Μπορεί η Αθήνα να φημίζεται για τη φιλοξενία της, όπως μαρτυρούν και οι διαρκώς αυξανόμενες τα τελευταία χρόνια αφίξεις ξένων επισκεπτών, ωστόσο είναι μια πόλη εξαιρετικά εχθρική και αφιλόξενη για τα άτομα με αναπηρία.

Κακοτεχνίες σε ράμπες και πεζοδρόμια, «οδηγοί» τυφλών που ξεκινούν από το πουθενά και σταματούν ξαφνικά, εμπόδια που παίρνουν τη μορφή αυθαιρέτως σταθμευμένων αυτοκινήτων ή μηχανών αλλά και κάδοι ή τραπεζοκαθίσματα που έχουν καταλάβει τους διαδρόμους κίνησης των πεζών συνθέτουν την εικόνα μιας πόλης που σίγουρα δεν ανταποκρίνεται στα ευρωπαϊκά πρότυπα και αντιθέτως ενισχύει τον κοινωνικό αποκλεισμό και την απομόνωση των ΑμεΑ.

Ταυτόχρονα, μαρτυρούν ότι η ίδια η κοινωνία έχει αποτύχει όχι μόνο στην ενσωμάτωσή τους, αλλά ακόμα και στον ενστερνισμό των ιδιαιτεροτήτων τους, μετατρέποντας την έξοδο από το σπίτι που για τους πολλούς δεν αποτελεί καν αντικείμενο σκέψης σε μία δυσάρεστη εμπειρία με απρόβλεπτη εξέλιξη.

«Μας θέλουν φυλακισμένους»

«Τα εμπόδια έχουμε συνηθίσει μόνο να πολλαπλασιάζονται. Καθημερινά για εμάς κάθε διαδρομή είναι πάντα διαφορετική από την προηγούμενη ως προς τις δυσάρεστες εκπλήξεις που μας περιμένουν» περιγράφει στο «Βήμα» ο Βαγγέλης Αυγουλάς, δικηγόρος, ο οποίος γεννήθηκε τυφλός. Εκπαιδευμένος από παιδί στη χρήση του λευκού μπαστουνιού, στην κινητικότητα και στον προσανατολισμό για άτομα με προβλήματα όρασης, εκφράζει τον προβληματισμό του για την ύπαρξη λιγότερων των 10 ειδικευμένων εκπαιδευτών στην Ελλάδα των περίπου 30.000 ατόμων με προβλήματα όρασης. «Κάπως έτσι, πολύς κόσμος δεν μπορεί καν να βγει από το σπίτι του, να κινηθεί ελεύθερα».

Και μπορεί ο πολίτης που δεν χρησιμοποιεί τους «οδηγούς» όδευσης τυφλών (τη γνωστή κίτρινη ανάγλυφη λωρίδα των πεζοδρομίων) να βλέπει τα τελευταία χρόνια να πληθαίνουν και να θεωρεί πως γίνονται σωστά βήματα ως προς τη βελτίωση των υποδομών, η πραγματικότητα, όμως, είναι τελείως διαφορετική για κάποιον που τους χρησιμοποιεί: «Οι «οδηγοί» όδευσης τυφλών, οι ανάγλυφες χαραγμένες πλάκες που η φιλοσοφία τους είναι να τις αγγίζει το λευκό μας μπαστούνι και να έχουμε έναν προσανατολισμό, πολλές φορές τοποθετούνται ως διακοσμητικοί από εργολάβους και φέρουν διάφορα αχρείαστα σχέδια στο έδαφος που ταλαιπωρούν όλους εμάς. Επίσης, τοποθετούνται σχεδόν αποκλειστικά σε καινούργια κομμάτια πεζοδρομίων που έχουν προκύψει από αναπλάσεις, παραμένοντας ασύνδετοι με παλαιότερα τμήματα πεζοδρομίων, ενώ πολλοί έχουν υποστεί φθορές, συχνότερα από τις ρίζες παρακείμενων δέντρων» τονίζει ο δικηγόρος.

Χωρίς ενιαία δομή

Στην ουσία, περιγράφει πως στις ελληνικές πόλεις (και πέραν της Αθήνας) υπάρχουν νησίδες προσβασιμότητας και όχι μια ενιαία δομή που θα καθιστούσε δυνατή την ανεμπόδιστη μετακίνηση ενός ατόμου με προβλήματα όρασης. Αλλωστε, ακόμα και οι σύγχρονοι σταθμοί του μετρό (στην πλειοψηφία τους έχουν ηλικία κάτω των 20 ετών και χρησιμοποιούνται καθημερινά από άτομα με προβλήματα όρασης) κρύβουν παγίδες, ενώ η διαδρομή μέχρι αυτούς αποτελεί έναν αστικό Γολγοθά.

