ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ: Άγγελος Σκορδάς
ΓΡΑΦΟΥΝ: Ηλιάνα Δανέζη, Πέτρος Κωνσταντινίδης, Γιωργος Μουρμουρης, Παναγιώτης Σωτήρης, Γιώργος Φωκιανός

«Είναι σπαραγμός να βλέπεις το δάσος να καίγεται». Ο Γιάννης Σκολαρίγκας, δασολόγος εργαζόμενος στον Διομήδειο Βοτανικό Κήπο, ασχολείται εθελοντικά με τη δασοπυρόσβεση. Εχει δει εκ του σύνεγγυς πύρινα μέτωπα να αποτεφρώνουν καταπράσινες εκτάσεις και έχει ασχοληθεί με την «επόμενη μέρα» της προστασίας και αναγέννησης των καμένων εκτάσεων. «Με το που καεί μια έκταση, κηρύσσεται αυτομάτως αναδασωτέα. Αυτό σημαίνει ότι η περιοχή δεν θα χάσει τον δασικό της χαρακτήρα και εισέρχεται σε καθεστώς προστασίας» λέει μιλώντας στο «Βήμα».

Συνήθως, ωστόσο, αφότου Canadair και ελικόπτερα ολοκληρώσουν τις τελευταίες ρίψεις και οι πυροσβεστικές δυνάμεις σβήσουν τα εναπομείναντα «καντηλάκια», η καταστροφή που συντελέστηκε παύει να απασχολεί την επικαιρότητα: μετατρέπεται σε στατιστική και προστίθεται στον «μαύρο» απολογισμό των καμένων εκτάσεων. Και όμως, τότε είναι που ξεκινά το σπουδαίο έργο της αναδημιουργίας του φυσικού πλούτου που καταστράφηκε. «Η αποστολή του Πυροσβεστικού Σώματος τελειώνει την ημέρα που σβήνει τη φωτιά και παραδίδει την έκταση» εξηγεί ο Ανδριανός Γκουρμπάτσης, αντιστράτηγος, υπαρχηγός του Πυροσβεστικού Σώματος ε.α. και δικαστικός πραγματογνώμονας. «Μετά μπαίνει το δασαρχείο: η περιοχή φωτογραφίζεται, κηρύσσεται αναδασωτέα και εκδίδονται οι διατάξεις για απαγόρευση βόσκησης, θήρας κ.λπ.».

Τι ακολουθεί λοιπόν όταν πια το χώμα κρυώσει και τη θέση των πυροσβεστών κληθούν να λάβουν δασολόγοι και δασεργάτες; Πότε η φύση αφήνεται ελεύθερη να επουλώσει τις πληγές της και πότε απαιτούνται παρεμβάσεις αναδάσωσης; Και τι συμβαίνει με το πολυδιαφημισμένο Εθνικό Σχέδιο Αναδάσωσης;

Αναγέννηση vs Αναδάσωση

«Κάθε χρόνο στη χώρα μας καίγονται κάποιες εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα εκτάσεων που έχουν δασικό χαρακτήρα. Οσες εξ αυτών αποτελούνται από θάμνους αειφύλλων-πλατυφύλλων (πουρνάρια, σχίνους κ.λπ.) αναγεννιούνται από μόνες τους, και έτσι σε δύο χρόνια περίπου έχουμε αποκατάσταση του φυσικού περιβάλλοντος λέει στο «Βήμα» ο δασολόγος-περιβαλλοντολόγος Νίκος Μπόκαρης, πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενωσης Δασολόγων Δημοσίων Υπαλλήλων.

Οπως εξηγεί όμως, είναι σημαντικό να εξετάζουμε τα ακριβή χαρακτηριστικά του δάσους που κάηκε: «Αν καεί μια ώριμη συστάδα πεύκης, μπορούμε με πολύ μεγάλη ασφάλεια να περιμένουμε την ίδια τη φύση να αποκαταστήσει την καταστροφή. Οταν ωστόσο το δάσος έχει καεί δύο ή τρεις φορές στο παρελθόν και δεν έχει φτάσει σε κατάσταση ωριμότητας ώστε να παράγει κώνους για την αναδημιουργία του, χρειάζεται ανθρώπινη παρέμβαση με τεχνητές αναδασώσεις». Τα δάση που καίγονται ξανά και ξανά κινδυνεύουν να αντικατασταθούν από θαμνώνες ή εκτάσεις χαμηλής βλάστησης. Και πολλοί από τους πολύπαθους «πνεύμονες» της Αττικής, η οποία σύμφωνα με στοιχεία του Εθνικού Αστεροσκοπείου μέσα σε επτά χρόνια έχασε πάνω από 600.000 στρέμματα, που αντιστοιχούν στο 33% των δασών της, βρίσκονται πια αντιμέτωποι με αυτόν τον κίνδυνο.

