Τα ξημερώματα της 24ης Ιουνίου 2016 ο Αλεξάντερ Μπόρις ντε Φέφελ Τζόνσον, απόφοιτος του Ιτον, της Οξφόρδης, μείζον στέλεχος των Συντηρητικών και πρώην δήμαρχος του Λονδίνου, βρισκόταν σε αλλόφρονα κατάσταση. Δεν είχε καταφέρει να κοιμηθεί περισσότερο από 20 λεπτά, καθώς παρακολουθούσε με ολοένα αυξανόμενο άγχος τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος για την παραμονή ή μη του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Με μια φανέλα της Εθνικής Βραζιλίας (αλλά όχι το αντίστοιχο σορτσάκι) βημάτιζε στο σπίτι του στο Ισλινγκτον επαναλαμβάνοντας τη φράση «Τι διάολο γίνεται;». Σύμφωνα με τη ροή των δεδομένων, το «Ναι» που υποστήριζε η κυβέρνηση Ντέιβιντ Κάμερον ηττάτο, σχεδόν το 52% υπερψήφιζε το «Οχι» και η χώρα έβαινε προς ένα μεγαλοπρεπές Brexit. Ως πιο προβεβλημένος υπέρμαχός του, ο Τζόνσον θα έπρεπε να επιχαίρει για την επιβράβευση της πολιτικής του επιλογής. Ωστόσο, υπήρχε ένα μικρό πρόσκομμα: η επιλογή του, σύμφωνα με όσα δηλώνει ο τότε υπουργός Οικονομικών Τζορτζ Οσμπορν στο βιβλίο των σερ Αντονι Σέλντον και Ρέιμοντ Νιούελ με τίτλο «Johnson at 10. The Inside Story» (εκδ. Atlantic), το οποίο κυκλοφόρησε στις 4 Μαΐου, «ήταν 1.000% κυνική». Σε περίπτωση ήττας θα είχε επιδώσει τα ευρωσκεπτικιστικά του διαπιστευτήρια και θα χριζόταν δελφίνος για την αρχηγία του κόμματος, σε περίπτωση νίκης θα προαλειφόταν για την πρωθυπουργία. Μόνο που ο Μπόρις είχε την περίπτωση της νίκης ξεγραμμένη. Εξ ου και εκείνο το πρωί, κατανοώντας για πρώτη φορά το μέγεθος της απρονοησίας του, αναφώνησε: «Σκατά, δεν έχουμε σχέδιο! Δεν είχαμε ιδέα, δεν πίστευα ότι θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο. Σκατά, τι θα κάνουμε τώρα;». Προάγγελος και ταυτόχρονα επικήδειος για τη μετέπειτα πρωθυπουργία του, η αποστροφή αυτή συνοψίζει όλη τη χαοτική παραμονή του Μπόρις Τζόνσον στην Ντάουνινγκ Στριτ από τον Ιούλιο του 2019 ως τον Σεπτέμβριο του 2022.

Καρπός περισσότερων από 200 συνεντεύξεων με μέλη της κυβέρνησης, συμβούλους, βοηθούς, κομματικά στελέχη και πρόσωπα του περίγυρου του Μπόρις Τζόνσον, το βιβλίο των Σέλντον και Νιούελ πηγάζει από τη βαθιά γνώση του πρώτου για τη βρετανική πολιτική ιεραρχία. Συγγραφέας βιογραφιών της Μάργκαρετ Θάτσερ και του Τόνι Μπλερ, χρονικογράφος των πεπραγμένων των Γκόρντον Μπράουν, Ντέιβιντ Κάμερον και Τερέζα Μέι στην πρωθυπουργία, πρώην διευθυντής του Κολεγίου Γουέλινγκτον και ιστορικός, είναι ένα πρόσωπο που διακρίνεται από ιδιαίτερη εξοικείωση με τα τεκταινόμενα στους διαδρόμους της εξουσίας. Η εικόνα που συνθέτει μέσω των μαρτυριών στα εκτεταμένα αποσπάσματα που δημοσιεύθηκαν στα τέλη Απριλίου στους «Times» του Λονδίνου είναι αυτή μιας απύθμενης φιλοδοξίας χωρίς αντικειμενικό σκοπό, υψιπετούς ρητορικής χωρίς ουσία, συνθηματολογίας χωρίς αντίκρισμα, δραστηριότητας χωρίς αποτελεσματικότητα. Τα σημάδια για τους Σέλντον και Νιούελ ήταν εκεί από νωρίς και σχετίζονται με τα χαρακτηρολογικά στοιχεία του Μπόρις Τζόνσον: χαρισματικός και χιουμορίστας, σε άμεση σύνδεση με το ευρύ κοινό, αλλά παθολογικά εγωκεντρικός, πρόθυμος να χειραγωγήσει τους πάντες και τα πάντα προκειμένου να επωφεληθεί ο ίδιος, χωρίς ηθικούς φραγμούς, ανίκανος να επιλέξει τους συνεργάτες του αξιοκρατικά ή να λειτουργήσει με βάση σταθερές πεποιθήσεις.

