ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ: Άγγελος Σκορδάς

ΓΡΑΦΟΥΝ: Ηλιάνα Δανέζη, Πέτρος Κωνσταντινίδης, Χρήστος Λογαράς, Γιώργος Μουρμούρης, Παναγιώτης Σωτήρης, Γιώργος Φωκιανός

Ερωτήματα για το μέλλον των οικισμών που επλήγησαν σφοδρά από την πλημμύρα που προκάλεσε η κακοκαιρία «Daniel» αρχίζουν να αναδύονται μέσα από τα λασπόνερα που εξακολουθούν να καλύπτουν χωράφια, σπίτια, δρόμους και πλατείες. Αν και προέχει η κάλυψη των βασικών αναγκών διαβίωσης των κατοίκων (τροφή, στέγη, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ύδρευση, αποχέτευση), η αποστράγγιση των υδάτων και η αναλυτική καταγραφή των ζημιών, το ερώτημα της επόμενης ημέρας που αφορά στην ίδια την ύπαρξη των οικισμών του θεσσαλικού κάμπου που επλήγησαν είναι ήδη εδώ.

Η Μεταμόρφωση

«Δεν γίνεται να ξαναμείνουμε μόνιμα στο χωριό μας» λέει κοφτά στο «Βήμα» ο Πέτρος Κοντογιάννης, πρόεδρος του οικισμού Μεταμόρφωση του Δήμου Παλαμά Καρδίτσας που μετρά δύο νεκρούς από την πρόσφατη πλημμύρα, ενώ προ διετίας είχε πληγεί σφοδρά από τον «Ιανό» αλλά και από την καταστροφή του 1994. «Η Μεταμόρφωση είναι ένα χωριό-φάντασμα. Υπάρχουν λάσπες παντού, είναι σαν να έχει κατεδαφιστεί» περιγράφει, κάνοντας λόγο για μια πρωτόγνωρη για τα ελληνικά δεδομένα κατάσταση. «Το νερό τρέχει με χαμηλή πίεση, μπορούμε ίσα-ίσα να πλύνουμε κάποια πράγματα ώστε να καθαριστεί το χωριό. Αλλά δεν μπορούν να κάνουν όλοι την ίδια δουλειά γιατί υπάρχει πολλή βρωμιά και πολλή αρρώστια». Οσο για τους κατοίκους, βρίσκονται διάσπαρτοι άλλοι στο Γηροκομείο Λάρισας, άλλοι στο Κλειστό Γυμναστήριο Παλαμά, άλλοι σε δομή στο Φανάρι. Κάποιοι κατάφεραν να νοικιάσουν διαμέρισμα σε άλλες περιοχές.

Ο πρόεδρος της Μεταμόρφωσης ζητεί τη μετεγκατάσταση του χωριού δίπλα στον Παλαμά, που βρίσκεται σε απόσταση πέντε χιλιομέτρων. Και αυτό γιατί «αν το χωριό ερημώσει, οι άνθρωποι θα φύγουν μακριά, στη Λάρισα, στην Καρδίτσα και στις μεγάλες πόλεις». «Εμείς θέλουμε να μετεγκατασταθεί δίπλα στον Παλαμά, και τα κτίσματα του σημερινού χωριού να διατηρηθούν ως αγροτόσπιτα, για το καλοκαίρι και για τις δουλειές. Δεν θέλουμε να σβήσει το χωριό μας γιατί έχουμε την εκκλησία μας, το νεκροταφείο μας, τους ανθρώπους που έχουμε χάσει. Εχουμε τον πολιτιστικό σύλλογο, την ιστορία και το αίμα των προγόνων μας. Αυτά δεν θέλουμε να τα χάσουμε, και γι’ αυτό δεν θέλουμε να γίνει απαλλοτρίωση. Ομως, δεν μπορούμε να μείνουμε μόνιμα πια εδώ» εξηγεί.

