ίδια αδιαφάνεια που έχει προκαλέσει την ανησυχία της παρέμβασης του κινεζικού καθεστώτος.

Οπως και να έχει, ανεξαρτήτως της έκβασης του «αγώνα επιβίωσης» της εφαρμογής, είναι γεγονός πως το TikTok άλλαξε τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για τα καλά – και με τρόπο που θα κάνει τη ζωή πιο δύσκολη για τις υπάρχουσες κοινωνικές εφαρμογές.

Από την είσοδό του στην Αμερική το 2017, το TikTok έχει προσελκύσει περισσότερους χρήστες από όλα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με εξαίρεση ελάχιστα, τα οποία υπάρχουν σχεδόν τα διπλάσια χρόνια. Επιπλέον, στο νεανικό κοινό συνθλίβει τον ανταγωνισμό. Οι Αμερικανοί ηλικίας 18-24 ετών περνούν μία ώρα την ημέρα στο TikTok, διπλάσιο από ό,τι στο Instagram και στο Snapchat, και πάνω από πέντε φορές από ό,τι στο Facebook, το οποίο πλέον είναι κυρίως μέσο επικοινωνίας για μεγαλύτερες ηλικίες, σύμφωνα με έρευνα του «Economist».