Εζησε μια ζωή μοναχική έχοντας επιλέξει να τον περιβάλλει η απόλυτη ομορφιά, αλλά μόνο όταν εκείνος τo αποζητούσε. Λίγοι θυμoύνταν την όψη του καθότι απεχθανόταν τη δημοσιότητα, λέγεται μάλιστα ότι είχε αναθέσει στη βοηθό του να οργανώσει την κηδεία του προτού ανακοινώσει τον θάνατό του, γιατί δεν ήθελε να τον συνοδεύσει στην τελευταία του κατοικία «ένα άχρηστο πλήθος που ξέρει μόνο να κουτσομπολεύει και να κάνει δημόσιες σχέσεις». Ακόμα λιγότεροι γνώριζαν ότι αυτός ο ψηλόλιγνος, ευθυτενής και κομψότατος άνδρας ζούσε για να απολαμβάνει τη συντροφιά των έργων τέχνης της συλλογής του, τα οποία συγκέντρωνε με ιδιαίτερη επιμέλεια. Εργα καλλιτεχνών όπως ο μανιεριστής Τζάκοπο Ποντόρμο, ο χαράκτης της μπαρόκ περιόδου Χοσέ ντε Ριμπέρα, ο συνεχιστής του Ροκοκό Πομπέο Μπατόνι ή ο ιμπρεσιονιστής Πιερ Ογκίστ Ρενουάρ, δίχως ποτέ να διστάσει να αποκτήσει δημιουργίες και των πιο «σύγχρονων», όπως ο Πάουλ Κλέε, ο Πάμπλο Πικάσο ή ο Αμεντέο Μοντιλιάνι, ο Αλμπέρτο Τζιακομέτι ή ο Αλμπέρτο Μπούρι και ο Λούτσιο Φοντάνα – ναι, καλά το καταλάβατε, η έμφαση δινόταν στους ιταλούς καλλιτέχνες.

Οταν έφυγε λοιπόν από τη ζωή το 2015, στα 93 του χρόνια, η συλλογή του είδε απότομα το φως της δημοσιότητας και έκτοτε παραμένει ορατή για όποιον/α επιθυμεί να θαυμάσει το γούστο του ανδρός που ονομαζόταν Φεντερίκο Τσερούτι. Οχι, δεν ήταν μέλος της γνωστής οικογενείας που έχει κάνει το επώνυμο αυτό γνωστό στον χώρο της μόδας. Ο Τσερούτι είχε τη δική του οικογενειακή βιομηχανία από την οποία αντλούσε τους πόρους για να ικανοποιεί το πάθος του, κι ας ήταν πιο ταπεινός ο χαρακτήρας της. Και το όνομα αυτής, Legatoria Industriale Torinese, μια ιδιαίτερα ανθηρή εταιρεία βιβλιοδεσίας, η οποία ήταν ιδιαίτερα επικερδής από τη δεκαετία του ’50, όταν δηλαδή την ανέλαβε ο ίδιος και τη μετέτρεψε από μια καταπονημένη οικογενειακή επιχείρηση που είχε δεχτεί ισχυρό πλήγμα στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου σε μια ακμάζουσα βιομηχανία έως και τη δεκαετία του ’90. Ο Φεντερίκο Τσερούτι ήταν ένας πολυεκατομμυριούχος και η αξία της συλλογής του, η οποία εκτός από τέχνη περιλάμβανε και βιβλία, κεραμικά, έπιπλα, αποτιμήθηκε στα 600 εκατομμύρια δολάρια λίγο καιρό μετά τον θάνατό του. Από τη δεκαετία του ’50 και μετά ο Τσερούτι είχε συγκεντρώσει σχεδόν 300 έργα ζωγραφικής και γλυπτικής που είχαν φιλοτεχνηθεί σε περιόδους από τον 12ο ως τον 20ό αιώνα, περί τα 300 σπάνια βιβλία και έναν αντίστοιχο αριθμό επίπλων και χαλιών. Η συλλογή του ήταν επικεντρωμένη στην ιταλική παράδοση, αλλά δεδομένης της καθοριστικής σημασίας της στη διαμόρφωση της δυτικής δημιουργίας παρέχει αυτομάτως μια πανοραμική εικόνα της ιστορίας της ευρωπαϊκής τέχνης από την Αναγέννηση μέχρι σήμερα.

Ο διάδρομος που οδηγεί στο κλιμακοστάσιο.

