Πέτυχα τις προάλλες ένα διαδικτυακό δημοσίευμα για ένα νέο τεστ το οποίο ενδέχεται να προβλέπει την άνοια 15 χρόνια πριν από την εμφάνισή της. Σκεφτόμουν ότι αν οι μισές από αυτές τις έρευνες, που αφορούν επαναστάσεις στον χώρο της ιατρικής, ευοδώνονταν και τελικά έφταναν στα φαρμακεία και στα νοσηλευτικά ιδρύματα, θα ζούσαμε μέχρι και 200 χρόνια.

Και όχι μόνο θα ζούσαμε, αλλά θα ζούσαμε και καλά, το οποίο είναι μια πολύ κρίσιμη παράμετρος της υπόθεσης. Διότι δεν είναι δίχως βάση κάποιες κατηγορίες που ακούγονται κατά της σύγχρονης ιατρικής και των μεθόδων της ότι στην πραγματικότητα δεν επιμηκύνουν τη ζωή, επιμηκύνουν τα γηρατειά.

Η νόσος της διάκρισης

Αν επιστρέψουμε στην ιατρική έρευνα, πάντως, έχει ενδιαφέρον ότι δεν λείπουν ούτε από κει – από πού λείπουν άλλωστε; – η επίδραση της ιδεολογίας, η έννοια της διάκρισης, το πέπλο ενός άρρητου ρατσισμού. Μόνο στις ΗΠΑ το 2022 οι ιατρικές έρευνες που αφορούσαν νευροεκφυλιστικές ασθένειες (οι οποίες κατά κανόνα αφορούν ηλικιωμένους λευκούς) χρηματοδοτήθηκαν με περισσότερα από 20 δισ. δολάρια, τη στιγμή που στην Αφρική το μέσο προσδόκιμο ζωής σε πολλές χώρες είναι σαφώς μικρότερο από την ηλικία που κάποιος κινδυνεύει να αναπτύξει εκφυλιστική ασθένεια. (Για τους λάτρεις της στατιστικής, σύμφωνα με στοιχεία του 2021, από τις 30 χώρες με το χαμηλότερο προσδόκιμο ζωής οι 29 είναι αφρικανικές.)

Ο (όπως κι αν το δούμε) ρατσιστικός προσανατολισμός της ιατρικής έρευνας φαίνεται και σε πολλά περιστατικά στην ιστορία της. Δεν είναι τυχαίο πόσο καθυστέρησαν οι έρευνες για την αντιμετώπιση της πανδημίας (ναι, πανδημίας) του AIDS, καθώς η αρχική εντύπωση ήταν ότι αφορούσε μόνο ομοφυλόφιλους και χρήστες ενέσιμων ναρκωτικών.

Αλλά αν το ποσοστό των ομοφυλοφίλων στον γενικό πληθυσμό υπολογίζεται συνήθως γύρω στο 10%, ας μιλήσουμε και για τον ρατσισμό εις βάρος του 50% τουλάχιστον του πλανήτη, των γυναικών. Η έρευνα για την αντιμετώπιση των πόνων περιόδου, παραδείγματος χάρη, είναι μόνιμα υποχρηματοδοτημένη και τα συνήθη πορίσματα ακούγονται κάπως σαν «ε, ας πάρουν κανένα παυσίπονο παραπάνω». Ακόμη και η μαστογραφία, που τόσες και τόσες ζωές έχει σώσει, παραμένει μια επώδυνη εξέταση, ενώ θα ήταν αναμενόμενο έπειτα από τόσες και τόσες δεκαετίες να είχε γίνει πιο απλή, λιγότερο βασανιστική, τέλος πάντων. Και παρότι, σε μια ακόμη είδηση που επίσης έγινε γνωστή την τελευταία εβδομάδα, ανακοινώθηκε ότι αναπτύχθηκε φορητή συσκευή που μπορεί να ανιχνεύει τον καρκίνο του μαστού με δείγμα σάλιου, διατηρώ τις αμφιβολίες μου κατά πόσο θα βρει τελικά τη θέση της στην αγορά. Διότι, χωρίς να ανήκω στη χορεία των συνωμοσιολόγων, μου φαίνεται κάπως απίθανο εθνικά συστήματα Υγείας και ιδιώτες να απαρνηθούν έτσι εύκολα τεράστιες επενδύσεις σε (ακριβή και ακριβά) διαγνωστικά όργανα. Follow the money, baby!

Και για να αναφερθούμε και στην Ελλάδα – αν και στον συγκεκριμένο τομέα δεν πρέπει να αποτελούμε και καμία ακραία εξαίρεση –, το ότι η υγεία συνδέεται με την οικονομική κατάσταση δεν χρειαζόταν να μας το θυμίσει η πρόσφατη απόφαση του υπουργείου Υγείας για απογευματινά χειρουργεία, στα οποία όμως ο ασθενής πρέπει να καταβάλλει σημαντικό μέρος του κόστους της επέμβασης.

Περί ισότητας

Το βλέπουμε παντού γύρω μας και εντάσσεται στη γενικότερη αντίληψη περί «ισότητας» στην Ελλάδα. Οπως υπάρχουν αυτοί που αντιμετωπίζονται ως «πιο ίσοι» από τη Δικαιοσύνη, όπως υπάρχουν κάποιοι που δεν τους αφορά η υποτιθέμενη «δωρεάν εκπαίδευση για όλους», έτσι υπάρχουν και εκείνοι που δεν θα περιμένουν ποτέ για ώρες στα Επείγοντα ενός δημόσιου νοσοκομείου, που δεν θα περιμένουν για δύο ή τρία χρόνια για μια χειρουργική επέμβαση…