Μας έλεγε: «Γέρασα και ακόμα ανεβαίνω σαν παλικαράκι στις σκάλες για να φωτογραφίζω τους ανθρώπους στο πραγματικό τους μέγεθος: μικρούς. Είναι απέραντο το μεγαλείο της ζωής, αλλά εμείς οι άνθρωποι είμαστε μικροί. Τι πρώτα να σας πω; Για τις πλημμύρες στη Βόρεια Ελλάδα, όπου έβλεπα τους ανθρώπους στις στέγες των σπιτιών, ώσπου χάνονταν από τα μάτια μου; Για τη στιγμή της καταδίκης του Παγκρατίδη, όταν φώναζε με απόγνωση και παράπονο «Είμαι αθώος»;

Για την ινδή χήρα που έριξαν στην πυρά μαζί με τη σορό του άντρα της; Για τη μαυροφορεμένη γυναίκα στο νεκροταφείο της Τασκένδης; Για τους ανθρώπινους στόχους που φωτογράφιζα στο Βελιγράδι; Για το πόσο μικροί ήταν πολλοί δυνατοί του κόσμου, τουλάχιστον από αυτούς που συνάντησα;».

Πέρασαν οκτώ χρόνια από τον θάνατο του κορυφαίου, για πολλούς, φωτορεπόρτερ της Θεσσαλονίκης του 20ού αιώνα Γιάννη Κυριακίδη («έφυγε» στις 22 Φεβρουαρίου 2016), ενώ παράλληλα εφέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννησή του (στις 10 Μαΐου 1924).

Παραμένει «θρύλος» της Θεσσαλονίκης, έχοντας αφήσει έναν πλούτο φωτογραφιών-ντοκουμέντων σχεδόν εξήντα χρόνων, που τραβούσε με τη μαεστρία, θα ‘λεγε κανείς, του αυτοδίδακτου σκηνοθέτη. Ηταν απόλυτα ρεαλιστής και με αίσθηση της «ιστορικότητας» της στιγμής που απαθανάτιζε αλλά και αρκετά ρομαντικός και δημιουργικός ώστε να «δραματοποιεί» το γεγονός και να του προσδίδει κάποιες φορές fiction διάσταση.

Φωτογράφισε αλλά και τους έπεισε για την αξία του μεγάλες προσωπικότητες που σύντομα έγιναν φίλοι του: Ο Καραμανλής, ο Ανδρέας, η Μελίνα, ο Βελλίδης, ο Γκάλης, ο Σαββόπουλος, ο Μίκης και ο Μάνος.

Ηταν εκεί σε μεγάλες δημοσιογραφικές αποστολές στο εξωτερικό, στη θεομηνία, στη γιορτή, στην τραγωδία, στα φώτα της ΔΕΘ, στα «ωχ» και στα «γκολ» των μυριάδων της Τούμπας, στις γυμναστικές επιδείξεις του Καυτανζογλείου αλλά και στα μαγικά του Χατζηπαναγή, στη διαδήλωση, στα παιδικά πρόσωπα της φτώχειας όπως τα παραμόρφωνε ο Βαρδάρης, στο δέος του πλήθους μπροστά στη λαμπερή Βουγιουκλάκη έτσι όπως έφτανε στο Φεστιβάλ.

Πήγε στην Αμερική και στη Ρωσία και φωτογράφισε μόνος του τους πρώτους αστροναύτες (και κοσμοναύτες). Κάλυψε τους Ολυμπιακούς της Σεούλ, της Ατλάντα, της Βαρκελώνης και της Αθήνας.

Ο Γιάννης Κυριακίδης απεχθανόταν τα στερεότυπα και το τελετουργικό τέλμα σε δεξιώσεις, εκδηλώσεις, φεστιβάλ και άλλα τέτοια. Δεν σταμάτησε ποτέ να αναστατώνει δημιουργικά τους επισήμους, τα πλήθη και τους δημοσιογράφους σε κάθε άφιξή του στο «θέμα». Πάνω στη σκάλα, δίπλα στην εξέδρα, μέσα στο πλήθος, ο Γιάννης από νωρίς κέρδισε όλη την κατανόηση και τον σεβασμό, για να κάνει τη δουλειά του με τη φωτογραφική του μηχανή και τον μοναδικό του τρόπο. «Κυριακίδης είναι αυτός…» έλεγαν οι παλαιότεροι.

Πιθανόν να γεννήθηκε φωτορεπόρτερ. Πώς να εξηγήσουμε αλλιώς τα αντανακλαστικά που έδειξε ευρισκόμενος ακόμα στην προεφηβική ηλικία, μπροστά σε ένα γεγονός που άξιζε να φωτογραφηθεί;

«Στο στρατόπεδο Κόδρα», τόνιζε σε συνέντευξη που μου έδωσε, «γίνονταν οι ιππικοί αγώνες. Ξαφνικά είδα ένα άλογο να σταματά απότομα μπροστά στο εμπόδιο, να σηκώνεται με δύναμη στα δύο πόδια και να τινάζει ψηλά στον αέρα τον αναβάτη, έναν αξιωματικό.

