Το θέατρο REX στα τέλη Μαρτίου βρισκόταν υπό κατάληψη. Εξαιτίας αυτού, το «Goodbye, Lindita» του Μάριο Μπανούσι, μια παράσταση στο πλαίσιο της Πειραματικής Σκηνής Νέων Δημιουργών του Εθνικού Θεάτρου, μετακινήθηκε και ανέβηκε σε χώρο της Πειραιώς 260. Ετυχε να την παρακολουθήσουμε εκεί κατά τις πρώτες μέρες, στην εναρκτήρια φάση της.

Εκείνο το βράδυ λοιπόν, μετά το τέλος, αφού βγήκαμε στο προαύλιο, είχε ενδιαφέρον η κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει οι θεατές. Δεν έφευγαν και κοιτούσαν μάλλον σιωπηλοί ο ένας τον άλλον, διερωτώμενοι τι ακριβώς ήταν αυτό που μόλις είχαν δει, διερωτώμενοι μα και την ίδια στιγμή συγκινημένοι. Βουρκωμένα μάτια άστραφταν ακανόνιστα μες στη νύχτα, ενώ τα διάσπαρτα σχόλια ακούγονταν σχεδόν ψιθυριστά κι αυτά, σαν να μην ήθελε κανείς να διασαλεύσει την έντονη επίδραση αυτής της παράστασης, σαν να ήθελαν όλοι να τη συντηρήσουν λίγο ακόμη, πέρα από τα εβδομήντα πέντε, πυκνά και υποβλητικά, λεπτά της.

Μια θρηνητική ρωγμή

Τι κατάφερε ο 24χρονος καλλιτέχνης; Να δημιουργήσει ένα ευθύβολο κομψοτέχνημα για την απώλεια και, δίχως καθόλου λέξεις, να ανοίξει μια ρωγμή στον χώρο και στον χρόνο, μια ρωγμή θρηνητική πλην όμως στιλπνή, ονειρική και εν τέλει ποιητική, στην οποία το βουβό πένθος εναγκαλίζεται την εικαστική ομορφιά. Τι έχει συμβεί έκτοτε; Μεσολάβησε ένας μεταδοτικός και δικαιολογημένος, θα λέγαμε, ενθουσιασμός.

Τo «Goodbye, Lindita» έχει πάρει παράταση ως τις 4 Ιουνίου, με απανωτά sold out, στη «Σκηνή Κατίνα Παξινού» πλέον, αφού επανήλθε η κανονικότητα. Παράλληλα, σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες, η παράσταση πρόκειται, αφενός, να επαναληφθεί από το Εθνικό Θέατρο κατά το προσεχές φθινόπωρο και, αφετέρου, ετοιμάζεται να ταξιδέψει σε δύο τουλάχιστον μεγάλα ευρωπαϊκά φεστιβάλ, σε Γερμανία και Ολλανδία προσώρας. Ωστόσο, οι σχετικές συζητήσεις δεν έχουν σταματήσει και αναμένεται μια επέκταση της διεθνούς πορείας της.

Μια αγαπητική τελετουργία

Ο σκηνοθέτης Μάριο Μπανούσι, αλβανικής καταγωγής, είναι μόλις 24 ετών. Αποφοίτησε από το Ωδείο Αθηνών το 2020. Ο πυρήνας του έργου του (μέχρι τώρα) είναι βιωματικός, δηλαδή – είναι απαραίτητη η επισήμανση εδώ – εδράζεται σε ένα μύχιο, ατομικό υπόστρωμα το οποίο μεταπλάθεται σταδιακά (αυτό είναι και το ζητούμενο) σε κάτι που μας εμπλέκει επειδή ακριβώς ριζώνει στην κοινή μας μοίρα, να υπομένουμε την απώλεια ως αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας.