Η βίλα πάνω στους λόφους

Τα έργα αυτά στεγάζονταν στη βίλα που είχε χτίσει στους λόφους πάνω από το Τορίνο τη δεκαετία του ’60, μια κατοικία σε εξοχικό «στυλ Προβηγκίας». Το αξιοσημείωτο είναι ότι ο Φεντερίκο Τσερούτι είχε επιλέξει να μη μένει σε αυτή – το σπίτι του ήταν ένα διαμέρισμα σε μια μουντή πολυκατοικία κοντά στο εργοστάσιό του στο Τορίνο. Μονάχα τις Κυριακές έπαιρνε το γεύμα του στο σπίτι στην εξοχή, είτε στo αίθριό του περιτριγυρισμένος από ορχιδέες αν ήταν καλοκαίρι είτε στην τραπεζαρία, όπου βρίσκονταν οι πίνακες του Τζιόρτζιο ντε Κίρικο – είχε δέκα στην κατοχή του. Το γούστο του Τσερούτι ήταν ιδιαίτερα εκλεπτυσμένο. Στην κύρια κρεβατοκάμαρα του σπιτιού κρέμονταν πίνακες της πρώιμης Αναγέννησης, στο δωμάτιο ζωγραφικής προτιμούνταν εκείνοι της όψιμης. Τα έργα ήταν ταξινομημένα χρονολογικά κατά κύριο λόγο. Ενα γυμνό του Τζιοβάνι Μπολντίνι ερχόταν σε αντιπαραβολή με έργα του 19ου αιώνα, ο Κλέε βρισκόταν δίπλα στον Ουμπέρτο Μποτσιόνι και τον Μοντιλιάνι, ο Αλμπέρτο Μπούρι μαζί με τους μοντέρνους καλλιτέχνες.

Ενα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αυτού του σπιτιού παραμένει o πύργος-παρατηρητήριό του που, όπως λέγεται, είναι εμπνευσμένος από το πανταχού παρόν οικοδόμημα στους πίνακες του Ντε Κίρικο. Παραδόξως, οι πίνακες του Ντε Κίρικο δεν βρίσκονται σε αυτό το αρχιτεκτονικό σκέλος του σπιτιού, καθώς τα χρώματα και η διακόσμηση που είχε επιλέξει ο Τσερούτι για τους χώρους του πύργου παραπέμπουν στην Porta Palatina, την πύλη που αποτελεί ένα από τα πιο διάσημα αξιοθέατα της ρωμαϊκής εποχής στο Τορίνο. Ο διακαής πόθος του Τσερούτι ήταν να πεθάνει στην κρεβατοκάμαρα στον τελευταίο όροφο του πύργου, περιστοιχισμένος από πίνακες του ιταλικού Μεσαίωνα, όμως η ζωή – ή μάλλον ο θάνατος – είχε άλλα πλάνα: ο ιταλός συλλέκτης άφησε την τελευταία του πνοή σε ένα νοσοκομείο στο Τορίνο δίχως κανείς να γνωρίζει το πολύτιμο μυστικό του.

Ωστόσο, δεδομένου ότι δεν απέκτησε απογόνους, είχε μεριμνήσει να ιδρύσει το Fondazione Francesco Federico Cerruti per l’ Arte όσο βρισκόταν ακόμα εν ζωή, προκειμένου να κατοχυρώσει και μετά θάνατον τη βίλα, τη συλλογή του, όπως και ένα κεφάλαιο για την ασφαλή διαχείρισή τους. Mε αυτόν τον στόχο πραγματοποιήθηκε η συνεργασία με το Castello di Rivoli – Museo d’ Αrte Contemporanea στα περίχωρα του Τορίνο – παρεμπιπτόντως το πρώτο μουσείο του είδους του που ιδρύθηκε στην Ιταλία – ώστε να καταστεί η συλλογή του προσβάσιμη σε ένα ευρύ κοινό. Αφότου λοιπόν έγιναν όλες οι απαραίτητες εργασίες συντήρησης στη βίλα του, άρχισε να λειτουργεί ως χώρος επισκέψιμος από το 2017 υπό τη μέριμνα του Castello di Rivoli – Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης.

To μουσείο ανέθεσε σε μια ομάδα εξήντα ατόμων να διερευνήσει την προέλευση κάθε έργου της συλλογής. Ανάμεσά τους υπήρξε ένας πίνακας του ζωγράφου της Αναγέννησης Γιάκοπο ντελ Σελάιο, στον περίφημο πύργο της βίλας, ο οποίος, όπως αποδείχθηκε, ήταν προϊόν ληστρικής επιδρομής από ναζί στο σπίτι του βιεννέζου εβραίου συλλέκτη Γκούσταβ Αρενς στη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Ο Τσερούτι είχε αγοράσει τον πίνακα τη δεκαετία του ’80 και έπειτα από επικοινωνία του Μουσείου Castello di Rivoli με το Γραφείο Επεξεργασίας Αξιώσεων Θυμάτων του Ολοκαυτώματος της Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών της Πολιτείας της Νέας Υόρκης, η οποία συνεργάζεται με τους κληρονόμους του Αρενς, ο πίνακας παρέμεινε στη θέση του (αφότου πληρώθηκε ένα σχετικό τίμημα σε αυτούς τους κληρονόμους).

