Είναι αποδεδειγμένο πως όσο πιο «θεματικό» είναι το κοινό που κρίνει τόσο μεγαλύτεροι είναι οι καβγάδες του. Λένε π.χ. ότι υπάρχει φανατισμός στο ποδόσφαιρο. Υπάρχει, κυρίως μεταξύ των οπαδών. Οι κριτικοί των παιχνιδιών, όσοι, για παράδειγμα, τα μεταδίδουν και όσοι γράφουν για αυτά, σπανίως διαφωνούν για την όποια ποιότητά τους – κι αν το κάνουν, το κάνουν κόσμια. Πώς να διαφωνήσουν, άλλωστε; Αν ένα ματς είναι ωραίο, είναι ωραίο για όλους και αν δεν βλέπεται υποφέρουν πρώτοι αυτοί που μαζί του ασχολούνται.

Οι όποιες διαφωνίες διατυπώνονται μπορεί να υπάρχουν αναφορικά με το δίκαιο του αποτελέσματος, όμως υπάρχει και μια γενική συμφωνία πως δεν κερδίζει πάντα ο καλύτερος και αυτή από μόνη της αρκεί για να μην ανεβαίνουν οι τόνοι. Αντιθέτως, οι τόνοι ανεβαίνουν εύκολα μεταξύ των κριτικών του σινεμά – τη δεκαετία του ’80 ειδικά μεταξύ των οπαδών και των επικριτών του Θόδωρου Αγγελόπουλου λόγου χάριν υπήρχε άβυσσος. Και ακόμα πιο εύκολα μπορεί να γίνει χαμός όταν μιλάμε για θεατρικές παραστάσεις: εδώ οι διαιρέσεις είναι κάθετες, οι καβγάδες αγγίζουν επίπεδα ιδεολογικά και οι αντιρρήσεις συχνά βασίζονται σε υπερβολές. Για αυτό και τον σαματά αυτόν τον λατρεύω: οι κριτικοί χάνουν το μέτρο, οι απόψεις ηλεκτρίζουν, η διαφωνία ξεπερνά τα συνηθισμένα. Το είδαμε εφέτος και μετά την παράσταση «Σφήκες» της Λένας Κιτσοπούλου.

Σε όλες τις περιπτώσεις που η συζήτηση φτάνει στο (αναπάντητο) ερώτημα αν η σάτιρα έχει ή δεν έχει όρια, προκύπτει πάντα η ίδια κατάληξη: υπάρχουν αυτοί που λένε πως δεν έχει (και κατηγορούν τους διαφωνούντες για έλλειψη δημοκρατικής ανοχής) και υπάρχουν και αυτοί που λένε ότι έχει όρια και κανείς δεν δικαιούται να τα ξεπερνά (κατηγορώντας τους διαφωνούντες για έπαρση, αλαζονεία και έλλειψη ήθους).

Ενα βράδυ, πριν από χρόνια, ήμουν σε μια παρέα ηθοποιών και θεατρόφιλων που, όταν είχε τεθεί το ζήτημα, οι για όλα τα άλλα διαφωνούντες συμφώνησαν πως το όριο της σάτιρας είναι ένα και μόνο: η κακογουστιά. Υπάρχει σε αυτό το συμπέρασμα μια αλήθεια: οτιδήποτε είναι κακόγουστο παύει να είναι σατιρικό ή αστείο – να προσθέσω πως συνώνυμο της κακογουστιάς είναι και η χυδαιότητα. Η συμφωνία, ωστόσο, οδηγεί σε ένα νέο πρόβλημα: η κακογουστιά έχει να κάνει με υποκειμενική κρίση – κάτι που για κάποιον είναι χυδαίο, μπορεί για κάποιον άλλον να είναι ενδιαφέρον, αν όχι και όμορφο. Οπότε πάλι η συζήτηση φουντώνει, πόσο μάλλον αν γίνει η επισήμανση πως ακόμα και η κακογουστιά με τον καιρό μεταλλάσσεται. Ο,τι π.χ. ήταν για κάποιους κακόγουστο τη δεκαετία του ’60, σήμερα όχι μόνο δεν είναι κακόγουστο, αλλά μπορεί να έχει και τη γοητεία του κλασικού. Σε τελική ανάλυση, «αστυνομία γούστου» δεν έχει υπάρξει. Και δεν μας λείπει κιόλας.

