«Ενιωσα ότι γινόμουν μάρτυρας της ανάδυσης ενός νέου, συναρπαστικού ταλέντου. (…) Θεωρώ ότι η δουλειά του σύντομα θα ταξιδέψει σε διεθνή φεστιβάλ. Ελπίζω μόνο να έρθει και στη Βρετανία». Ο θεατρικός κριτικός της εφηµερίδας «The Guardian» Mάικλ Μπίλινγκτον µόνο φειδωλός δεν ήταν στα λόγια του γράφοντας σχεδόν μαγεμένος για την παράσταση της Πειραματικής Σκηνής Νέων Δημιουργών του Εθνικού Θεάτρου «Goodbye, Lindita», του 24χρονου αλβανού σκηνοθέτη Μάριο Μπανούσι.

Ο Μπίλινγκτον μαζί με άλλους ξένους συναδέλφους του, αλλά και διευθυντές σημαντικών φεστιβάλ του κόσμου, βρέθηκε στην Αθήνα πριν από μερικές εβδομάδες, προσκεκλημένος του Εθνικού Θεάτρου, ώστε να παρακολουθήσει τις παραστάσεις της πρώτης σκηνής της χώρας. Επιστρέφοντας στην πατρίδα του και γράφοντας στον «Guardian» τις εντυπώσεις του, αφιέρωσε τις πέντε πρώτες παραγράφους του κειμένου του – και όχι αδίκως – στο φαινόμενο Μάριο Μπανούσι, στο νέο enfant terrible του ελληνικού θεάτρου.

Στον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης

Οταν συναντώ τον 24χρονο Μάριο Μπανούσι στο roof garden του Athens Capital, του κεντρικού αυτού ξενοδοχείου του Συντάγματος με την εμβληματική συλλογή έργων τέχνης, με εντυπωσιάζει η βαθιά ειλικρίνειά του. Οι παραστάσεις του έχουν να κάνουν με ζητήματα στον πυρήνα της ανθρώπινης υπόστασης: τη γέννηση, τον θάνατο, την απουσία. Από το πρώτο του έργο, «RΑGADA», που παρουσιάστηκε πέρυσι αρχικά στα Performance Rooms 2022 που διοργανώθηκαν από την Αίθουσα Τέχνης Καππάτος στο St George Lycabettus και αργότερα φιλοξενήθηκε στην ολοκληρωμένη μορφή του στο Θέατρο στη Σάλα, ο Μάριο Μπανούσι εξυφαίνει με εικόνες τα προσωπικά του βιώματα, τα ντύνει με σιωπές αντί με ήχους, βουτάει σε μνήμες του ασυνειδήτου, αντλεί από την παράδοση και με τη μεταμορφωτική δύναμη της τέχνης μετατρέπει κάτι το τόσο προσωπικό σε συλλογικό.

Φωτ.: Ολυμπία Κρασαγάκη

«H πρώτη μου παράσταση, «RAGADA», γεννήθηκε από διάφορες εικόνες που με κατέκλυζαν» περιγράφει. «Κεντρική εικόνα ήταν αυτή της μητέρας μου να με φέρνει στον κόσμο και ακριβώς η ανάποδή της, εγώ δηλαδή, πλέον ως ενήλικος, να επιστρέφω και να μπαίνω στο σώμα της ολόκληρος ως ύπαρξη. Θυμάμαι τα πρώτα λεπτά που την πρωτοπαρουσιάσαμε στο Performance Rooms 2022 στο δωμάτιο υπήρχε μόνο μία θεατής. Κοιταχτήκαμε με τους ηθοποιούς και είπαμε, «μα μόνο για ένα άτομο θα παίζουμε;». Και ύστερα ήρθε και δεύτερο και έπειτα τρίτο και κάποια στιγμή μέσα σε αυτό το δωμάτιο των 15 τ.μ. είχαμε 50 άτομα να μας παρακολουθούν ανά δέκα λεπτά, καθώς η «RΑGADA» παιζόταν σε λούπα».