Ο πανούργος Κάμινγκς, η «Πριγκίπισσα Θεότρελη» και ο «ηλίθιος» Τραμπ

Η επικοινωνία του Τζόνσον με τον μέσο Βρετανό τον βοήθησε να ανακάμψει μετά το Brexit, καθώς εκείνη η επιτυχία υπήρξε θρίαμβος και τραγωδία ταυτόχρονα. Με τον Ντέιβιντ Κάμερον να παραιτείται από την πρωθυπουργία, ο Τζόνσον θεωρούνταν ο επικρατέστερος αντικαταστάτης του – έως τις 30 Ιουνίου 2016, όταν ο υπουργός Δικαιοσύνης και ως τότε υποστηρικτής του Μάικλ Γκόουβ ανακοίνωσε αιφνιδιαστικά τη δική του υποψηφιότητα. Σύμφωνα με ανώνυμο μέλος της οικογένειας Τζόνσον, ο Μπόρις «δεν εμπιστευόταν έκτοτε κανέναν». Το σοκ ήταν πράγματι μεγάλο, το σχόλιο όμως υπερβολικό. Ο Μπόρις στηριζόταν σε τουλάχιστον δύο πρόσωπα: τον λαμπρό τακτικιστή αλλά αλλοπρόσαλλο, οξύθυμο και πανούργο σύμβουλό του Ντόμινικ Κάμινγκς και την ερωμένη, έπειτα σύντροφο και σημερινή σύζυγό του Κάρι Σίμοντς. Ο μεν πρώτος τον κατηύθυνε ως υπουργό Εξωτερικών προς δημοφιλείς στο κοινό του Brexit κορόνες κατά της Ευρωπαϊκής Ενωσης και μακριά από τις κακοτοπιές που καταδίκασαν την άβουλη διάδοχο του Κάμερον, Τερέζα Μέι, η δε δεύτερη του εξασφάλισε μια πρόσκαιρη συναισθηματική ισορροπία. Το τρίγωνο, όμως, δεν ήταν ισοσκελές, αλλά σκαληνό. Κάμινγκς και Σίμοντς αλληλοϋποβλέπονταν και η σχέση τους εξελίχθηκε σε αμοιβαία αντιπάθεια. Εξαρτημένος και από τους δύο, ο Τζόνσον για μεγάλο χρονικό διάστημα τους χρησιμοποιούσε σαν αλεξικέραυνα: «Θα ήθελα να το κάνω, αλλά αυτή δεν με αφήνει» έλεγε συχνά σε διάφορους. «Δεν φταίω εγώ, παραιτήθηκε εξαιτίας του Ντομ» δικαιολογούνταν στην Κάρι όταν ο φίλος της και υπουργός Οικονομικών Σάτζιντ Τζάβιντ εκπαραθυρώθηκε τον Φεβρουάριο του 2020.