«Δεν υπάρχει αυτό που ονομάζουμε αλυσίδα προσβασιμότητας. Για να φτάσουμε σε έναν σταθμό μετρό, περνάμε από πολύ στενά πεζοδρόμια με ψηλά εμπόδια που απειλούν τη σωματική μας ακεραιότητα. Συναντάμε σπασμένες πλάκες, λακκούβες, κολόνες, δέντρα και τραπεζοκαθίσματα άναρχα τοποθετημένα αλλά και ακαθαρσίες ζώων από «φιλόζωους» που δεν έχουν μάθει να φροντίζουν ουσιαστικά τα κατοικίδιά τους αλλά και το περιβάλλον γύρω τους. Σε όλα τα παραπάνω προστίθεται και η ύπαρξη ελάχιστων φαναριών με ηχητική σήμανση. Πραγματικά νιώθω ότι αυτή η χώρα μάς θέλει φυλακισμένους στα σπίτια μας» λέει με οργή ο Βαγγέλης Αυγουλάς.

Επικίνδυνες ράμπες

Αναφερόμενος, τέλος, στους οδηγούς που σταθμεύουν κυριολεκτικά όπου βρουν, κάνει λόγο για συμπεριφορά που αγγίζει τα όρια του bullying. «Κάθε φορά που με αναγκάζει ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο, μια παρκαρισμένη μοτοσικλέτα, να βγαίνω στον δρόμο γιατί δεν μπορώ να περπατήσω από το πεζοδρόμιο, νιώθω δέκτης επιθετικής συμπεριφοράς. Νιώθω να υφίσταμαι bullying από κάποιον συμπολίτη μου που αποφάσισε ότι μπορεί να κάνει λίγο παραπάνω τη δική μου ζωή να κινδυνεύσει για να βολευτεί ο ίδιος» καταλήγει χαρακτηριστικά.

Από την πλευρά του ο Γιώργος Χρηστάκης, χορογράφος, κοινωνικός ψυχολόγος και υποψήφιος διδάκτωρ Κοινωνικής Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, όντας και ο ίδιος ΑμεΑ σημειώνει πως ενώ γίνονται έργα για την προσβασιμότητα, στην ουσία η πολιτεία αψηφά τους ίδιους τους ανάπηρους: «Παρά τις προσπάθειες των τελευταίων ετών για την κατασκευή κατάλληλων υποδομών, δυστυχώς, όπως γίνεται πάντα στην Ελλάδα, δεν λαμβάνονται υπόψη οι πραγματικές ανάγκες των ίδιων των αναπήρων, των ατόμων δηλαδή που είναι οι αποκλειστικοί χρήστες και οι ωφελούμενοι από αυτά τα έργα. Γεμίσαμε την Αθήνα ράμπες, οι οποίες, όμως, είναι κακώς κατασκευασμένες και επικίνδυνες για τον απλούστατο λόγο ότι έχουν όλες ένα «δοντάκι», ένα υπερυψωμένο σκαλοπατάκι. Το άτομο με αμαξίδιο μπορεί να συγκρουστεί με το σκαλοπάτι και να εκτοξευθεί μπροστά».

Επιπλέον, στέκεται και ο ίδιος στην ασυνέχεια των υποδομών προσβασιμότητας που καθηλώνει τα ΑμεΑ στα σπίτια τους. «Η προσβασιμότητα πρέπει να κατανοηθεί ως μια αλυσίδα με πολλούς κρίκους. Η αλυσίδα αυτή ξεκινάει από το σπίτι του ίδιου του ωφελούμενου, του αναπήρου, που διανύει όποια διαδρομή θελήσει. Αν, λοιπόν, στη μέση της διαδρομής κοπεί ένας κρίκος, παύει στην ουσία να υπάρχει προσβασιμότητα. Το θέμα δεν είναι να είναι προσβάσιμη μόνο μια περιοχή, μόνο το κέντρο της Αθήνας. Δεν μένουμε όλοι στο κέντρο. Το ζήτημα είναι πώς θα φτάσουμε εκεί.

Ενα ΑμεΑ στο πρώτο εμπόδιο που θα συναντήσει και δεν θα καταφέρει να το ξεπεράσει θα αποθαρρυνθεί και θα επιστρέψει στο σπίτι του. Και δυστυχώς, ακριβώς για αυτό οι περισσότεροι ανάπηροι μένουν πράγματι κλεισμένοι στα σπίτια τους, είτε κινούνται σε συγκεκριμένα προσβάσιμα σημεία στα οποία νιώθουν σίγουροι και ασφαλείς. Φαντάζεσαι, όμως, να τριγυρίζεις όλη σου τη ζωή γύρω από δυο ή τρία σημεία» διερωτάται ρητορικά ο Γιώργος Χρηστάκης.