Και από τη γέννηση πέρυσι, εφέτος στα μαβιά νερά του θανάτου και σε μια σπουδή επάνω στο πένθος με το «talk of the town» έργο «Goodbye, Lindita». Οι παραστάσεις του στο Εθνικό Θέατρο είναι sold out έως τις 4 Ιουνίου και όπως όλα δείχνουν μάλλον θα επαναληφθεί και την επόμενη θεατρική σεζόν. Και πάλι ο Μπανούσι αντλεί από τον κήπο των βιωμάτων του. Εδώ η ηρωίδα του δεν είναι η μητέρα του, αλλά η μητριά του, η δεύτερη σύζυγος του πατέρα του, με την οποία ήταν επίσης πολύ δεμένος, με εκείνη να φεύγει από τη ζωή από λύπη, τρεις ημέρες προτού πεθάνει και ο πατέρας του, ο οποίος ήταν βαριά άρρωστος.

Και εμείς θα μπούμε σε αυτό το σπίτι που θρηνεί χωρίς ήχο, όπου οι αδελφές και η μητέρα της Λίντιτα θα ξαγρυπνήσουν υπό το βλέμμα μιας Παναγίας κρεμασμένης στον τοίχο, θα δουν τηλεόραση, θα καταπιούν τη σούπα τους. Και από αυτούς τους τοίχους του σπιτιού σκηνές θα ξεπηδήσουν: η βάπτιση, η ζωή και ο γάμος αυτής της γυναίκας που, ξαπλωμένη πλέον στο νεκροκρέβατό της, οι αγαπημένοι της τη χαιρετούν, την πλένουν, τη στολίζουν, για να την ετοιμάσουν για το επέκεινα, ενώ εκείνοι θα παραμείνουν εδώ, στον πάνω κόσμο, με τα αντικείμενα της νεκρής τους και τη ζωή να πρέπει την ίδια στιγμή να συνεχιστεί με εκείνον τον αδυσώπητο τρόπο της.

Μια χορογραφία αποχαιρετισμού, λοιπόν, εγκιβωτισμένη σε τέσσερις τοίχους, με τον Μπανούσι να βουτά στα αρχέγονα έθιμα του αποχαιρετισμού των πολύτιμων νεκρών μας. Εθιμα που η σύγχρονη κοινωνία μοιάζει να αποτάσσει – γιατί το πένθος πλέον πρέπει να είναι αόρατο – και όμως είναι τόσο βαθιά χαραγμένα στο ανθρώπινο DNA από τότε που η Αντιγόνη ζητούσε να θάψει τον δικό της νεκρό αδελφό.

«Αν η «RΑGADA» μιλούσε για τη γέννηση, το «Goodbye, Lindita» ακουμπά το πένθος» αναφέρει ο νεαρός δημιουργός. «Σαν οι δύο παραστάσεις να είναι καθρέπτης και συμπλήρωμα η μία της άλλης. Στην πρώτη μία γυναίκα ξαπλώνει για να γεννήσει, στη δεύτερη μία γυναίκα ξαπλώνει για να πεθάνει».