Oπότε το σπίτι παραμένει άθικτο, ακριβώς όπως το είχε οργανώσει ο Τσερούτι όσο ζούσε. Η διακόσμηση είναι βαριά, παραπέμπει στο ασφυκτικά λαμπρό στυλ εσωτερικής διακόσμησης Ρότσιλντ, κοινώς στη συνύπαρξη πολυτελών επίπλων του 18ου αιώνα με πίνακες των Old Masters, μια προσέγγιση παρόμοια με εκείνη που συναντά κανείς στα σπίτια-μουσεία τα οποία στεγάζουν τη Συλλογή Γουάλας στο Λονδίνο ή εκείνη του Νισίμ ντε Καμοντό στο Παρίσι. Για ορισμένους, όλος αυτός ο διακοσμητικός «θόρυβος» αποτελεί εμπόδιο για τη θέαση των έργων μοντέρνας τέχνης. «Μα είναι υπέροχο. Θυμίζει μια μεγάλη εγκατάσταση ενός καλλιτέχνη» σχολίαζε σχετικά η διευθύντρια του Castello di Rivoli – Museo d’ Αrte Contemporanea, Κάρολιν Κριστόφ-Μπακάργκιεφ, στην εφημερίδα «The New York Times».

Ο μονήρης εκκεντρικός συλλέκτης

Ο Φεντερίκο Τσερούτι είχε γεννηθεί στο ξεκίνημα μιας νέας χρονιάς, την 1η Ιανουαρίου του 1922, σε μια οικογένεια από τη Γένοβα που είχε στην κατοχή της ένα μικρό βιομηχανικό βιβλιοδετείο. Μετά τη μετακόμισή τους στο Τορίνο το 1923 οι επιχειρήσεις επεκτάθηκαν, όμως ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος που ήρθε αργότερα μαζί με τους βομβαρδισμούς του έπληξαν βαρύτατα τα οικονομικά της οικογένειας. Ο Φεντερίκο Τσερούτι διέθετε ένα εμμονικό εργασιακό ήθος και πίστευε ότι η σκληρή δουλειά είναι η υπέρτατη αξία, κάτι που εξηγεί γιατί δεν αποζήτησε ποτέ τη χλιδή ή τη δημόσια επίδειξη του πλούτου του. Ισως να είχε συμβάλει και το γεγονός ότι είχε γλιτώσει από καθαρή τύχη τον θάνατο καθώς είχε προγραμματιστεί να πλεύσει με το θωρηκτό «Roma», αλλά δεν βρισκόταν εν πλω όταν εκείνο έφυγε από το λιμάνι το 1943 και βομβαρδίστηκε από τη Luftwaffe, την Πολεμική Αεροπορία της Γερμανίας, οδηγώντας στον θάνατο 1.393 άνδρες. Η απροθυμία του να ζει περισσότερο στη βίλα που είχε χτίσει – λέγεται ότι είχε περάσει σε αυτή μόλις ένα βράδυ σε ολόκληρη τη ζωή του – πήγαζε και από το γεγονός ότι το επόμενο πρωινό μετά τη μία και μοναδική του διανυκτέρευση εκεί τον είχε ταλαιπωρήσει το λεγόμενο σύνδρομο Σταντάλ, η συντριπτική αντίδραση στο… overdose θέασης έργων τέχνης.

Ο Τσερούτι δεν είχε φίλους, η τέχνη που συνέλεγε ήταν η οικογένειά του, μαζί με την πιστή οικονόμο του Μαρτσελίνα. Λέγεται όμως ότι έκανε δύο πάρτι τον χρόνο, ένα στα γενέθλιά του και ένα άλλο στην ονομαστική του εορτή, σύμφωνα με ένα άρθρο της «Art Newspaper». Τα δε Χριστούγεννα τα περνούσε με αστέγους στους οποίους έδινε ακριβά και προσεγμένα δώρα. Είχε βέβαια δεχτεί και μικρές ομάδες φιλότεχνων σε αυτή την κατοικία, οι οποίοι έμεναν εντυπωσιασμένοι από το εύρος και την ποιότητα της συλλογής, αλλά κυρίως από το γεγονός ότι ήταν ένα καλά κρυμμένο μυστικό, το οποίο θα έπρεπε να περιμένει την έλευση του 21ου αιώνα προκειμένου να αποκαλυφθεί στο παγκόσμιο κοινό σε όλο του το μεγαλείο.