Η αποκάλυψη της «υπόθεσης του Κολωνού» πριν από περίπου 18 μήνες σόκαρε την ελληνική κοινωνία, που βρέθηκε να παρακολουθεί την ιστορία ενός 12χρονου κοριτσιού, το οποίο στην πιο τρυφερή του ηλικία κακοποιήθηκε σεξουαλικά και χρειάστηκε να σηκώσει στους ώμους του φορτίο δυσανάλογο βαρύ, πριν αποκαλύψει στις Αρχές το μαρτύριό του και βγάλει τη «μάσκα» από το πρόσωπο του βασικού κατηγορουμένου που δικάζεται για τον βιασμό της καθώς και άλλων 24 ανδρών, που δικάζονται γιατί συνευρέθηκαν μαζί της έναντι αμοιβής.

Τις τελευταίες ημέρες το σοκ διαδέχθηκε η οργή και οι σφοδρές αντιδράσεις που… γέννησε η «περίεργη» πρόταση της εισαγγελέως της έδρας του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Αθήνας, κυρίως ως προς δύο κεφαλαιώδη ζητήματα: Το πρώτο αφορά την αθώωση του κατηγορουμένου Ηλία Μίχου για τα κακουργήματα του βιασμού, της μαστροπείας και της εμπορίας ανθρώπων και το δεύτερο την τιμωρία της μητέρας της ανήλικης, για την οποία η εισαγγελική λειτουργός εισηγήθηκε την ενοχή της για τα αδικήματα της πορνογραφίας και της μαστροπείας σε βάρος του ίδιου της του παιδιού.

Σκιές και ερωτήματα

Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που μια ποινική υπόθεση έχει τέτοια ισχυρή αντανάκλαση στην κοινωνία. Το γεγονός όμως ότι η δίκη αυτή για λόγους προστασίας της προσωπικότητας της ανήλικης διεξήχθη κεκλεισμένων των θυρών, δηλαδή μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, μεγεθύνει την αίσθηση ότι υπάρχουν σκιές και ερωτήματα που οι απαντήσεις τους, όπως λένε (και) νομικοί, θα μπορούν να αναζητηθούν μόνο στο σκεπτικό της απόφασης του δικαστηρίου.

«Αυτή είναι η δικογραφία. Η εισαγγελέας, προφανώς χωρίς να παραγνωρίζει τον κοινωνικό αντίκτυπο, διατύπωσε την πρότασή της με βάση μόνο τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι το τι ήθελε να ακούσει η κοινωνία» έλεγαν τις προηγούμενες ημέρες ορισμένοι συνήγοροι στην υπόθεση, ενώ κάποιοι άλλοι έκαναν λόγο για ένα «επιλεκτικό» κατηγορώ, για τη διατύπωση του οποίου – κατά τη δική τους κρίση – δεν ελήφθησαν υπόψη σημαντικά στοιχεία.

«Το βέβαιο είναι ότι όσοι δεν είχαν θεσμικό ρόλο και δεν ήταν μέσα στη δικαστική αίθουσα, εκ των πραγμάτων δεν μπορούν να γνωρίζουν τι ειπώθηκε ακριβώς στη δίκη από μάρτυρες και κατηγορουμένους, τι προέκυψε και τελικά πώς αποτιμήθηκε» έλεγε χαρακτηριστικά στο «Βήμα της Κυριακής» δικαστική πηγή.

Η διαφορά των ποινών

Μεγάλη συζήτηση πάντως άνοιξε ξανά μετά και την αθωωτική εισαγγελική πρόταση για τον ποινικό χαρακτηρισμό της πράξης του βιασμού, καθώς σύμφωνα με το γράμμα του νόμου απαιτείται άσκηση βίας ή απειλή άμεσου κινδύνου ζωής ή σωματικής ακεραιότητας. Οσο για τη συναίνεση του θύματος, σύμφωνα με νομικούς, δεν μπορεί να τεθεί τέτοιο θέμα στην περίπτωση 12χρονου παιδιού που δεν έχει την ικανότητα να σταθμίσει και να αξιολογήσει τη σημασία και τη βαρύτητα της γενετήσιας πράξης.

Η εισαγγελέας στην υπόθεση του Κολωνού πρότεινε την καταδίκη του βασικού κατηγορουμένου για κατάχρηση ανηλίκου, αποδίδοντάς του ότι λόγω της υπεροχής του εκμεταλλεύτηκε την ηλικία του κοριτσιού σεξουαλικά, χωρίς αυτό να μπορεί να αντιληφθεί τη βλάβη και την προσβολή που υπέστη. Σύμφωνα με τον νόμο εγκληματική πράξη είναι ο βιασμός, εγκληματική πράξη είναι και η κατάχρηση σε ασέλγεια.

Διαφέρει όμως ο ποινικός χαρακτηρισμός της και βέβαια το πλαίσιο ποινής, καθώς για τον βιασμό ανηλίκου η ποινή μπορεί να είναι και ισόβια (εφόσον ο κατηγορούμενος κριθεί ένοχος χωρίς κανένα ελαφρυντικό), ενώ για την κατάχρηση σε ασέλγεια προβλέπεται ποινή κάθειρξης τουλάχιστον 10 ετών. Κατά την εισαγγελική πρόταση δε, το «ταβάνι» της τιμωρίας για τον Ηλία Μίχο για τα τρία αδικήματα που εισηγήθηκε την ενοχή του μπορεί να φτάσει, κατά συγχώνευση, τα 20 χρόνια κάθειρξη.

Στο στάδιο της ετυμηγορίας

Ποια θα είναι όμως η απόφαση του δικαστηρίου; Θα είναι ίδια ή διαφορετική από την εισαγγελική πρόταση; Θα καταδικαστεί ο Ηλίας Μίχος ή όχι για τον βιασμό και τη μαστροπεία; Ποια η τύχη της μητέρας της ανήλικης; Ενοχη ή αθώα; Και τι θα γίνει με τους αποκαλούμενους «πελάτες»; Πόσοι και ποιοι θα παραμείνουν στη φυλακή μετά το τέλος του πρωτόδικου δικαστηρίου;

Το επόμενο στάδιο στο οποίο είναι πλέον στραμμένο το βλέμμα της κοινωνίας είναι η ετυμηγορία των δικαστών. Εκεί, όπου την πλειοψηφία την έχουν οι τέσσερις ένορκοι, που προέρχονται από το «σώμα» της κοινωνίας και μαζί με τους τρεις τακτικούς δικαστές έχουν παρακολουθήσει λεπτό προς λεπτό όλα όσα ακούστηκαν στη διάρκεια των 33 συνεδριάσεων που έγιναν κεκλεισμένων των θυρών.