Το «Goodbye, Lindita» αποτελεί το δεύτερος μέρος μιας ήδη σχεδιασμένης τριλογίας, εμπνευσμένο συγκεκριμένα από τον θάνατο της μητριάς του (τρεις ημέρες μετά από αυτόν, ακολούθησε και ο θάνατος του πατέρα του). Το κυρίαρχο μοτίβο, εν προκειμένω, είναι ο αποχαιρετισμός μιας γυναίκας (ή των πολλών ειδώλων της) ως μια ιαματική, συμφιλιωτική και αγαπητική τελετουργία (τα αρχέγονα έθιμα ταφής στον πολιτισμό δεν είναι μόνο τοπικά, είναι και πανανθρώπινα εξίσου).

Αδιατάρακτη αφηγηματικότητα

Στο σύμπαν του Μπανούσι δεν υπάρχουν λόγια. Υπάρχει όμως μια αδιατάρακτη αφηγηματικότητα την οποία συνθέτουν οι εικόνες, σαν πίνακες αισθημάτων που κινούνται και διαθλώνται επί σκηνής. Η αφηγηματικότητα αυτή (ένας ορίζοντας συμβολικών θραυσμάτων) είναι η άλλη όψη μιας δραματουργικής ροής που τη σμιλεύουν πολύχρωμα και ετερόκλητα στοιχεία, υλικά καθημερινά τα οποία είναι απτά και συγχρόνως λειτουργούν αφαιρετικά, περισσότερο υπαινισσόμενα τις καλλιτεχνικές αναφορές τους παρά αποκαλύπτοντάς τες.

Ακόμη και η όποια «βαλκανικότητα» στον Μπανούσι είναι μια φευγαλέα ποιότητα, δεν είναι κάτι στατικά προσδιορισμένο.  Φτάνει κανείς στο σημείο να μένει με την εντύπωση πως, σε μια αλλόκοτη αλλά πάντως συνεκτική διάσταση, η ζωγραφική του Εντουαρντ Χόπερ φωτίζει λ.χ. κάτι από τον κινηματογράφο του Σεργκέι Παρατζάνοφ!

Βίωμα και συλλογική εμπειρία

Δεν έχει όμως τόση σημασία να αναλύσουμε τα επιμέρους αλλά να σταθούμε με τη δέουσα έμφαση στην ενιαία σύλληψη και στην οργανική εκτέλεση του ίδιου του εγχειρήματος, από τους άξιους συντελεστές και τους άξιους ηθοποιούς της παράστασης. Πώς να ξεχάσει κανείς εκείνο το σπίτι, εκείνο το έπιπλο που ανοίγει και μετατρέπεται στο νεκροκρέβατο της ανθοστολισμένης γυναίκας, την οποία σύντομα θα πλαισιώσει η οικογένεια για να δουν όλοι μαζί τηλεόραση; Πώς να ξεχάσει κανείς, επίσης, εκείνη τη Μαύρη Παναγία την κρεμασμένη στον τοίχο; Η απώλεια σιγοσέρνεται δίπλα στη ζωή, γίνεται η πιο αμείλικτη φόδρα της. Το πένθος, όπως κι αν το πλησιάσουμε, συνιστά και μια παράξενη βία, συναισθηματική και ψυχική, αν όχι συνειδησιακή, επειδή είναι μια συνθήκη που διακόπτει τη ζωή αλλά αναδιατάσσει κιόλας, αυτό το ίδιο, την αναπόφευκτη συνέχειά της. Μέσα από όλα αυτά ο Μπανούσι καταφέρνει να εκφράσει, επίσης, τα αντιφατικά πλην δυναμικά πεδία της καταγωγής και της ταυτότητας, με τρόπο βαθιά προσωπικό, μπολιάζοντας όμως και εμπλουτίζοντας με το διαμπερές βιώμά του τη συλλογική εμπειρία.

«Goodbye, Lindita» του Μάριο Μπανούσι, στο θέατρο REX – Σκηνή «Κατίνα Παξινού», ως τις 4 Ιουνίου. Περισσότερες πληροφορίες εδώ.