Ξέρετε, όσοι και όσες τέλος πάντων παρακολουθείτε τη στήλη, πόσο αυτή αγαπά την ελευθερία. Ισως δεν είναι τυχαία αυτή η αγάπη αν συνδυαστεί με την αγάπη για τις γάτες, οι οποίες και από όλα τα κατοικίδια παρουσιάζουν τον μεγαλύτερο βαθμό της αφηρημένης αυτής ιδέας. Σε κάθε περίπτωση, κάθε φορά που η επικαιρότητα ή κάποια επέτειος θυμίζουν κάποια από τις ιστορικές στιγμές στην κατάκτησή της η στήλη χαίρεται ιδιαίτερα. Ετσι, σήμερα, 24 Απριλίου, δεν θα μπορούσα παρά να θυμηθώ την ημέρα του 1792 που ο λοχαγός του πυροβολικού Κλοντ Ζοζέφ Ρουζέ ντε Λιλ συνθέτει την περιβόητη «Μασσαλιώτιδα», που σήμερα αποτελεί εθνικό ύμνο της Γαλλίας.

Η καλλιτεχνική φύση των Γάλλων είναι τέτοια που ακόμα και στο μέτωπο, την ώρα που κηρύσσεται ο πόλεμος ανάμεσα στην επαναστατημένη Γαλλία και την αυτοκρατορική Αυστρία, ο λοχαγός θα εμπνευστεί ένα τραγούδι που έμελλε να σημαδεύσει το επαναστατικό φαντασιακό των επόμενων γενεών. Ο πρώτος ύμνος της Γαλλίας θα γνωρίσει έκτοτε πολλές εκθρονίσεις και ενθρονίσεις, ανάλογα με το ποιος έχει την εξουσία ανά περίπτωση. Οι επαναστάτες το λατρεύουν, οι αντιδραστικοί το μισούν, με τη λύση να δίνεται σήμερα από τη φιλελεύθερη αδιαφορία προς τους ύμνους: «Κανένας στίχος σήμερα δεν κινητοποιεί τις μάζες/ Κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα» όπως λέει και ο ποιητής.

Και μιας και μιλάμε για ποιητές, δεν είναι τυχαίο που η «Μασσαλιώτιδα» ενέπνευσε τον έφηβο Κώστα Καρυωτάκη, που αποτόλμησε μια νεανική της μετάφραση:

«Στα όπλα, πολίτες! Σχηματίστε τους λόχους σας!/ Ας βαδίσουμε για να ποτιστούν τα χωράφια μας μ’ ένα μολυσμένο αίμα./ Τι γυρεύει αυτό το πλήθος από σκλάβους, από προδότες, από συνωμότες βασιλιάδες;» (Ολόκληρη η μετάφραση εδώ).

Η αλήθεια βέβαια είναι ότι αυτοί οι στίχοι σήμερα ηχούν κάπως περίεργα, «γκριντζάρουν» που λέει και η νεολαία. Τα χωράφια που είναι έτοιμα να ποτιστούν με το αίμα των εχθρών είναι μια εικόνα που προκαλεί δυσφορία στον σύγχρονο δυτικό άνθρωπο – ή, αν όχι δυσφορία, την ανάμνηση μόνο κάποιας γραφικής ελαιογραφίας σε μουσείο. Σίγουρα πάντως δεν αναπτερώνει κανένα συναίσθημα, ούτε εξιτάρει. Ξένη προς την καθημερινότητα, η εικόνα δεν συγκινεί.

Μια από τις τομές της Γαλλικής Επανάστασης είναι ότι στηρίχθηκε στους πολίτες ως οπλίτες για την εγκαθίδρυση και την υπεράσπισή της. Σε αντίθεση με τους μισθοφορικούς στρατούς της εποχής, η Επανάσταση καθιέρωσε την εκπαίδευση των πολιτών στα όπλα με σκοπό την προάσπιση της πολιτικής κοινότητας. Το «αιμοβόρο» με τα σημερινά δεδομένα πλήθος που περιμένει τους «προδότες» και «συνωμότες» είναι η ίδια η πολιτική κοινότητα που έχει συνείδηση της αναγκαιότητας να προστατεύσει η ίδια, με το αίμα της, όσα έχει κατακτήσει. Η ελευθερία είναι βγαλμένη από τα κόκαλα, όπως θα συνομολογήσει λίγες δεκαετίες αργότερα και στο ίδιο πνεύμα ο Διονύσιος Σολωμός.

Ακούγοντας μια από τις πολλές διασκευές της «Μασσαλιώτιδας», την πιο πειραγμένη ίσως, αυτή του τζαζίστα Αλμπερτ Αϊλερ, σκέφτομαι πόσο επηρεάζει τη δική μας αίσθηση ελευθερίας και πολιτικής κοινότητας αυτή η εκ νέου απομάκρυνση από τους όρους υπεράσπισής της. Η πολυπλοκότητα του πολέμου και των οπλικών συστημάτων έχουν κάνει και πάλι την αναμέτρηση προϊόν ειδικών, και αυτό είναι λογικό. Η στρατιωτική θητεία δεν θυμίζει σε τίποτα συνεισφορά στο μεγαλείο της πολιτικής κοινότητας, αλλά αγγαρεία στην καλύτερη περίπτωση και εθνικιστικό πάθος στη χειρότερη.

Μήπως όμως μαζί με αυτά υπάρχει και μια αίσθηση βεβαιότητας ότι η ελευθερία μας είναι δεδομένη; Και μήπως αυτή η βεβαιότητα την υποσκάπτει εντέλει περισσότερο; Ο Γάλλος του 1792 ήξερε ότι η ελευθερία του, κερδισμένη επαναστατικά, τίθεται συνεχώς υπό αίρεση και την προστάτευε. Ο Γάλλος (και συνεκδοχικά ο δυτικός άνθρωπος) του 2024 που δεν αισθάνεται τον φόβο της απώλειάς της κινδυνεύει να του παραπέσει σε κανένα ανθισμένο ανοιξιάτικο χωράφι.