Τότε ήταν που είπα μέσα μου: «Να είχα μια φωτογραφική μηχανή για να κρατήσω αυτή τη μοναδική στιγμή». Λίγο αργότερα, στα δεκαέξι χρόνια του, βρέθηκε για πρώτη φορά με μια Kodak στα χέρια. Hταν δώρο που πήρε με κουπόνια της εφημερίδας «Μακεδονία». Η πρώτη του φωτογραφία και αυτή σημαδιακή: ήταν ενός ιταλικού αεροπλάνου, το οποίο είχαν βάλει στην πλατεία Αριστοτέλους, μετά την κατάρριψή του, το 1940».

Η σοφία του πατέρα

Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη την άνοιξη του 1924. Οι γονείς του ήταν πρόσφυγες από την Τραπεζούντα και εγκαταστάθηκαν στην Καλαμαριά. Εκεί μεγάλωσε μαζί με τα άλλα δύο αδέλφια του, ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Χρόνια δύσκολα. Ο πατέρας του, ένας άξιος άνθρωπος, δούλευε γραφίστας. Θυμάται που του έλεγε: «Το βράδυ, παιδί μου, πριν κλείσεις τα μάτια σου, θα πας στον καθρέφτη και θα κάνεις ταμείο. Και θα λες πάντα την αλήθεια. Ακόμη και αν σε βάλουν στο εκτελεστικό απόσπασμα».

Κι άλλες φορές στη ζωή θυμήθηκε τον πατέρα του. Σ’ αυτόν χρωστούσε το πάθος για να «βγει το θέμα»: «Ποτέ δεν «έφαγα πόρτα». Ποτέ δεν γύρισα πίσω χωρίς θέμα. Ολα αυτά τα νέα τότε παιδιά που είναι τώρα πια βετεράνοι, καταξιωμένοι δημοσιογράφοι κ.λπ., παρακαλούσαν να είμαι μαζί τους, γιατί το δικό μου το μάτι ήταν περισσότερο στην αφαίρεση και όχι στην πρόσθεση. Εβλεπα πράγματα που δεν έβλεπαν οι άλλοι. Μου έλεγε ο πατέρας μου: «Θα περπατάς στον δρόμο και θα βλέπεις αυτά που δεν βλέπουν οι άλλοι. Τότε στη ζωή σου θα πας μπροστά»».

Μέχρι τον βασιλιά κατέβασε από το άλογο. Τον Κωνσταντίνο. «Ετσι που καθόταν», θυμήθηκε, «πάνω στο άλογο, δεν με βόλευε να τον βγάλω φωτογραφία. Του λέω, λοιπόν: «Εξοχότατε, μήπως είναι εύκολο να κατεβείτε από το άλογο για να έχω πιο σωστή εικόνα;». Αυτό έγινε στην Πλατεία Αριστοτέλους».

«Την πρώτη επαγγελματική σας μηχανή πώς την αποκτήσατε;» τον ρώτησα, ψάχνοντας την άκρη του νήματος και επιμελούμενος το βιογραφικό βιβλίο του «Ζωή γεμάτη εικόνες», που μου εμπιστεύθηκε: «Οταν γύρισα από τη Μακρόνησο αγόρασα πια την πρώτη μου επαγγελματική μηχανή από το μεγαλύτερο κατάστημα με φωτογραφικά είδη που λειτουργούσε τότε, του Ισραηλίτη Σαλβατώρ Κούνιο.

Ηταν μια ξεχωριστή στιγμή για μένα, όχι μόνο γιατί απέκτησα την πρώτη μου επαγγελματική φωτογραφική μηχανή, αλλά και για την εμπιστοσύνη που μου έδειξε ο Κούνιο. Μπήκα στο μαγαζί, με αμπέχονο και άρβυλα, έχοντας στην τσέπη μου όλες κι όλες εκατό δραχμές. Ζήτησα μία μηχανή Rolleiflex, η οποία στοίχιζε 3.500 δραχμές. «Θα χρειαστεί αρκετός καιρός να την αγοράσω», λέω στον Κούνιο, «γιατί έχω μόνο 100 δραχμές».

Τότε αυτός ο άνθρωπος, ο οποίος δεν με γνώριζε, αφού με κοίταξε επίμονα, γύρισε στον υπάλληλό του και του λέει: «Βίκτωρ, κάνε τη μηχανή πακέτο για να την πάρει το παιδί«. «Μα, έχω μόνο 100 δραχμές», του απαντάω με παράπονο. «Θα την πάρεις». Κόπηκε η φωνή μου. Χάρηκα σαν μωρό παιδί. Μετά από οκτώ μήνες σκληρής δουλειάς μάζεψα τα χρήματα και όταν πήγα να του τα δώσω, τον ρωτάω: «Κύριε Κούνιο, πώς εμπιστευτήκατε εμένα, με το αμπέχονο και τα άρβυλα, να μου δώσετε μία μηχανή 3.500 δραχμών;».