Παρόμοιες ίντριγκες, θα πει κανείς, είναι σύνηθες φαινόμενο εντός κυβερνήσεων. Η συγκεκριμένη υπόθεση περιπλέχθηκε από τη μεγαλομανία των πρωταγωνιστών. Και ο Τζόνσον και ο Κάμινγκς θεωρούσαν εαυτούς πρωτεργάτες της νίκης στις εκλογές της 12ης Δεκεμβρίου 2019. Σύμφωνα με ανώνυμο αξιωματούχο της κυβέρνησης, ο Μπόρις «πίστευε ότι η σαρωτική εκείνη νίκη ήταν η απόλυτη επιδοκιμασία των προσωπικών λαμπρών του ικανοτήτων, όχι επιτυχία του Συντηρητικού Κόμματος. Συνήθιζε να χρησιμοποιεί τον όρο «η πλειοψηφία μου»». Από την άλλη πλευρά, ο Κάμινγκς διατυμπάνιζε σε φίλους του ότι «τον νικητήριο λόγο θα τον βγάλω εγώ, εγώ κέρδισα τα 14 εκατομμύρια ψήφους». Διόλου παράξενο, κατά τον Μάικλ Γκόουβ, που φερόταν στον πρωθυπουργό πατερναλιστικά, «ως λόρδος προστάτης προς έναν νεαρό, άπειρο βασιλιά». Ενας από τους λόγους της πίεσης του Κάμινγκς για την αποπομπή του Τζάβιντ ήταν η καχυποψία του για το τι μπορεί να συζητούσε ερήμην του με τον πρωθυπουργό τα Σαββατοκύριακα, καθώς η κατοικία του υπουργού Οικονομικών είναι στον αριθμό 11 της Ντάουνινγκ Στριτ, μεσοτοιχία με την πρωθυπουργική. Αυτή η συμπεριφορά, όμως, η οποία επιπλέον εκφραζόταν συχνά με παραμερισμό της Βουλής, παράκαμψη του υπουργικού συμβουλίου και αποκλεισμό του ίδιου του Τζόνσον από κυβερνητικές πρωτοβουλίες, έθιγε την απαράμιλλη εγωπάθεια του τελευταίου: «Eγώ υποτίθεται ότι έχω τον έλεγχο. Είμαι ο Φύρερ. Είμαι ο βασιλιάς που λαμβάνει τις αποφάσεις». Ο Φύρερ-Βασιλιάς κινδύνευε να απολέσει το κύρος του. Ως εκ τούτου, άρχισε να κλίνει περισσότερο προς την κλίκα της συντρόφου, γνωστής στην άλλη παράταξη ως «Πριγκίπισσα Θεότρελη» (Princess Nut Nut), και ευνοήθηκε από το σπάσιμο της καραντίνας εκ μέρους του Κάμινγκς τον Μάρτιο του 2020 ώστε να τον ξεφορτωθεί οκτώ μήνες μετά, όταν το σκάνδαλο έγινε γνωστό.

Εκ των υστέρων μπορεί να πει κανείς ότι η περίοδος της πανδημίας καταδίκασε την κυβέρνηση Τζόνσον. Οχι τόσο για τις αρχικές ανοησίες περί «ανοσίας της αγέλης» (άλλωστε στη συνέχεια η ταχεία διαπραγμάτευση με τις φαρμακευτικές εταιρείες διασφάλισε το ότι η Βρετανία ήταν η χώρα από όπου ξεκίνησε ο εμβολιασμός), αλλά γιατί αποκάλυψε σε όλο της το μεγαλείο την ανευθυνότητα του ηγέτη της. Πέρα από την επιβεβαίωση του γεγονότος ότι στα τέλη Μαρτίου ο Τζόνσον απετράπη την τελευταία στιγμή από το να συναντήσει τη βασίλισσα πρόσωπο με πρόσωπο, αν και γνώριζε ότι ασθενούσε με κορωνοϊό, ή τη διατήρηση του υπουργού Υγείας Ματ Χάνκοκ παρά την εμφανή ανεπάρκειά του «ώστε να του αποδώσει ευθύνες όταν θα κατέθετε το πόρισμά της η ερευνητική επιτροπή», σύμφωνα με έναν σύμβουλο του πρωθυπουργικού γραφείου, ήταν ο χειρισμός του Partygate που κατέστρεψε την αξιοπιστία του. Οι πολλαπλές παραβιάσεις του lockdown στην Ντάουνινγκ Στριτ που ήρθαν στο φως τον Νοέμβριο του 2021 αντιμετωπίστηκαν με αρνήσεις, ελιγμούς αποφυγής, κωλυσιεργία και αφελείς δικαιολογίες. Ηταν το σημείο καμπής κατά το οποίο η ελαφρότητα του Μπόρις Τζόνσον, ως τότε ένα εξωτερικό του χαρακτηριστικό για την κοινή γνώμη, ταυτίστηκε στη συνείδησή της με τη θεμελιώδη αντίφαση ενός πρωθυπουργού που σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης παραβιάζει συνειδητά τους κανόνες τους οποίους ο ίδιος καλεί την κοινωνία να τηρήσει. Ο βασιλιάς ήταν πλέον γυμνός και παραιτήθηκε στις 7 Ιουλίου 2022.

