Χωρισμένη στα δύο είναι η Ελλάδα σε ό,τι αφορά την πρόσβαση σε προσωπικό γιατρό. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, ο μισός πληθυσμός της χώρας έχει ήδη εγγραφεί στο σύστημα, εκτελώντας δωρεάν ραντεβού με τον γιατρό της επιλογής του, ενώ ο άλλος μισός απέχει είτε κατ’ επιλογήν (κατά κανόνα νεότεροι πολίτες που δεν εκδηλώνουν ενδιαφέρον) είτε κατ’ ανάγκη (καθώς οι γιατροί δεν επαρκούν).

Από την πλευρά τους, οι τεχνοκράτες του υπουργείου Υγείας αξιολογούν μία δέσμη κινήτρων και αντικινήτρων προς τον ιατρικό κόσμο ώστε να τεθεί σε πλήρη εφαρμογή ο νέος θεσμός το δεύτερο εξάμηνο του έτους.

Οπως προκύπτει, σύμφωνα με τα επίσημα δεδομένα, το 53,8% των δικαιούχων (δηλαδή των πολιτών 16 ετών και άνω) έχουν… συνδεθεί με τον προσωπικό τους γιατρό. Από τα ποιοτικά στοιχεία δε προκύπτει πως οι πολίτες μεγαλύτερης ηλικίας ήταν αυτοί που «αγκάλιασαν» τον νέο θεσμό.

Η έλλειψη γιατρών

Πιο συγκεκριμένα, το 72,2% των ατόμων ηλικίας 70 ετών και άνω είναι εγγεγραμμένοι ενώ το αμέσως μεγαλύτερο ποσοστό (65,7%) καταγράφεται στην ηλικιακή ομάδα 50-69 ετών. Αντιστρόφως ανάλογα, ο ρυθμός ένταξης είναι σαφώς χαμηλότερος στον νεότερο πληθυσμό: έξι στους δέκα πολίτες 17-49 ετών δεν έχουν εγγραφεί.

Και ενώ κάθε εβδομάδα πραγματοποιούνται περίπου 450.000 ραντεβού πολιτών στον οικογενειακό γιατρό, υπάρχουν γεωγραφικές ζώνες – με έμφαση στην Αττική, όπου σημειωτέον συγκεντρώνεται το 30% του πληθυσμού της χώρας – στις οποίες η έλλειψη γιατρών έχει… παγώσει τον θεσμό αποκλείοντας τους ενδιαφερομένους σε μία κρίσιμη περίοδο. Μοιραία στο συρτάρι παραμένουν τουλάχιστον έως την 1η Απριλίου τα σχέδια περί επιβολής προστίμου (όπως η πρόσθετη συμμετοχή σε φάρμακα) σε όσους δεν έχουν εγγραφεί.

«Βουλιάζουν» τα νοσοκομεία

Το αποτέλεσμα; Το κενό σε πρωτοβάθμιες υπηρεσίες αποτυπώνεται στα νοσοκομεία της χώρας που «βουλιάζουν» στις εφημερίες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα όσα εκτυλίχτηκαν στις αρχές της εβδομάδας στο μεγαλύτερο νοσοκομείο της χώρας, στον «Ευαγγελισμό». Στην εφημερία προσήλθαν περισσότεροι από 1.100 ασθενείς, όμως η επόμενη ημέρα ξεκίνησε με μόλις 160 νέες εισαγωγές (εκ των οποίων οι 20 αφορούσαν περιστατικά  COVID), γεγονός που αποδεικνύει πως η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων που καταφεύγουν σε δομές τριτοβάθμιας περίθαλψης θα μπορούσαν στην πράξη να λάβουν ιατρική φροντίδα στην κοινότητα.

Γεωγραφικές ανισότητες

Για να διαπιστώσει κανείς τις γεωγραφικές ανισότητες στην πρόσβαση στον νέο θεσμό αρκεί να εξετάσει τη «δεξαμενή» των προσωπικών γιατρών. Εως και σήμερα είναι ενταγμένοι στο σύστημα συνολικά 3.376 παθολόγοι και γενικοί γιατροί. Εξ αυτών οι 2.242 είναι γιατροί που απασχολούνται στο δημόσιο σύστημα Υγείας (όπως είναι τα Κέντρα Υγείας) και αυτομάτως ενίσχυσαν το σύστημα. Οι υπόλοιποι δε 1.134 είναι ελεύθεροι επαγγελματίες, αριθμός που δηλώνει την απροθυμία των λειτουργών του Ιπποκράτη που δραστηριοποιούνται στον ιδιωτικό τομέα.

Ενδεικτικά αναφέρεται πως το «plan B», που ήθελε την ενσωμάτωση στον θεσμό και γιατρών άλλων ειδικοτήτων (π.χ. καρδιολόγων, πνευμονολόγων και διαβητολόγων) έπεσε στο κενό και ακυρώθηκε στην πράξη εξαιτίας του αναιμικού ενδιαφέροντος που εκδήλωσαν. Παρ’ όλα αυτά, επίσημες πηγές αναφέρουν στο «Βήμα» πως χρειάζονται τουλάχιστον 1.000 επιπλέον προσωπικοί γιατροί ώστε να καλυφθεί το 70%-80% του πληθυσμού.

Οικονομικά κίνητρα

Για την πλήρη δε εφαρμογή του θεσμού εκτιμάται πως χρειάζονται συνολικά τουλάχιστον 5.000 προσωπικοί γιατροί για το σύνολο της επικράτειας, εν τούτοις και σύμφωνα με τα όσα υποστηρίζουν οι ίδιες πηγές αντλώντας παραδείγματα από το εξωτερικό, ακόμη και στα πιο επιτυχημένα συστήματα Πρωτοβάθμιας Υγείας οι νεότερες πληθυσμιακές ομάδες κατά κανόνα απέχουν.

Υπό τις εξελίξεις αυτές, θα αναζητηθούν επιπλέον οικονομικά κίνητρα για τους ιδιώτες γιατρούς, ενώ υπό μελέτη είναι και η ένταξη στο σύστημα ελευθεροεπαγγελματιών που δεν είναι συμβεβλημένοι στον ΕΟΠΥΥ με μικρότερο πληθυσμό ευθύνης, ενώ σε δεύτερο χρόνο αναμένεται να υποστηρίξουν το σύστημα και γιατροί του ΕΣΥ που θα επιλέξουν να κάνουν δύο φορές την εβδομάδα ιδιωτικό έργο.