Οπως παραδέχεται, ο θάνατος της μητριάς του και του πατέρα του ήταν η αιτία της δημιουργίας αυτού του έργου. «Ηθελα να μιλήσω για κάτι που πραγματικά με αφορά. Οχι απλώς να βρω κάτι «έξυπνο» που να πουλάει αυτή την περίοδο. Ηθελα να δημιουργήσω κάτι προσωπικό, που ο καθένας θα μπορούσε να ακουμπήσει επάνω του. Και αυτό είναι που με κάνει χαρούμενο για αυτή την παράσταση: ότι έχω δει άτομα να συνδέονται μαζί της. Ξέρετε, ήρθε να την παρακολουθήσει ο Θεόδωρος Τερζόπουλος. Μου μίλησε μάλιστα μετά το τέλος της παράστασης. Κρατώ τα λόγια του. Μου είπε ότι η μεγαλύτερη παιδεία είναι η βαθιά μνήμη και ότι βλέπει σε εμένα μνήμες πολύ βαθιές. Θυμάμαι γύρισα σπίτι, είχα βουρκώσει, και σκεπτόμουν: «Κοίτα να δεις! Αυτό μου το είπε τώρα ο Θεόδωρος Τερζόπουλος!». Αυτή είναι η προίκα αυτής της παράστασης, ότι άνθρωποι βρίσκουν κάτι να συνδεθούν μαζί της: από μεγάλους καλλιτέχνες όπως ο Τερζόπουλος μέχρι απλούς ανθρώπους, όπως ο αλβανός περιπτεράς που είδε τυχαία στον δρόμο μία ηθοποιό της παράστασης. Αρχισε να κλαίει με λυγμούς και πήρε τηλέφωνο τη γυναίκα του λέγοντάς της «έχω εδώ την ηθοποιό από το «Goodbye, Lindita» και η ηθοποιός είχε μείνει κυριολεκτικά άφωνη».

Μια τριλογία

Και αυτή η σπουδή πάνω στη γέννηση και στον θάνατο ολοκληρώνεται τον Ιούλιο με μια ελεγεία επάνω στην απουσία με την παράσταση «Taverna Miresia – Mario, Bella, Anastasia», η οποία θα παρουσιαστεί στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών στο Εθνικό Θέατρο (Σκηνή «Ελένη Παπαδάκη») από τις 18 έως τις 20 Ιουλίου. Ο Μάριο Μπανούσι μόλις στα 24 χρόνια του έχει δημιουργήσει μία προσωπική τριλογία πάνω στις ρίζες της ανθρώπινης ύπαρξης.

«Για αυτή την παράσταση δεν μπορώ να πω ακόμη πολλά, ακόμα την πλησιάζω» αναφέρει. «Ακόμη ζωγραφίζω τις εικόνες της, ακούω δειλά-δειλά τη μουσική της. Το μόνο σίγουρο είναι ότι επικεντρώνεται στην απουσία. Εχω δημιουργήσει ένα σχήμα στο μυαλό μου. Στη «RAGADA» ένας άνθρωπος άνοιγε την πόρτα και έμπαινε στο δωμάτιο, στο «Goodbye, Lindita» ένας άνθρωπος άνοιγε την πόρτα και έφευγε, στο «Taverna Miresia – Mario, Bella, Anastasia» μένει ένα δωμάτιο μόνο του, με τα ίχνη του ανθρώπου που έχει φύγει, με την απουσία του να βασιλεύει».

Φωτ.: Ολυμπία Κρασαγάκη

Οπως εξομολογείται, αυτή η παράσταση είναι και ένας τρόπος να πλησιάσει τον κόσμο του πατέρα του. «Ο πατέρας μου ήταν ένας πολύ αλλόκοτος άνθρωπος, πολύ ιδιαίτερος» αναφέρει. «Είχε μία ταβέρνα-εστιατόριο στα προάστια των Τιράνων. Το όνομα της ταβέρνας είναι και ο τίτλος της παράστασής μου: Miresia, που στα αλβανικά σημαίνει καλοσύνη, ενώ Mario, Bella, Anastasia είναι το όνομα το δικό μου και των δύο αδελφών μου. Αυτή την ταμπέλα του εστιατορίου θέλω να τη μεταφέρω στη σκηνή. Είναι μια πόρτα για να εισχωρήσω στον κόσμο του πατέρα μου που ποτέ δεν κατάλαβα. Ενας τρόπος να τον πλησιάσω περισσότερο, να εξηγήσω όσα έμειναν ανεξήγητα».