Πολλά από τα φαινόμενα που καταγράφονται στο «Johnson at 10» ήταν γνωστά σε αδρές γραμμές. Ωστόσο, το μέγεθος της δυσλειτουργίας που αποκαλύπτεται αντιστοιχεί σε επίπεδα Λευκού Οίκου επί Ντόναλντ Τραμπ. Ο πρωθυπουργός βρίζει ασύστολα, αντιστρέφει διαρκώς τις αποφάσεις του και αρνείται τις προηγούμενες σε σημείο ώστε οι σύμβουλοί του να χρειάζεται να του δείχνουν τα τυπωμένα πρακτικά προκειμένου να παραδεχθεί ότι τις έλαβε, αποσυνδέεται διαρκώς κατά λάθος από το Zoom στις τηλεδιασκέψεις και αδυνατεί να ξανασυνδεθεί, με αποτέλεσμα να χρειάζεται μια ολόκληρη σειρά από ήδη συνδεδεμένα tablets, τα οποία χρησιμοποιεί το ένα μετά το άλλο, αποφεύγει συστηματικά να ανακοινώσει δυσάρεστα νέα σε συνεργάτες του ενώπιος ενωπίω, συναινεί σε απομακρύνσεις στελεχών και έπειτα αναζητεί τρόπους επαναφοράς τους, αποδέχεται πραξικοπηματικές λύσεις εφόσον πρόκειται να τον ωφελήσουν προσωπικά, πορεύεται με μοναδικό γνώμονα το ένστικτο της πολιτικής του επιβίωσης, χαίρεται σε συνθήκες χάους γιατί προϋποθέτουν δική του επιδιαιτησία. Οσο για τη σχέση του με τον Τραμπ, με τον οποίο γίνονταν πολλές συγκρίσεις την περίοδο της πρωθυπουργίας του,
ο Τζόνσον ήταν στην καλύτερη περίπτωση αμφίθυμος. Τον θεωρεί αρχικά «ακατάλληλο» για την προεδρία, έπειτα τον επαινεί δημόσια, αργότερα τον κολακεύει ιδιωτικά, στο τέλος κατανοεί ότι δεν έχει να κερδίσει κάτι από αυτόν. Ο Τραμπ συμπαθεί τον Τζόνσον, αλλά το να προσβάλλει τους πάντες τού έρχεται φυσιολογικά: «Μα πώς είναι δυνατόν να μην μπορέσεις να πετύχεις καλύτερη συμφωνία με εκείνον τον μεθύστακα τον Γιούνκερ και την παρέα των σοσιαλιστών, Μπόρις;».
Ο Τζόνσον εκτιμά τη σχέση του Τραμπ με τους ψηφοφόρους και την ικανότητά του να κυριαρχεί στον 24ωρο ειδησεογραφικό κύκλο, αλλά καταλήγει στο συμπέρασμα ότι είναι «μάλλον ηλίθιος». Το προδιαγεγραμμένο τέλος της σχέσης είναι ένας τρικούβερτος τηλεφωνικός καβγάς όταν η Βρετανία επιτρέπει στη Huawei να συμμετάσχει στην κατασκευή των υποδομών του δικτύου 5G.

Κύκλοι του πρώην πρωθυπουργού έσπευσαν να δηλώσουν ότι το βιβλίο δεν περιέχει παρά «τις γνωστές κακόβουλες και σεξιστικές βλακείες». Η πραγματική απάντηση θα προέλθει από τα απομνημονεύματα του ίδιου, τα οποία θρυλείται ότι ετοιμάζονται. Ο Αντονι Νέλσον όμως, παρά το ότι σε συνέντευξή του στον «Guardian» στις 30 Απριλίου συνοψίζει τη διακυβέρνησή του λέγοντας ότι «σαν ρωμαίος αυτοκράτορας ενδιαφερόταν μόνο για τα μνημεία που θα ανεγείρονταν προς τιμήν του», του προσφέρει ένα αναπάντεχο ελαφρυντικό. Αν ο Μπόρις Τζόνσον γινόταν πρωθυπουργός αμέσως μετά το Brexit, δίχως να μεσολαβήσει η διαλυτική τριετία της Τερέζα Μέι, θα μπορούσε «να συγκροτήσει μια ισχυρότερη και ευρύτερης βάσης κυβέρνηση. Η πρώην σύζυγός του Μαρίνα Γουίλερ θα ήταν στο πλευρό του στο νούμερο 10, μια ώριμη γυναίκα που θα λειτουργούσε σαν χειρόφρενο στον σύζυγό της, έτοιμη να τον συγκρατήσει όποτε ήταν αναγκαίο. (…) Το μομέντουμ της εκστρατείας υπέρ της αποχώρησης θα είχε διατηρηθεί». Παρ’ όλα αυτά, σημειώνει, «το πιο πιθανό είναι ότι θα είχε εκτεθεί χειρότερα από το 2019», μια και ο χαρακτήρας του δεν θα άλλαζε. Και την επαύριο του δημοψηφίσματος, θα πρόσθετε κανείς, θα παρέμενε ο ίδιος αμήχανος άνθρωπος που διαπίστωνε ότι είχε κερδίσει – και δεν είχε ιδέα τι να κάνει.