Περπατούσα πρόσφατα στους δρόμους μιας μικρής πόλης του ευρωπαϊκού Bορρά. Μίας από εκείνες τις άριστα συντηρημένες πόλεις με τα κουκλίστικα σπίτια, με τα πεντακάθαρα πάρκα, με τις άριστα διαμορφωμένες πλατείες. Oπου ζηλεύεις το επίπεδο διαβίωσης των κατοίκων. Πώς είναι οι δικές μας πόλεις; Το ακριβώς αντίθετο. Εκεί, κάθε γωνία και ένας πίνακας ζωγραφικής, τίποτε δεν χαλούσε την ομορφιά και την αρμονία του. Τότε βρέθηκα μπροστά στο ελληνικό εστιατόριο. Στη πρόσοψή του, φτηνά, κακοχυμένα και κακοστημένα αντίγραφα αρχαιοελληνικών κιόνων. Στη βιτρίνα του, επίσης κακοφτιαγμένα αντίγραφα αρχαίων αγαλμάτων, ένας λούτρινος γάιδαρος, κάτι ξεθωριασμένες γαλανόλευκες, μια εικόνα της Παναγίας και μια φωτογραφία της Μυκόνου. Oλη η πόλη ένα μασίφ έργο τέχνης και να που ο Eλληνας είχε καταφέρει να τη λεκιάσει με την παραφωνία του. Επιβάλλοντας την κακογουστιά και την αμετροέπεια που έχουν μετατρέψει και την Ελλάδα σε χώρο αναρχίας, ασχήμιας και κακοτεχνίας. Η σύγκριση της made in Greece φολκλόρ αισθητικής με την αισθητική που είχαν οι παρακείμενες ιταλικές τρατορίες (λιτές, κομψές και νοικοκυρεμένες) ήταν καθαρή δυσφήμηση για τη μητέρα πατρίδα. Eριξα μια ματιά στο αναρτημένο μενού με το «traditional Greek food»: Σουβλάκι με σουτζουκάκια και τυρί. Σε ποια είπαμε περιοχή της Ελλάδας έτρωγαν αυτό το παραδοσιακό φαγητό; Χίλιες φορές η πίτσα μαργαρίτα και τα σιτσιλιάνικα αραντσίνι που μας περίμεναν στην παρακάτω γωνία. Συνέχισα να περπατώ, για να βρεθώ σε μια στροφή του δρόμου στο δεύτερο ελληνικό εστιατόριο του οικισμού: Εδώ ο γάιδαρος δεν ήταν λούτρινος, ήταν ζωγραφισμένος στον τοίχο. Από πάνω του κρέμονταν πλαστικά τσαμπιά σταφύλια – μερικά ήταν μαδημένα. Δίπλα στην πόρτα, μια κούκλα βιτρίνας με σπασμένη μύτη ήταν ντυμένη τσολιάς. Στον κατάλογο, πρώτα-πρώτα φιγουράριζαν τα greek falafel, ένα ακόμα φαγητό που ποτέ δεν ήταν ελληνικό. Τι να λέμε, όμως; Τα περισσότερα ελληνικά εστιατόρια που λειτουργούν στο εξωτερικό είναι καθαρή δυσφήμηση και για την αισθητική της χώρας μας και για την κουζίνα της. Την ίδια στιγμή, οι ιταλικές τρατορίες, οι ισπανικές ταβέρνες με τα τάπας, ακόμα και τα αμερικανικά χαμπουργκεράδικα, τις περισσότερες φορές και προβάλλουν ικανοποιητικά τις γαστριμαργικές παραδόσεις των χωρών τους και σέβονται με την αισθητική τους την αισθητική των πόλεων όπου λειτουργούν. Και αν τα παλιά χρόνια η δικαιολογία του φτωχού Ελληνα που πήγε στα ξένα από το χωριό του και έστησε κακήν κακώς μια επιχείρηση για να ζήσει τα παιδιά του ψιλοέστεκε, σήμερα που ταξιδεύουμε, που βλέπουμε, που δεν βρεθήκαμε ξαφνικά από τα Κράβαρα στο Champs-Élysées ώστε να μην καταλαβαίνουμε τι πρέπει και τι δεν πρέπει να κάνουμε, φοβάμαι πως δεν στέκει. Υπάρχουν πάντα οι εξαιρέσεις, όπως, για να φέρω πρόχειρα ένα παράδειγμα, ο «Lookoomas», το μοντέρνο, κομψό, ευπρόσωπο ελληνικό λουκουματζίδικο που είδα το περασμένο καλοκαίρι στο πέρασμά μου από το Ρέικιαβικ. Oμως δυστυχώς μια μερίδα λουκουμάδες (ή ένα κομμάτι σωστού μουσακά στα ελάχιστα greek restaurants με αισθητική, σύγχρονη άποψη και πραγματικό σεβασμό στις γαστριμαργικές παραδόσεις μας) δεν είναι αρκετά για να διορθωθεί η εικόνα ή να φύγει η ταγκίλα που αφήνει το κακοτηγανισμένο «ελληνικό φαλάφελ».