Οφείλω να πω ότι με τον καιρό έχω καταλήξει κάπου, αλλά δεν σας καλώ να υιοθετήσετε το δικό μου συμπέρασμα: για εμένα το όριο της σάτιρας δεν είναι η κακογουστιά, αλλά η υπερβολή του καλλιτέχνη στην προσπάθειά του να προβοκάρει. Ο καλλιτέχνης μπορεί να είναι και ένας μεγάλος προβοκάτορας – η αναζήτηση της πρόκλησης είναι πολλές φορές η σπίθα της έμπνευσής του. Η Τέχνη είναι γεμάτη από μεγάλους προκλητικούς και έργα που βασίζονται στην πρόκληση έχουν υπάρξει υπέροχα και στο θέατρο και στο σινεμά και στη λογοτεχνία και στην ποίηση, φυσικά και στη ζωγραφική και στα εικαστικά. Η σάτιρα εμπεριέχει την πρόκληση και σπανίως μπορεί να υπάρξει και να είναι και λειτουργική αν δεν είναι προκλητική. Τότε πού μπαίνουν τα όρια; Τα όρια νομίζω προκύπτουν όταν αντί να χρησιμοποιείται η πρόκληση ως εργαλείο για τη σάτιρα, γίνεται η σάτιρα εργαλείο για την πρόκληση – όταν δηλαδή η σάτιρα δεν είναι το σημαντικό, αλλά το πλαίσιο και τίποτα πιο πολύ.

Τα περίφημα προκλητικά ανεβάσματα κωμωδιών του Αριστοφάνη είναι υπό αυτό το πρίσμα ενδεικτικά. Το να υπάρχει ως σκηνοθετικό εργαλείο (ή ακόμα και ως σεναριακό εύρημα) κάτι το προκλητικό πιστεύω πως θα διασκέδαζε και τον Αριστοφάνη. Το να χρησιμοποιείται, όμως, μια αριστοφανική κωμωδία για να γίνει κάτι τόσο προκλητικό ώστε η ίδια η κωμωδία του αθηναίου δασκάλου κάπου να χάνεται, είναι πρόβλημα. Σε τελική ανάλυση, κανείς δεν εμποδίζει κανέναν δημιουργό να συγγράψει και να σκηνοθετήσει ένα έργο νεοελληνικό, που μπορεί να είναι και εξόχως προκλητικά διασκεδαστικό: το ανεβάζεις και εισπράττεις την πιθανή του επιτυχία (ή «λούζεσαι» την αποτυχία του), χωρίς να εμπλέκεις τον Αριστοφάνη ή την Επίδαυρο. Οταν χρειάζεσαι τον Αριστοφάνη για να διακωμωδήσεις με υπερβολές και προβοκατόρικες παρατηρήσεις τα τρέχοντα, τότε δεν κάνεις σάτιρα, αλλά καρναβαλίζεις. Χρησιμοποιείς το αριστοφανικό προσωπείο γιατί δεν θες να δείξεις το δικό σου πρόσωπο. Χωρίς όμως το θάρρος της γνώμης σου δεν κάνεις σάτιρα. Παίζεις κρυφτούλι.

Η σάτιρα απαιτεί σθένος – όπως άλλωστε και η πρόκληση: σάτιρα και πρόκληση είναι κοντά. Αλλά δεν είναι ακριβώς το ίδιο. Η σάτιρα πρέπει να είναι μια δουλειά ολοκληρωμένη, με στόχευση και λόγο ύπαρξης. Η πρόκληση είναι από τη φύση της αποσπασματική – είναι ένα καλό εργαλείο, όταν βέβαια χρησιμοποιείται σωστά: με ένα τσεκούρι μπορείς να κόψεις ξύλα, μπορείς όμως να κόψεις και τα δάχτυλά σου. Το εργαλείο – κατά τη γνώμη μου – δεν μπορεί να είναι ποτέ σημαντικότερο από το δημιούργημα. Οταν γίνεται έκθεση εργαλείων, δηλαδή προκλήσεων, η σάτιρα έχει κάπου χαθεί. Ακόμα και όσοι γελάνε, γελάνε με μια σκηνή, που μπορεί να είναι κωμική ή χυδαία ή έξυπνη, αλλά είναι πάντα ένα απόσπασμα. Και όταν το απόσπασμα γίνεται σημαντικότερο από το έργο δεν υπάρχει τίποτα το σατιρικό.

Οσες κωμωδίες του Αριστοφάνη σώζονται εμπεριέχουν αρκετές τραγελαφικές σκηνές – πολλές είναι και υπερβολικές. Ομως όλες οι κωμωδίες έχουν μια ιστορία στην οποία βασίζονται: μια ιστορία καυστική, αλλά με αρχή, μέση και τέλος. Δεν βασίζονται σε μια σειρά από προκλητικές σκηνές, οι δε προκλητικοί διάλογοι χαρακτηρίζουν την ολότητά τους.

Ο Αριστοφάνης έκανε σάτιρα πραγματικά χωρίς όρια: τα όρια ήταν το ίδιο το έργο του. Το να ξεπερνάς τα όρια του έργου του προκαλώντας, πιθανότατα θα τον έκανε και να γελάσει. Οχι όμως με το έργο. Αλλά με τη ματαιοδοξία όποιου το πείραξε.

Τώρα που το σκέφτομαι και η ματαιοδοξία είναι ένα άλλο όριο της σάτιρας. Να δείτε που αν προβληματιστούμε σοβαρά, θα βρούμε πολλά όρια…