«Για να προχωρήσουμε σε αναδάσωση μετά από πυρκαγιά πρέπει να περιμένουμε τουλάχιστον δύο χρόνια, ώστε να εκτιμήσουμε τη δυνατότητα φυσικής αποκατάστασης» σημειώνει ο δασολόγος Γιώργος Καρέτσος, τέως διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων και τέως πρόεδρος του Φορέα Διαχείρισης Εθνικού Δρυμού Πάρνηθας. Για τη μεγάλη καταστροφή που συντελέστηκε στον εμβληματικό ορεινό όγκο της Αττικής, ο ειδικός τονίζει ότι πρέπει άμεσα να γίνουν μελέτες για αντιδιαβρωτικά έργα στα πιο επικλινή και ευαίσθητα εδάφη και να δημιουργηθούν μικροφράγματα κατά μήκος των ρεμάτων. «Επειδή το δάσος της χαλεπίου πεύκης που κάηκε σε αυτή την περιοχή ήταν ώριμο, θα αναγεννηθεί εκ του φυσικού σχετικά γρήγορα. Το ίδιο και τα αείφυλλα-πλατύφυλλα. Η φύση θα κάνει τη δουλειά της. Ομως για να δούμε ξανά την εικόνα του δάσους που είχαμε πρόσφατα θα πρέπει να περιμένουμε περίπου 30 χρόνια» προσθέτει, υπογραμμίζοντας ότι το Δασαρχείο Πάρνηθας που πρέπει να εποπτεύει την αναγέννηση του δάσους είναι δραματικά υποστελεχωμένο.

Το «καταραμένο» πεύκο

Το πεύκο επικρίνεται συχνά ως παράγοντας γιγάντωσης των καταστροφικών πυρκαγιών, με αποτέλεσμα να επανέρχεται η συζήτηση αναφορικά με το αν θα ήταν σκόπιμο να αντικατασταθεί από πιο ανθεκτικά στην πυρκαγιά είδη. «Πρόκειται για ένα ερώτημα που απασχόλησε την επιστήμη και τη Δασική Υπηρεσία τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες» λέει ο Νίκος Μπόκαρης και συμπληρώνει: «Είχαν γίνει προσπάθειες να τοποθετηθούν πλατύφυλλα είδη που είναι πιο ανθεκτικά στις πυρκαγιές, όμως τα εν λόγω πειράματα δεν είχαν την επιτυχέστερη έκβαση. Ετσι, συνήθως ακολουθούμε τις φυσικές διεργασίες».

«Για να επιλέξεις πλατύφυλλα είδη στην αναδάσωση πρέπει να έχεις παραγωγικά και βαθιά εδάφη για να τα υποστηρίξουν» τονίζει με τη σειρά του ο Γιώργος Καρέτσος. Στις περιοχές μας «συνήθως η φύση επιλέγει τα κωνοφόρα, επειδή δεν είναι πολύ απαιτητικά και αντέχουν στις ξηροθερμικές συνθήκες των θερινών μηνών». Υπογραμμίζει πάντως ότι κατά τόπους μπορούν να χρησιμοποιηθούν και είδη όπως το κυπαρίσσι, η φοινικική άρκευθος (ένα είδος κέδρου) ή η κουκουναριά, σε εκβολές ποταμών και ρεμάτων.

