Το συνειδητοποίησα παρακολουθώντας την απονομή των εφετινών Οσκαρ μέχρι το χάραμα της περασμένης Δευτέρας: εφέτος οι ερμηνείες των ηθοποιών, ειδικά αυτές που είχαν να κάνουν με τους πρώτους ανδρικούς και τους πρώτους γυναικείους ρόλους, ήταν σημαντικότερες από τις ταινίες που ήταν υποψήφιες για το μεγάλο βραβείο. Θα το πω απλά: μεγάλες ταινίες δεν υπήρχαν, μεγάλες ερμηνείες όμως είδαμε πολλές.

Τι είναι μεγάλη ταινία; Είναι πάντα δύσκολο να το ορίσεις, αλλά σε ένα πράγμα νομίζω όλοι θα συμφωνήσουν: μεγάλη ή σπουδαία ή καταπληκτική ή βάλτε όποιο επίθετο θέλετε που μαρτυρεί σημαντικότητα είναι μια ταινία που τη θυμάσαι για χρόνια – εγώ λέω πως αν είναι πραγματικά μεγάλη, θυμάσαι και πού την έχεις δει και με ποιον την έχει δει. Μια μεγάλη ταινία δεν την ξεχνάς ακόμα κι αν την έχεις δει στην τηλεόραση, όπου η απόλαυσή της είναι μικρότερη – το σημαντικό, το ωραίο, το σπάνιο δεν έχουν μέγεθος. Με τον καιρό καταλαβαίνεις ότι αν κάτι πραγματικά σπουδαίο το έχεις δει και σε μια υπέροχη αίθουσα, είσαι τυχερός – αλλά η σημαντικότητα μιας ταινίας δεν έχει να κάνει με το πόσο τη χάρηκες: ο «Νονός», ακόμα κι όταν τον δεις στην οθόνη του κινητού σου, πάντα θα είναι μια σπουδαία ταινία – αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως αν τη δεις στην οθόνη του κινητού σου ή στο τάμπλετ θα έχεις πλησιάσει την απόλαυση που μπορεί να σου προσφέρει. Το πρόβλημα των εφετινών φιλμ που διεκδίκησαν τα αγαλματάκια του θείου Οσκαρ δεν είναι ότι θα ξεχαστούν γρήγορα. Είναι ότι και να μην τις έχεις δει δεν έχεις χάσει τίποτα παραπάνω από ένα δίωρο στο οποίο πέρασες καλά – αν πέρασες. Τα «Πνεύματα του Ινισέριν» δεν είναι σίγουρα η καλύτερη ταινία του Μάρτιν Μακ Ντόνα. Το γλυκό «The Fabelmans» του Στίβεν Σπίλμπεργκ μπορεί να συγκινήσει όποιον αγαπάει το σινεμά, αλλά η αυτοαναφορικότητα δεν ξέρω αν είναι αρετή. Το «Ουδέν νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο» δεν γυρίστηκε για πρώτη φορά και δεν πείστηκα ότι είναι καλύτερο από τις προηγούμενες εκδοχές του – ίσα ίσα που οι προσθαφαιρέσεις που υπήρξαν σε σχέση με το μυθιστόρημα του Εριχ Μαρία Ρεμάρκ κάπως με ενόχλησαν: αν δεν ήθελαν να σεβαστούν το συναρπαστικό βιβλίο μπορούσαν να γράψουν ένα πρωτότυπο σενάριο. Το «Avatar: The Way of Water» ήταν ίδιο με το πρώτο. Το «Τρίγωνο της θλίψης» ήταν απλώς απόδειξη πως κάποιοι στην Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου έχουν χιούμορ: ευτυχώς όχι τόσο πολλοί ώστε να κερδίσει κιόλας. Το «Γυναικείες κουβέντες» (Women Talking) ήταν πιο κουραστικό κι από τον τίτλο του. Το «Τop Gun: Maverick» απλώς μας θύμισε τα νιάτα μας και μας έβαλε σε σκέψεις με ποιον έχει υπογράψει συμβόλαιο ο Τομ Κρουζ και δεν γερνάει. Το «Τα πάντα όλα» κέρδισε τα πάντα όλα, αλλά αν βάλεις δέκα ανθρώπους να το δουν λέγοντάς τους πως έχει κάτι καλό, δεν αποκλείεται οι τρεις να φύγουν στο ημίωρο και άλλοι τρεις (τουλάχιστον…) να σε ρωτούν αν είσαι με τα καλά σου. Πιο εμβληματικές περιπτώσεις το «Tár» και το «Elvis». Αμφότερα καταγράφουν τις προσπάθειες δύο ηθοποιών (της Κέιτ Μπλάνσετ και του Οστιν Μπάτλερ αντίστοιχα) να δώσουν υπόσταση σε δύο ήρωες πάνω στους οποίους στηρίχθηκαν οι ταινίες. Οι προσπάθειές τους δεν εκτιμήθηκαν, όμως ήταν τίμιες. Θα έλεγα πολύ μεγάλες. Το αντίθετο από τις ταινίες.

