Απόψε, 19 Νοεμβρίου, θα εμφανιστεί στο Πνευματικό Κέντρο Ιεράς Μητρόπολης Αλεξανδρούπολης, στην πόλη όπου μεγάλωσε, και σειρά θα πάρουν η Κομοτηνή και η Θεσσαλονίκη. Η Μόνικα Καμπασελέ θα ταξιδέψει ωστόσο και πιο νότια και την Πέμπτη 23 Νοεμβρίου θα ανεβεί στη σκηνή του Half Note Jazz Club. Γεννημένη και μεγαλωμένη στην Ελλάδα, με καταγωγή από το Κονγκό, η ταλαντούχα τραγουδίστρια ζει στο Παρίσι εδώ και τέσσερα χρόνια και ηχογράφησε εκεί τον πρώτο της δίσκο ως leader με τη βοήθεια της δισκογραφικής εταιρείας Art District Music και των μουσικών με τους οποίους συνεργάζεται εδώ και τρία χρόνια.

Με τι τρόπο ήταν η µουσική παρούσα στη ζωή σας κατά τα παιδικά σας χρόνια;

«Μεγάλωσα σε πολυμελή οικογένεια. Στο σπίτι ήμασταν έξι: η μαμά, ο μπαμπάς και τα τρία μου αδέλφια. Οταν πηγαίναμε ακόμη στο σχολείο, θυμάμαι πως ξυπνούσαμε με μουσική. Επιλέγαμε από το βράδυ τον δίσκο που θέλαμε να ακούσουμε το πρωί. Είχαμε βινύλια χάρη στα οποία ανακάλυψα τον Λούις Αρμστρονγκ, τη Μαχάλια Τζάκσον, την Τσάλα Μουάνα, τον Φράνκι Λουάμπο, τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Μίκη Θεοδωράκη. Οταν ήμουν μικρή, συνηθίζαμε να καλούμε φίλους στο σπίτι και μια από τις τελετουργίες ήταν το τραγούδι. Τραγουδούσαμε συχνά όλοι μαζί, καμιά φορά με τη συνοδεία κιθάρας ή κρουστών, τραγούδια ελληνικά ή κονγκολέζικα. Μάλλον πρέπει να είχα καλή φωνή από μικρή, γιατί θυμάμαι πως η μαμά μου μού ζητούσε να τραγουδήσω το «Μήλο μου κόκκινο» συχνά μπροστά σε φίλους και γνωστούς – αυτές ήταν και οι πρώτες μου εμφανίσεις σε κοινό. Η μητέρα μου τραγουδάει πολύ καλά και ο πατέρας μου υπήρξε μέλος σε πολλές χορωδίες, αλλά παίζει και διάφορα όργανα: κιθάρα, πιάνο, κρουστά και συνθέτει τα δικά του τραγούδια. Ωστόσο, κανείς από την οικογένειά μου δεν υπήρξε επαγγελματίας μουσικός πριν από εμένα».

Εσείς πότε καταλάβατε ότι θέλατε να ασχοληθείτε και επαγγελµατικά µε αυτή την τέχνη;

«Θα σας πω. Οταν ήμουν στο Δημοτικό, ξεκίνησα να συνθέτω τραγούδια σε ένα μικρό keyboard που είχε ο μπαμπάς μου και στο μεταλλόφωνο του σχολείου. Οι γονείς μου με έγραψαν σε ιδιαίτερα μαθήματα κλασικού πιάνου, τα οποία σταμάτησα πέντε χρόνια αργότερα, διότι δεν μελετούσα αρκετά. Στο Γυμνάσιο ξεκίνησα να τραγουδάω σε σχολικά μουσικά σχήματα και στο Λύκειο άρχισα να κάνω μαθήματα μοντέρνου τραγουδιού στο ωδείο της Αλεξανδρούπολης με την Τερέζα Λιανού. Το μοντέρνο τραγούδι μού άρεσε, αλλά ήθελα να ασχοληθώ με το τζαζ τραγούδι και στην Αλεξανδρούπολη αυτό δεν ήταν και το πιο εύκολο. Κατά τη διάρκεια των προπτυχιακών σπουδών μου στην Αθήνα, συνέχισα να κάνω μαθήματα μοντέρνου τραγουδιού με την Τζένη Χατζοπούλου και έπειτα με την Ελένη Βαλεντή και τη Λουκία Παλαιολόγου. Αυτές με εισήγαγαν στην τζαζ και με συμβούλευσαν να αρχίσω να τραγουδάω με μουσικά σχήματα. Κατάλαβα ότι θέλω να ασχοληθώ επαγγελματικά με τη μουσική όταν γνώρισα τον ντράμερ Σεραφείμ Μπέλλο, με τον οποίο συνεργάστηκα στο group Sera Bellos Vocal Quartet, όπου τραγουδούσα ντουέτο με την Ξένια Ντάνια. Στο πιάνο ήταν ο Παντελής Μπενετάτος. Τραγούδησα με το σχήμα αυτό για τέσσερα χρόνια στην Αθήνα αλλά και σε όλη την Ελλάδα και έμαθα πολλά jazz standards, αλλά κυρίως έμαθα το επάγγελμα και πώς να στέκομαι στη σκηνή. Από εκεί και πέρα συνεργάστηκα με πολλούς επαγγελματίες της τζαζ, όπως οι Δημήτρης Βασιλάκης, Γεώργιος Αναματερός, Δημήτρης Καλαντζής, και όλα κύλησαν με φυσικό τρόπο».