Υψώνουν εμπόδια

Πέρα από τις δημόσιες δομές και τους κοινόχρηστους χώρους που υψώνουν εμπόδια ανεπαίσθητα στα απαίδευτα μάτια των πολλών, ο χορογράφος αναφέρει πως στο ίδιο μοτίβο κινούνται και οι ιδιωτικές επιχειρήσεις. Το 80% των καταστημάτων δεν διαθέτει μέσα προσβασιμότητας για ΑμεΑ, αναφέρει, περιγράφοντας πως πολλές φορές έχει αναγκαστεί να δει και να αγοράσει ρούχα από το… πεζοδρόμιο. «Ολο αυτό θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί αν οι καταστηματάρχες υποχρεώνονταν να διαθέτουν από μία φορητή ράμπα».

Οπως λέει συνοψίζοντας, η αναπηρία είναι μια κοινωνική κατασκευή, με τους μηχανισμούς της πολιτείας να είναι αυτοί που πρωτίστως καθιστούν τον άνθρωπο με σωματική βλάβη ανάπηρο: «Εγώ φέρω στο σώμα μου μια βλάβη, συγκεκριμένα στα πόδια μου. Η αναπηρία δεν είναι συνέπεια αυτής της βλάβης. Εγώ αισθάνομαι ανάπηρος επειδή βρίσκω εμπόδια, επειδή βιώνω διακρίσεις, βιώνω αποκλεισμούς, βιώνω αυτή την καταπίεση που επιβάλλουν η κοινωνία και η πολιτεία, με την οποία δεν μπορείς να λειτουργήσεις ισότιμα σε σχέση με τον οποιοδήποτε άλλο πολίτη. Ανάπηροι γινόμαστε γιατί οι σχεδιασμοί των κοινωνιών δεν μας συμπεριλαμβάνουν με ισότιμο τρόπο».

Η «αφάνεια» των ΑμεΑ

Αναφερόμενος στη συμπερίληψη και την ισοτιμία, ο Νίκος Πέππας, πρώην αντιπεριφερειάρχης Οικονομικών της Αττικής και άτομο με κινητικά προβλήματα, υπογραμμίζει τη σημασία της εκπαίδευσης: «Επιβάλλεται να γίνουν μαθήματα από μικρή ηλικία στα παιδιά για το πώς πρέπει να διαχειρίζονται τον συμμαθητή τους με κάποια μορφή αναπηρίας, πώς πρέπει να του μιλάνε. Διότι έτσι θα δημιουργηθεί ένα ομοιογενές κοινωνικό σύνολο. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι θετικό πως τα τελευταία 20-25 χρόνια βλέπουμε ότι τα παιδιά στα σχολεία αγκαλιάζουν τους συμμαθητές τους με κάποια μορφή αναπηρίας».

Ο πρώην αντιπεριφερειάρχης αναδεικνύει, εν κατακλείδι, το συμβολικό αλλά και ουσιαστικό ζήτημα της «αφάνειας» των ΑμεΑ στον δημόσιο χώρο. «Θα τολμήσω να πω εξ ιδίας εμπειρίας ότι στο εξωτερικό βλέπουμε στον δρόμο έναν άνθρωπο με αναπηρία γιατί εκεί έχει τη δυνατότητα να βγει έξω στον κόσμο. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει αυτή η δυνατότητα. Είμαστε μια χώρα που κρύβουμε τα προβλήματα κάτω από το χαλί. Ωστόσο, ακόμα και έτσι, σε σχέση με το παρελθόν βλέπουμε πολύ πιο συχνά ανθρώπους με κάποια μορφής αναπηρία. Αρα, υπό μία έννοια, έχει γίνει έστω μια ελάχιστη πρόοδος. Δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε ότι έχουν γίνει κάποια έστω και μικρά βήματα τα τελευταία χρόνια, τόσο σε επίπεδο αυτοδιοίκησης όσο και σε επίπεδο κεντρικής διοίκησης. Παρ’ όλα αυτά, παραμένουμε μακριά από αυτό που λέμε δημιουργία συνθηκών προσβασιμότητας και κοινωνικής ενσωμάτωσης».

Συντονισμός: Αγγελος Σκορδάς

Γράφει: Χρήστος Λογαράς

Επιμέλεια: Παναγιώτης Σωτήρης

Φωτογραφίες: Σίσσυ Μόρφη