Μήπως όμως είναι και ένας τρόπος να ξεπεράσει το πένθος; «Είναι ένας τρόπος να το διαχειριστώ, να μην το βάλω κάτω από το χαλί» απαντά. «Το γεγονός ότι σε κάθε παράσταση κλαίω και πρόκειται για ένα κλάμα αληθινό, το γεγονός ότι κάθε βράδυ ανασύρω τις μνήμες μου, το γεγονός ότι κάθε βράδυ αντιμετωπίζω τη μητριά μου και τον πατέρα μου σαν να βρίσκονται εν ζωή, εν τέλει με κάνει να συνειδητοποιώ ότι πλέον έχουν φύγει».

Οπως αναφέρει, στην παράσταση «Taverna Miresia – Mario, Bella, Anastasia» δεν θα υπάρχει κάποιος άνδρας επί σκηνής, πέρα από τον ίδιο. «Ακριβώς γιατί θέλω να τονίσω την απουσία του άνδρα, του πατέρα μου, μία απουσία που σημάδεψε τη ζωή μου. Εγώ έζησα με τη γιαγιά μου, τη μάνα μου, τις αδελφές μου. Πάντα η ανδρική φιγούρα έλειπε, για αυτό ίσως και ασχολούμαι στις παραστάσεις μου τόσο πολύ με τη θηλυκότητα».

Πατώντας καλά στη γη

Πώς νιώθει όμως αυτή τη στιγμή που η παράστασή του είναι sold out, που γράφονται για αυτόν διθυραμβικά κείμενα στον «Guardian», που το «Goodbye, Lindita» θα ταξιδέψει σε φεστιβάλ της Ευρώπης; «Είναι κάτι που με κάνει χαρούμενο, αλλά δεν μπορώ να πω ευτυχισμένο» απαντά. «Φυσικά χάρηκα που έγραψε για εμένα o «Guardian», που οι συνάδελφοι της αδελφής μου, που εργάζεται στo Λονδίνο, όταν διάβασαν το άρθρο τη ρωτούσαν αν έχουμε κάποια συγγένεια λόγω του επιθέτου της. Είμαι πολύ ευγνώμων με αυτό που συμβαίνει, αλλά μέχρι εκεί. Για παράδειγμα, το άρθρο στον «Guardian» απασχόλησε τη σκέψη μου μόλις δύο ώρες, γιατί υπάρχει και η πραγματική ζωή: οι πρόβες μου, οι παραστάσεις, το σπίτι μου, ο γάτος μου, οι βόλτες μου, οι φίλοι μου. Δεν λέω, είναι ωραίο οι άνθρωποι να σου λένε συγχαρητήρια. Είναι σχεδόν αστείο, κάποιος πριν από μερικές ημέρες μου ζήτησε αυτόγραφο. Αλλά, ξέρετε, δεν θέλω να μπω σε αυτή τη συνθήκη, να το υπερευχαριστηθώ, γιατί δεν ξέρω αν θα είναι καλό για εμένα. Αν και δεν νομίζω ότι θα γίνω ποτέ ο άνθρωπος που θα πάρουν τα μυαλά του αέρα».

Αμέσως μετά μου διηγείται ένα περιστατικό. «Η μητέρα μου, που είναι η ηρωίδα μου, διατηρεί έναν φούρνο στην Ηλιούπολη, όπου πηγαίνω καμιά φορά και δουλεύω. Τις προάλλες συνέβη κάτι απρόοπτο. Η μητέρα μου χρειάστηκε να φύγει στην Αλβανία και μου ζήτησε να κρατήσω εγώ τον φούρνο. Κάποια στιγμή μπήκε ένας πελάτης και μου μίλησε πολύ άσχημα. Καθώς του έφτιαχνα τον καφέ του, λοιπόν, από το ραδιόφωνο ένας δημοσιογράφος μιλούσε για την παράστασή μου. To «Goodbye, Lindita», η παράσταση της χρονιάς, σε σκηνοθεσία του ανερχόμενου σκηνοθέτη Μάριο Μπανούσι». «Τι ζω!», σκεπτόμουν. Ηταν ένα τόσο περίεργο συναίσθημα, μια σκηνή με τόση ειρωνεία, γιατί ένας δημοσιογράφος με εκθείαζε και εγώ έφτιαχνα τον καφέ ενός πελάτη που ωρυόταν «άντε, τελείωνε». Πάντως, μου αρέσει να πηγαίνω στον φούρνο της μητέρας μου. Με κρατά γειωμένο».