Ηρθατε καθόλου αντιµέτωπη µε τον ρατσισµό όσο ζούσατε στην Ελλάδα;

«Μεγάλωσα στην Αλεξανδρούπολη, όπου φυσικά ήμασταν τότε η μοναδική οικογένεια με αφρικανικές ρίζες. Στο Δημοτικό Σχολείο της Νέας Χηλής τα πράγματα δεν ήταν εύκολα για εμένα. Θυμάμαι πως γυρνούσα στο σπίτι κλαίγοντας επειδή αισθανόμουν πως οι συμμαθητές μου με έκαναν πέρα και πως με θεωρούσαν ξένη. Είχαν μάλιστα φτιάξει τραγούδια που έλεγαν ότι έχω μαλλιά σαν σκουλήκια, χείλη σαν να έχω κάνει πλαστική επέμβαση και χρώμα δέρματος σαν κόπρανα. Ετσι έκανα παρέα μόνο με παιδιά που ήταν επίσης «ξένοι», όπως ένα κοριτσάκι από τη Βουλγαρία. Κάτι που ήταν φυσικά εντελώς παράλογο αν το σκεφτείτε, καθώς είχα γεννηθεί στην Ελλάδα και η μητρική μου γλώσσα είναι η ελληνική. Στο Δημοτικό υπήρξαν πολλά άλλα σκηνικά, ένα αγόρι δεν με άφηνε να κάτσω στο παγκάκι της αυλής, γιατί έλεγε πως ήταν δικό του και πως δεν ήταν για μαύρους. Οι γονείς μου με ρώτησαν τι συμβαίνει στο σχολείο και όταν τους το διηγήθηκα ήρθαν και μίλησαν στο αγόρι, δεν ξέρω τι του είπαν, ντρεπόμουν τόσο πολύ που δεν ρώτησα ποτέ. Πάντως, το παιδί αυτό δεν με ενόχλησε ξανά από τότε. Στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο δεν είχα προβλήματα, μάλλον οι συμμαθητές μου μεγάλωσαν και αντιλήφθηκαν πως ήμουν ακόμη εκεί και πως δεν ήμουν πια ξένη, αλλά και τα παιδιά στην εφηβεία λίγο ωριμάζουν και παύουν να είναι ειλικρινή με τόση ωμότητα όσο όταν είναι μικρότερα. Το αστείο είναι πως όταν πήγα στην Αθήνα, το γεγονός ότι είμαι μιγάδα λειτούργησε προς όφελός μου, ειδικά στην τζαζ μουσική».

Πείτε µας λίγα λόγια για τη ζωή σας στο Παρίσι.

«Ηρθα στο Παρίσι τον Σεπτέμβριο του 2019 με την αφορμή ενός Εrasmus, μιας πανεπιστημιακής ανταλλαγής φοιτητών, και χάρη στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα που παρακολουθούσα, «Τζαζ και Νέες Τεχνολογίες». Το Παρίσι είναι μια πολύ όμορφη πόλη, με τεράστιες πολιτιστικές και πολιτισμικές ευκαιρίες. Εχει αμέτρητες εκθέσεις, συναυλίες όλων των μουσικών στυλ, σινεμά και θέατρο.

Ολος αυτός ο πολιτιστικός πλούτος είναι κάτι που με γοήτευσε ιδιαίτερα, γιατί είχα ανάγκη να δω και να ακούσω περισσότερα πράγματα, να εξερευνήσω διαφορετικές μουσικές επιρροές. Ταυτόχρονα, είναι μια πολύ σκληρή και δύσκολη πόλη στην καθημερινότητά της. Τα σπίτια είναι πανάκριβα, οι αποστάσεις είναι μεγάλες και κουραστικές, οι άνθρωποι είναι αγχωμένοι και τρέχουν συνέχεια, κάτι που τους αφαιρεί από την ευτυχία και τη γενναιοδωρία της ζωής. Παρ’ όλα αυτά μένω στο Παρίσι γιατί σπουδάζω μουσική σε μια πολύ καλή σχολή (Le Pôle supérieur d’ enseignement artistique Paris Boulogne-Billancourt) που μου δίνει την ευκαιρία να κάνω μαθήματα τραγουδιού με τη Sara Lazarus ή με τον David Linx, τραγουδιστές που θαυμάζω σε μεγάλο βαθμό. Ταυτόχρονα, διοργανώνω συναυλίες με το δικό μου μουσικό σχήμα, ενώ διδάσκω και τραγούδι στο ωδείο της πόλης Μαλακόφ. Δεν ξέρω αν γνωρίζετε πως στη Γαλλία υπάρχει ένα επίδομα για τους μουσικούς και όλους τους καλλιτέχνες, ένα δείγμα πως το κράτος αναγνωρίζει ότι ένας καλλιτέχνης πρέπει να έχει χρόνο για να συνθέτει και να προετοιμάζει τις συναυλίες του, οπότε το κράτος σε πληρώνει για τις ημέρες που δεν δουλεύεις: λέγεται «intermittent du spectacle»».