Και μου απαντάει: «Είδα στα μάτια σου το πάθος που είχες να αποκτήσεις αυτή τη μηχανή και την εντιμότητά σου και θέλησα να βοηθήσω ένα νέο παιδί να ξεκινήσει τη ζωή του»».

Ακούραστα μιλούσε για τη σχέση του με τη Θεσσαλονίκη.Είδε αυτή την πόλη να μεγαλώνει, να αλλάζει ρυθμούς και όψη. «Είδα αγαπημένα κομμάτια της να χάνονται. Iσως είμαι και αθεράπευτα ρομαντικός. Παραμένω πιστός στη Θεσσαλονίκη του Μεντιτερανέ, του Φλόκα, της παλιάς παραλίας. Εδώ δούλεψα, εδώ παντρεύτηκα, εδώ κάναμε, με τη σύντροφό μου τη Χρύσα, δύο υπέροχες θυγατέρες, την Αφροδίτη και την Αθηνά».

Εκ του συστάδην

«Ο Γιάννης Κυριακίδης έζησε «εκ του συστάδην» όλη την περιπέτεια της Θεσσαλονίκης και του λαού της, μαχόμενος με τα αγχέμαχα όπλα του και εικονογραφώντας στο στερέωμα της Ιστορίας, μαζί με αυτήν, και το δραματικό πολιτικό γίγνεσθαι της χώρας, έτσι που το αρχείο του να είναι όχι ένα θαμμένο και βουβό παρελθόν, αλλά ένα ζωντανό και λάλον ύδωρ και μνήμης και νοσταλγίας και κατανόησης και παρόρμησης» έγραψε ο αξέχαστος δημοσιογράφος Γεράσιμος Δώσσας στο προαναφερθέν βιογραφικό λεύκωμα, «Γιάννης Κυριακίδης – Ζωή γεμάτη εικόνες» (εκδόσεις Μίλητος, 2013), αποτιμώντας τους παράλληλους βίους της Θεσσαλονίκης και του εμβληματικού φωτοειδησεογράφου στο άνυσμα μισού αιώνα και πλέον της νεοελληνικής Ιστορίας.

«Ο Γιάννης έχει έμφυτη τη ματιά του ρεπόρτερ και βαθιά αίσθηση του φωτορεπορτάζ, για να φωτογραφίσει τη σπάνια πλευρά του γεγονότος ή του θέματος, τη διαφορετική εκδοχή, τη λεπτομέρεια που θα γινόταν εμβληματική μεγέθυνση.

Οσο ήταν μάχιμος κουβαλούσε πάντα μαζί του τη φωτογραφική μηχανή για να μη χάσει κάτι το απρόοπτο, να είναι ετοιμοπόλεμος, να μην καθυστερήσει στο θέμα. Ηταν ο άγρυπνος φωτορεπόρτερ και ο πανταχού παρών. Γι’ αυτό τον προτιμούσαν οι δημοσιογράφοι και τον πλήρωναν οι εφημεριδάδες». Τα παραπάνω έγραψε για το ίδιο βιβλίο ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Χρίστος Ζαφείρης.

Από την πλευρά του, ο αξέχαστος για τις γλαφυρές μεταδόσεις του δημοσιογράφος Γιάννης Λογοθέτης έγραψε: «Η μεγάλη του επιτυχία δεν βασίστηκε μόνο στο ταλέντο του, αλλά πλαισιώθηκε και από μια αγρύπνια διαρκείας, που τον βοήθησε στην έγκαιρη πληροφόρηση των γεγονότων έτσι ώστε οι αποκλειστικότητες που εξασφάλιζε τον καθιστούσαν περιζήτητο από όλα τα έντυπα.

Πέραν αυτών, ο Κυριακίδης, προικισμένος με μια μοναδική πειθώ, υποχρέωσε προσωπικότητες παγκόσμιας εμβέλειας να σταθούν μπροστά στον φακό του, για να στεγαστούν στο πλούσιο φωτογραφικό του αρχείο. Προσωπικότητες όπως οι Ντε Γκωλ, Ζισκάρ ντ’ Εστέν, Κλίντον, Μπους (πατέρας και γιος), Γκορμπατσόφ, Γκρομίκο, Γέλτσιν, Τίτο, Ζίβκοφ, Μεντερές, που ο καθένας τους είχε και τη δική του ιστορία.

Μετρώντας την έκταση και τη διάσταση των επιτευγμάτων του, δεν μπορείς παρά να θαυμάσεις και να χειροκροτήσεις το μεγάλο του πάθος για το κυνήγι της ΦΩΤΟ-ΕΙΔΗΣΗΣ που το αντάμωνε και με ένα ξεχωριστό μεράκι. Νομίζω ότι ο Γιάννης Κυριακίδης δικαιώνει απόλυτα την κινεζική ρήση που θέλει τη μία φωτογραφία ισότιμη με χίλιες λέξεις».