Το κλίμα είναι αυτό που υποδεικνύει τα είδη τα οποία μπορούν να αναπτυχθούν σε κάθε περιοχή, συμφωνεί και ο Γρηγόρης Βάρρας, δασολόγος-περιβαλλοντολόγος, καθηγητής Γεωπονίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. «Στα αρχαία χρόνια στην Αττική υπήρχαν δρυοδάση» τονίζει. Από τις κατά καιρούς κλιματικές μεταβολές οι δρύες απαντώνται σήμερα στα ορεινά της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας. «Υπάρχει μια κλίμακα που ορίζει πού μπορεί να αναπτυχθεί το κάθε είδος» διευκρινίζει.

Η αναδάσωση στην πράξη

Ποιες είναι οι διαδικασίες που ακολουθούνται στο πλαίσιο των εργασιών αναδάσωσης όταν κριθεί ότι μια πληγείσα από πυρκαγιά περιοχή δεν μπορεί να αναγεννηθεί από μόνη της; Η αρμοδιότητα της εκπόνησης μελετών και της παρακολούθησης των αναδασώσεων ανήκει στις δασικές υπηρεσίες, οι οποίες εντούτοις υποφέρουν από τεράστιες ελλείψεις πόρων και προσωπικού. Γι’ αυτό και τα τελευταία χρόνια οι εργασίες εκτελούνται από εργολάβους.

«Οταν κάνουμε μια αναδάσωση, αρχικά η διάταξη των δέντρων είναι πολύ πυκνή, καθώς είναι βέβαιο ότι θα έχουμε και κάποιες απώλειες» εξηγεί ο Γιώργος Καρέτσος. Οι απώλειες τα τελευταία χρόνια είναι αυξημένες, καθώς συχνά οι διαγωνισμοί καθυστερούν και οι εργολαβίες ξεκινούν υπό δυσμενείς καιρικές συνθήκες. «Αυτό σημαίνει ότι μετά από κάποια χρόνια πρέπει να γίνουν αραιώσεις, ώστε να έχουμε 12-15 δέντρα ανά στρέμμα, για να έχουν χώρο να αναπτυχθούν φυσιολογικά» λέει, σημειώνοντας ότι δεν πρέπει το δάσος να εγκαταλείπεται μετά την αναδάσωση. «Αν όλα πάνε καλά, από τη στιγμή της δενδροφύτευσης πρέπει να περάσουν τουλάχιστον 15 χρόνια, ώστε, αν πρόκειται για πεύκα, το νέο δάσος να μπορεί να αναγεννηθεί από μόνο του σε περίπτωση πυρκαγιάς» περιγράφει ο Νίκος Μπόκαρης.

Για νέες μεθόδους που δίνουν τη δυνατότητα αναδασώσεων ακόμα και σε εξαιρετικά αντίξοα περιβάλλοντα κάνει λόγο ο Γρηγόρης Βάρρας: «Οι αναδασώσεις με τη συμβατική μέθοδο πρέπει να γίνονται τη φυτρωτική περίοδο, από Νοέμβριο έως Φεβρουάριο. Υπάρχουν όμως και νέες μέθοδοι, όπως το water box, μια παγκόσμια πατέντα που προέκυψε από πρόγραμμα «LIFE» της Ευρωπαϊκής Ενωσης». Οπως εξηγεί, το water box είναι ένα κουτί αποτελούμενο από διασπώμενα υλικά, που θάβεται στη γη και συμπληρώνεται με επτά λίτρα νερό, ενώ μετά μετατρέπεται σε αυτοτροφοδοτούμενο σύστημα. Ωστόσο είναι μέθοδος με κόστος περίπου κατά 15% υψηλότερο από τη συμβατική μέθοδο. Ο Γρηγόρης Βάρρας υποστηρίζει επίσης ότι υπάρχουν τεχνικές αναδάσωσης που μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε εξαιρετικά άγονα εδάφη, όμως η εφαρμογή τους προσκρούει ενίοτε στην προσκόλληση των αρμοδίων σε παραδοσιακές μεθόδους.

Ενα μετέωρο Εθνικό Σχέδιο Αναδάσωσης

Στις 27 Απριλίου από το ΤΑΙΠΕΔ και το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας ανακοινώθηκαν οι βασικοί άξονες του Εθνικού Σχεδίου Αναδάσωσης που αφορά τη φύτευση 20 εκατομμυρίων δέντρων σε 165.000 στρέμματα υποβαθμισμένων δασικών οικοσυστημάτων της χώρας. Ο προϋπολογισμός του έργου ανέρχεται σε 194 εκατ. ευρώ και έχει ενταχθεί στο Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας προς χρηματοδότηση από την ΕΕ. Ωστόσο, οι επιστήμονες εγείρουν ενστάσεις και προβληματισμούς για το σχέδιο.