Αυτό το μοτίβο ήταν κυρίαρχο στα εφετινά Οσκαρ. Οι πιο πολλοί ηθοποιοί που προτάθηκαν για τις ερμηνείες τους έκαναν συγκινητικά πράγματα – δεν μιλάω για απλές ερμηνείες. Δεν ήταν μόνο η Μπλάνσετ και ο Μπάτλερ πολύ καλοί. Καλοί ήταν και οι βραβευμένοι. Η Μισέλ Γιο στο «Τα πάντα όλα» έπαιξε τα πάντα όλα: έριξε και ξύλο – πολύ ξύλο – αλλά υπήρξε… και μάνα κι αδελφή κι αγάπη εσύ. Ο Μπρένταν Φρέιζερ είχε στη «Φάλαινα» μια εκπληκτική μεταμόρφωση – πολύς κόσμος αναρωτιόταν πού βρέθηκε ένας τύπος με τόσα κιλά ο οποίος να είναι και τόσο σπουδαίος ηθοποιός: πολλοί δεν ήθελαν να πιστέψουν πως είναι ο κάποτε ο κεντρικός ήρωας στη σειρά χαβαλεδιάρικων ταινιών δράσης όπου μια παρέα αρχαιολόγων μπλέκει με αιγυπτιακές μούμιες! Αλλά σπουδαίοι ήταν και κάποιοι που δεν κέρδισαν. Ο Κόλιν Φάρελ και ο Μπρένταν Γκλίσον είναι στα «Πνεύματα του Ινισέριν» όσο σπουδαίοι ήταν και στην «Αποστολή στην Μπριζ» του 2008, όπου πάλι είχαν παίξει μαζί. Ο Μπιλ Νάι ήταν μια ταινία μόνος του στο «Αισθάνομαι ζωντανός» (Living). Και η Ανα ντε Αρμας μάς έδωσε μια ψυχαναγκαστική και καταθλιπτική αλλά και ανθρώπινη Μέριλιν Μονρόε και ήταν δύσκολο να αποσπάσει καλά σχόλια αν σκεφτείς ότι το «Blonde» επιλέχθηκε από όσους δίνουν Χρυσά Βατόμουρα ως η χειρότερη ταινία της χρονιάς. Και δίκαια.

Είναι παράδοξο ότι είχαμε εφέτος μέτριες ταινίες και μεγάλες ερμηνείες; Οχι, καθόλου. Η ερμηνεία είναι δουλειά και η δουλειά του ηθοποιού είναι εξελικτική: όσο πιο πολύ κάποιος δουλεύει τόσο καλύτερος γίνεται. Μπορεί επίσης να έχει την τύχη να παίξει έναν ρόλο φτιαγμένο για αυτόν (όπως συνέβη με την Μπλάνσετ) ή να δει τον ρόλο ως ευκαιρία να σώσει μια καριέρα (όπως ο Φρέιζερ). Και μπορεί, αν έχει πολλά στοιχεία για να βασιστεί, να χτίσει έναν ρόλο, όπως έκαναν η Ντε Αρμας και ο Μπάτλερ, τους οποίους σίγουρα η Μέριλιν και ο Πρίσλεϊ τούς στοίχειωσαν. Αλλά μια μεγάλη ταινία δεν μπορεί να είναι μόνο αποτέλεσμα δουλειάς: χρειάζεται και πολλά άλλα. Εμπνευση πρώτα από όλα – αυτή είναι που λείπει.

Οι ηθοποιοί έσωσαν και την τελετή των Οσκαρ, της οποίας το περίβλημα ήταν σημαντικότερο από τα βραβεία: η σινο-αμερικανική κυριαρχία την έκανε, αν μη τι άλλο, αισθητικά ενδιαφέρουσα, αλλά αν δεν υπήρχαν οι ηθοποιοί θα ήταν μονότονη. Η γλυκιά αμηχανία της Μισέλ Γιο, της νικήτριας της βραδιάς, ήταν μια από τις πιο ωραίες στιγμές της. Η μάχη που έδωσε ο Φρέιζερ για να μη βάλει τα κλάματα σαν μωρό παιδίήταν η πιο ωραία σκηνή της βραδιάς. Οταν ανέβηκαν στη σκηνή για να απονείμουν βραβεία η Μάργκο Ρόμπι και ο Μόργκαν Φρίμαν φωτίστηκε το θέατρο, σαν και οι δύο να ήθελαν να μας θυμίσουν πως το τελευταίο που έμεινε από την παλιά ξεχασμένη Τέχνη του σινεμά είναι οι ηθοποιοί. Που αναζητούν κι αυτοί, όπως κι εμείς, μια ταινία της προκοπής. Ρόλους βρίσκουν…