Το σενάριο είναι εφιαλτικό: Σε 25 χρόνια από σήμερα η Ελλάδα θα έχει 1,5 εκατομμύριο λιγότερους κατοίκους, εκείνοι που είναι μικρότεροι των 65 ετών θα μειωθούν κατά δύο εκατομμύρια, ενώ η μόνη ηλικιακή ομάδα που θα αυξηθεί κατά περίπου 700.000 θα είναι οι ηλικιωμένοι άνω των 65 ετών. Για τις επόμενες σχεδόν τρεις δεκαετίες η κατάσταση θα είναι μη αναστρέψιμη, με τη συνεχή μείωση των γεννήσεων και την αύξηση των θανάτων να είναι η νέα πραγματικότητα.

Την ώρα, όμως, που η Ελλάδα – και τα υπόλοιπα κράτη του ευρωπαϊκού Νότου – επεξεργάζεται, όπως άλλωστε ανέφερε και ο έλληνας πρωθυπουργός μιλώντας προ ημερών σε συνέδριο, σχέδια… αναχαίτισης του δημογραφικού προβλήματος, οι βόρειες χώρες εδώ και χρόνια φαίνεται πως κατάφεραν να το λύσουν.

Πλήρες πλέγμα μέτρων και πολιτικών

Πριν καν εξελιχθεί σε πρόβλημα το Δημογραφικό, χώρες στον ευρωπαϊκό Βορρά ανέλαβαν δράση, δημιουργώντας ένα ολοκληρωμένο πλέγμα πολιτικών και μέτρων. Το μοντέλο των «βόρειων χωρών» ή «σκανδιναβικό μοντέλο», όπως είναι ευρέως πλέον γνωστό, έχει εδώ και δεκαετίες στοχεύσει ταυτόχρονα σε πολλούς παράγοντες που επηρεάζουν και επηρεάζονται από το Δημογραφικό.

Σύμφωνα με τον δημογράφο και διευθυντή ερευνών του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών (ΙΔΕΜ) Βύρωνα Κοτζαμάνη, το μοντέλο αυτό έχει αφενός αμβλύνει τις έμφυλες διακρίσεις τόσο μέσα στην οικογένεια όσο και στον δημόσιο βίο. «Από εκεί και πέρα έχει δημιουργήσει ένα απόλυτα ευνοϊκό περιβάλλον για τη δημιουργία οικογένειας, μειώνοντας ταυτόχρονα το κόστος του παιδιού» λέει μιλώντας στο «Βήμα». Η κρατική υποστήριξη για τις οικογένειες είναι καθολική και γενναιόδωρη, με οικογενειακά επιδόματα, υγειονομική περίθαλψη, στήριξη των εργαζόμενων γονέων, μέριμνα για την εκπαίδευση των παιδιών αλλά και ένα διευρυμένο σύστημα στέγης, με χαμηλά ενοίκια, με χώρες όπως η Σουηδία και η Δανία να πρωτοστατούν. «Αυτό που στην πράξη έχει πετύχει το μοντέλο αυτό είναι να δίνει τη δυνατότητα στα ζευγάρια να κάνουν παιδιά κοντά στον αριθμό που επιθυμούν».

Το γαλλικό «κλειδί» στο θέμα της στέγασης

Μεταξύ των χωρών που έχουν ενσωματώσει στη διακυβέρνησή τους ένα συνολικό υποστηρικτικό πλαίσιο στήριξης των οικογενειών βρίσκεται και η Γαλλία. Η ευρωπαϊκή χώρα έχει επικεντρωθεί ιδιαίτερα σε μια κοινωνική πολιτική για τα μεσαία και χαμηλά εισοδήματα, παρουσιάζοντας ένα φορολογικό σύστημα ιδιαίτερα ευνοϊκό για τις οικογένειες. Είναι ενδεικτικό πως ενώ το 1985 ο αριθμός των παιδιών που γεννιούνταν ήταν 1,4 ανά γυναίκα, σήμερα έχει αυξηθεί σε 1,9.

Το δεδομένο ότι το ένα τέταρτο των Γάλλων δεν ζει σε ιδιόκτητη κατοικία έκανε τις κυβερνήσεις να εστιάσουν περισσότερο στα προγράμματα στέγασης. Αυτή τη στιγμή, λοιπόν, δίνεται η δυνατότητα σε όσους έχουν χαμηλό εισόδημα να βρουν κατοικία με οικονομικότατους όρους. Και μάλιστα η Γαλλία έχει… επιστρατεύσει κτίρια τα οποία είναι χτισμένα σε γη του Δημοσίου, των δήμων αλλά και των περιφερειών, δημιουργώντας, έτσι καλύτερες και πιο ευνοϊκές συνθήκες για τη δημιουργία οικογένειας.