Για μια κίνηση με θετικό πρόσημο κάνει λόγο κ. Μπόκαρης, σημειώνοντας, ωστόσο, ότι «υπάρχουν προβλήματα που αφορούν τον προγραμματισμό, την εύρεση κατάλληλων εκτάσεων, την επιλογή σπόρων και φυτών από την εγχώρια χλωρίδα».

«Τέτοιου είδους σχέδια δεν είναι αρνητικά, όμως δεν είμαι βέβαιος ότι έχει γίνει καλή χαρτογράφηση των περιοχών που χρειάζονται αναδάσωση» σημειώνει ο δασολόγος κ. Καρέτσος. «Θα έπρεπε να ανακοινωθούν οι προς αναδάσωση εκτάσεις ανά δασαρχείο» υπογραμμίζει, κάνοντας λόγο για πρόχειρο σχεδιασμό. Αναδεικνύει την ανάγκη επαναλειτουργίας κρατικών φυτωρίων παραγωγής σπόρων και φυτών. Πάντως, επιστήμονες τονίζουν ότι αναδασώσεις δεν πρέπει να γίνουν στα ορεινά, όπου υπάρχουν δέντρα, αλλά σε γεωργικές και περιαστικές εκτάσεις που έχουν απογυμνωθεί. Ακόμη, η παρουσία δέντρων στα χωράφια είναι ωφέλιμη, καθώς αμβλύνουν τις ακραίες καιρικές συνθήκες, ευνοούν τις καλλιέργειες, αποθηκεύουν άνθρακα και απορροφούν τα νιτρικά λιπάσματα που μολύνουν τον υδροφόρο ορίζοντα.

Ανάγκη ολιστικής προσέγγισης στη διαχείριση των δασών

Η ανυπολόγιστη καταστροφή που συντελείται εφέτος από τις πυρκαγιές, με 1.592.270 στρέμματα να έχουν αποτεφρωθεί ως τα τέλη Αυγούστου, φέρνει στο προσκήνιο την ανάγκη ολιστικής προσέγγισης της διαχείρισης των δασών, συμπεριλαμβανομένης της δασοπροστασίας, της δασοπυρόσβεσης και, όταν κρίνεται αναγκαίο, των εργασιών αναδάσωσης. Επιστήμονες δηλώνουν πως πρέπει να επανέλθει η διαχείριση στα δάση, να μειωθεί η καύσιμη ύλη, να αναδιοργανωθεί η δασοπυρόσβεση και να συμμετάσχει σε αυτήν ενεργά η δασική υπηρεσία.

Τα παραπάνω φέρνουν βέβαια στην επιφάνεια και το οξύ πρόβλημα της εγκατάλειψης της υπαίθρου που έχει οδηγήσει σε τεράστια συσσώρευση καύσιμης ύλης που άλλοτε έτρωγαν τα ζώα ή χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι των χωριών στις σόμπες. Ετσι απαιτείται πλέον ένας νέος αποτελεσματικός δασοπυροσβεστικός μηχανισμός, καθαρισμός των δασών, συντήρηση των μονοπατιών, αντιπλημμυρικά έργα, υπό την εποπτεία των κατά τόπους Δασαρχείων. Ετσι ώστε, όπως προσθέτουν οι επιστήμονες, την ώρα της πυρκαγιάς να γνωρίζουν καλά τις περιοχές στις οποίες επιχειρούν.

Για ανάγκη ενός Εθνικού Σχεδίου Διαχείρισης Δασών κάνει λόγο και η Ιωάννα Βέρδη, προϊστάμενη της Διεύθυνσης Αναδασώσεων Αττικής, σημειώνοντας και αυτή ότι το τρέχον Εθνικό Σχέδιο Αναδάσωσης πάσχει γιατί δεν έχουν οριστικοποιηθεί οι δασικοί χάρτες ώστε να γνωρίζουμε ποιες εκτάσεις είναι αμιγώς δασικές.