Πώς προέκυψε το «Grecofuturisme», ο τίτλος του πρώτου σας άλµπουµ;

«Τελειώνοντας τις σπουδές μου στο μεταπτυχιακό «Τζαζ και Νέες Τεχνολογίες» του ΕΚΠΑ, κλήθηκα να γράψω και να παρουσιάσω μια μεταπτυχιακή εργασία με θέμα την τζαζ, τον αυτοσχεδιασμό και τις νέες τεχνολογίες. Αποφάσισα να κάνω κάτι το οποίο θα μπορούσα να συνεχίσω έπειτα σαν project και ασχολήθηκα με ένα θέμα που πάντα με ενδιέφερε: αυτό της μεικτής ταυτότητας. Σκέφτηκα πως θα µπορούσα να συνδυάσω τις δύο καταγωγές µου, την ελληνική και την κονγκολέζικη, µέσω της τζαζ και ότι αυτός θα ήταν και ένας τρόπος για να τις γνωρίσω καλύτερα και για να γνωρίσω και εµένα βαθύτερα. Η επόπτριά μου Αναστασία Γεωργάκη μου πρότεινε να διαβάσω για τα φουτουριστικά καλλιτεχνικά κινήματα της Ρωσίας και της Ιταλίας, μέσα από τα οποία οδηγήθηκα στο κίνημα του Αφροφουτουρισμού, που αφορά τον 20ό και 21ο αιώνα. Πέρα από καλλιτεχνικό κίνημα, πρόκειται για έναν τρόπο σκέψης κατά της αποικιοκρατίας και πειραματικό, μέσα από το οποίο βρίσκουν τρόπους έκφρασης οι Αφροαμερικανοί και οι Αφρικανοί της διασποράς. Είναι ένα καλλιτεχνικό κίνημα στο οποίο τίθεται συχνά και η ερώτηση της μεικτής ταυτότητας, θέματα επαναχρησιμοποίησης της παράδοσης για μια κυκλική ερμηνεία του χρόνου όπου παρελθόν, παρόν και μέλλον βρίσκονται σε διαρκή συνομιλία. Επειτα από αυτή την αναζήτηση αποφάσισα να ονομάσω το project «Grecofuturisme» ως αναφορά στον Αφροφουτουρισμό, εφόσον εγώ ήθελα να αναμείξω τις ελληνικές παραδόσεις με τις κονγκολέζικες παραδόσεις μέσω της γλώσσας της τζαζ. Ηθελα να δημιουργήσω νέα ηχοχρώματα που θα εξέφραζαν το παρελθόν και το μέλλον και θα άνοιγαν καινούργιους δρόμους για τον αυτοσχεδιασμό. Και πιστεύω πως σιγά-σιγά το καταφέρνουμε, με τη βοήθεια των μουσικών με τους οποίους συνεργάζομαι».

Πώς επιλέξατε τα τραγούδια που ερµηνεύετε στο ντεµπούτο σας;

«To project ηχογραφήθηκε το 2022, όμως ήταν ήδη έτοιμο εδώ και καιρό, γιατί το δουλεύουμε εδώ και τρία χρόνια κάνοντας συναυλίες στο Παρίσι. Το ρεπερτόριο περιλαμβάνει κάποια παραδοσιακά ελληνικά τραγούδια, όπως «Το Μαργούδι κι ο Αλεξανδρής» ή το «Ανάθεμα τον αίτιο», τραγούδια με τα οποία ήμουν συνδεδεμένη από παλιά, γιατί τα χόρευα ή τα τραγουδούσα στην Ελλάδα, αλλά και ένα κονγκολέζικο νανούρισμα που μου τραγουδούσε ο μπαμπάς μου όταν ήμουν μικρή – λέγεται «Chimwemwe mwe» και είναι γραμμένο στην γλώσσα τσιλούμπα. Ο δίσκος περιλαμβάνει και πέντε δικές μου συνθέσεις, το «Une Mauvaise Personne» (η πρώτη μου γαλλική σύνθεση), το «Αν είναι η αγάπη χώρα», το «The Κey», καθώς και μια σύνθεση του κιθαρίστα Ουγκό Κορμπέν που λέγεται «Lost Somewhere», με δικούς μου στίχους στα ελληνικά. Τέλος, υπάρχουν και κάποια jazz standards, όπως τα «Afro Blue» και «Skylark», τα οποία ερμηνεύουμε με μια αφρικανική χροιά».