Η αρχή και τα σχέδια

Ο Μάριο γεννήθηκε το 1998 και μέχρι την ηλικία των έξι μεγάλωσε στην Αλβανία δίπλα στη γιαγιά του, μία κομβική φιγούρα στη ζωή του, την οποία φώναζε «μαμά» μέχρι και το γυμνάσιο, όταν ήρθε πλέον στην Ελλάδα για να ζήσει με τη μητέρα του. «Στο σχολείο βαριόμουν πολύ» εξομολογείται. «Δεν ήμουν καλός μαθητής. Δεν ήταν ότι διάβαζα και δεν τα κατάφερνα. Δεν με ενδιέφερε καθόλου. Το αίσθημα της βαρεμάρας γενικά με ακινητοποιεί. Για αυτό και τα καλοκαίρια που πέρναγα στην Αλβανία έστηνα παραστάσεις κουκλοθεάτρου μαζί με τα ξαδέλφια μου στην αυλή της γιαγιάς, για να μη βαριέμαι. Εγραφα τις προσκλήσεις, έπαιρνα τις πορσελάνινες κούκλες της γιαγιάς και τα λούτρινα παιχνίδια, έστηνα ένα σεντόνι σε δύο καρέκλες, άναβα κεριά και μαζεύονταν οι συγγενείς μας στην αυλή να τις δουν καθισμένοι σε ένα χαλί. Αναπαριστούσα τους ίδιους για να έχουν άμεσες αναφορές».

Κάπως έτσι κανείς δεν παραξενεύτηκε όταν ανακοίνωσε ότι θα δώσει εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών. Η μητέρα του τον στήριξε από την πρώτη στιγμή, κάνοντάς του μόνο μία ερώτηση: «Είσαι σίγουρος ότι δεν θα βαρεθείς και εκεί;». Και ο Μάριο δεν βαρέθηκε. Αντίθετα, ανακάλυψε τον κόσμο στον οποίο ανήκει.

Οταν τον ρωτώ αν ένιωσε ρατσισμό, διχασμένος σε δύο πατρίδες, αφοπλιστικά θα πει: «Στην Αλβανία Ελληνας και στην Ελλάδα Αλβανός». Οσο για τον ηλικιακό ρατσισμό, «μια φορά άκουσα έναν θεατή να ανοίγει το πρόγραμμα της παράστασης, να διαβάζει ότι είμαι 24 ετών και να αναφωνεί «ωχ, τι θα δούμε!». Γιατί αυτό το «ωχ» να είναι η πρώτη αντίδραση στο άκουσμα ότι κάποιος θέλει να παρουσιάσει μια δουλειά στα 24 του χρόνια;».

Την επόμενη χρονιά σίγουρα δεν θα τον δούμε να σκηνοθετεί Σαίξπηρ ή Τσέχοφ ή Ιψεν. «Προς το παρόν θέλω να δημιουργώ τους δικούς μου κόσμους, αν και η αρχαία τραγωδία με έλκει πολύ» παραδέχεται. Την ίδια στιγμή φωτογραφίζει, ζωγραφίζει, θέλει να κάνει κινηματογράφο, αλλά και να παίξει ως ηθοποιός. Οι πλανήτες στο σύμπαν του Μάριο Μπανούσι είναι πολλοί.

 

* Η φωτογράφιση πραγματοποιήθηκε στο Athens Capital Hotel-MGallery Collection (Ελευθερίου Βενιζέλου 4 & Κριεζώτου 2, Πλ. Συντάγματος).