Παράλληλα, όμως, αυτό που έχει καταφέρει επιτυχώς η Γαλλία είναι η ενσωμάτωση των μεταναστών, που, όπως εξηγεί ο κ. Κοτζαμάνης, σαφώς συμβάλλει στην αύξηση των γεννήσεων, παρ’ όλο που η διαφορά είναι μικρή και μπορεί να μην αποτυπώνεται τόσο στους δείκτες.

Δεν κράτησαν για πολύ οι ουγγρικές φωτοβολίδες

Στον αντίποδα των καλών πρακτικών, οι αποσπασματικές κινήσεις επίλυσης του Δημογραφικού έχει αποδειχθεί, όπως εξηγεί ο κ. Κοτζαμάνης, ότι δεν οδηγούν στα επιθυμητά αποτελέσματα. Ενα τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Ουγγαρία. Η κυβέρνηση Ορμπαν εστίασε στην επιδοματική πολιτική αποφασίζοντας να δώσει περίπου το 5% του ΑΕΠ της χώρας με στόχο την ενθάρρυνση της δημιουργίας οικογένειας. Το «καμπανάκι» που χτύπησε στην ουγγρική κυβέρνηση ήταν το ιστορικό χαμηλό των 1,3 παιδιών ανά ζευγάρι που καταγράφηκε το 2011.

Γενναιόδωρα δάνεια με χαμηλό επιτόκιο για οικογένειες με παιδιά κυρίως, όμως, για ζευγάρια που υπόσχονται να κάνουν άμεσα παιδιά, φορολογικές ελαφρύνσεις και ισόβια απαλλαγή φόρου εισοδήματος για την απόκτηση τεσσάρων ή και περισσότερων παιδιών αλλά και δωρεάν θεραπείες εξωσωματικής γονιμοποίησης.

Ωστόσο, ο στόχος του Ορμπαν για 2,1 παιδιά ανά ζευγάρι μέχρι το 2030 – προκειμένου να διατηρηθεί ο σταθερός ο πληθυσμός χωρίς να χρειαστεί σε αυτόν τον τομέα… εμπλοκή της μετανάστευσης – φαίνεται πως θα μείνει στα χαρτιά. Κι αυτό γιατί αυτή η «επίθεση» οικονομικών μέτρων κατάφερε μεν αύξηση στις γεννήσεις – με τον δείκτη να ανεβαίνει στο 1,8 –, ωστόσο αυτό δεν κράτησε πολύ. Πέντε χρόνια μετά, έπεσε στο 1,5.

«Η απουσία ενός οργανωμένου πλαισίου αντιμετώπισης του Δημογραφικού και η εμμονή σε μέτρα-«φωτοβολίδες»ενδέχεται να φέρουν αυξήσεις, αλλά αυτές θα είναι πρόσκαιρες, όπως στην περίπτωση της Ουγγαρίας» σημειώνει ο διευθυντής του ΙΔΕΜ.

Σε μια χώρα, όπως η Ελλάδα, πάντως, όπου το ποσοστό της ατεκνίας έχει αυξηθεί – το 15% όσων γεννήθηκαν τη δεκαετία του ’60 δεν έκαναν παιδιά, ενώ το 25% των ζευγαριών που γεννήθηκαν κοντά στο 1985 παραμένουν άτεκνα –, η δημιουργία ενός ευνοϊκού περιβάλλοντος για τη δημιουργία οικογένειας αλλά και η λήψη μέτρων για τη μείωση της θνησιμότητας στις μεσαίες και μεγάλες ηλικίες έχει καθυστερήσει πολύ. Ιδιαίτερα να αναλογιστεί κανείς πως το Δημογραφικό στη χώρα μας είναι ένα πρόβλημα, το οποίο πάει πίσω τέσσερις δεκαετίες. «Και δυστυχώς τα πράγματα δεν πρόκειται να αλλάξουν τα επόμενα 30 χρόνια. Ακόμη κι αν η πολιτεία δημιουργήσει ένα υποστηρικτικό πλαίσιο, τα αποτελέσματα θα αρχίσουν να φαίνονται ύστερα από δύο δεκαετίες. Οι χώρες της Βόρειας Ευρώπης έδρασαν αστραπιαία, δεκαετίες πριν, βλέποντας πως το Δημογραφικό θα αποτελέσει μια βόμβα για όλη την ήπειρο» καταλήγει ο κ. Κοτζαμάνης.