«Αν μας φτιάξουν σπίτια στον Παλαμά, σε ένα ψηλό σημείο, ώστε να έχουμε την ασφάλειά μας, δεν θέλουμε αποζημίωση για αυτά εδώ. Αρκούν αυτά που θα δοθούν για τις οικοσκευές» συνεχίζει ο Πέτρος Κοντογιάννης. «Θέλουμε να τους κάνουμε ένα βάψιμο, να αφήσουμε μέσα ένα ράντζο και να τα έχουμε για συγκεκριμένη δουλειά το καλοκαίρι – να μπορούμε να αφήνουμε τα μηχανήματα μέσα στα οικόπεδά μας».

Ο Βλοχός

Κάθετα αντίθετος σε οποιοδήποτε σενάριο μεταφοράς του οικισμού εμφανίζεται ο πρόεδρος του γειτονικού Βλοχού, που επίσης υπέστη τεράστιες ζημιές από την πλημμύρα. «Δεν το συζητώ ούτε για αστείο. Να κάνουν τα έργα που πρέπει, να μας δώσουν και κάποιες αποζημιώσεις και να μείνουμε στο σημείο που είμαστε» λέει ο Γιάννης Κούκας, ξεκαθαρίζοντας όμως παράλληλα ότι οι κάτοικοι δεν πρόκειται να επιστρέψουν στον οικισμό πριν το επόμενο καλοκαίρι. «Το πρόβλημά μας αυτή τη στιγμή είναι ότι θα φύγουν όλοι γιατί δεν μπορούν να φτιάξουν τα σπίτια τους. Από το καλοκαίρι και μετά θα επιστρέψει ο κόσμος» σημειώνει, τονίζοντας ότι οι περισσότεροι κάτοικοι διαμένουν σε δομές φιλοξενίας. «Δεν γίνεται να έρθουν τον χειμώνα οι άνθρωποι, γιατί τα σπίτια είναι μούσκεμα. Πώς θα τα φτιάξουν; Πρέπει να καθαριστούν και να απολυμανθούν, ενώ και ο εξωτερικός χώρος είναι όλο λάσπη» προσθέτει.

Ο πρόεδρος του Βλοχού σημειώνει ότι, πριν ακόμα περάσουν τα κλιμάκια εκτίμησης των ζημιών, είναι εμφανές με γυμνό μάτι ότι κάποια από τα παλιά σπίτια έχουν πάρει κλίση. Ζητεί τα αναχώματα γύρω από το χωριό να κατασκευαστούν ξανά από την αρχή με σωστό τρόπο. Οπως λέει χαρακτηριστικά, η ηλικία των αναχωμάτων που υπήρχαν άγγιζε τα 40 χρόνια, ενώ δεν είχαν γίνει οι απαραίτητες εργασίες συντήρησης. «Οι κερκόπορτες των αναχωμάτων είναι οι φωλιές των αλεπούδων και των ασβών» σημειώνει, εξηγώντας ότι το δίκτυο που δημιουργούν τα ζώα στα αναχώματα έχει ως αποτέλεσμα να εισχωρεί το νερό και να τα υποσκάπτει μέχρι κατάρρευσης. Τονίζει, δε, ότι οι απαιτούμενες παρεμβάσεις πρέπει να γίνουν βάσει αντιπλημμυρικών μελετών.

Ο πρόεδρος της Μεταμόρφωσης, όμως, φοβάται ότι τα αναγκαία έργα θα αργήσουν. «Μπορεί να πάρουν ακόμα και 10 χρόνια. Εως τότε θα ξαναπνιγούμε» λέει. Αλλωστε, το χωριό του Πέτρου Κοντογιάννη βρίσκεται «στο πιο βαθύ σημείο του νομού Καρδίτσας». «Ολα τα νερά περνάνε από εδώ» αναφέρει, τονίζοντας παράλληλα ότι οι κάτοικοι που έχουν κινδυνεύσει επανειλημμένα από πλημμύρες δεν μπορούν πλέον να διαχειριστούν το ψυχικό βάρος της καταστροφής. «Εμείς δεν έχουμε τις ψυχικές αντοχές να μπούμε σε διαδικασία να ξαναφτιάξουμε όσα χάσαμε, γιατί είναι η τρίτη φορά που πνιγόμαστε. Ούτε μπορούμε να τρέχουμε κάθε φορά που βρέχει. Αν θέλουν, μπορούν σε σύντομο χρονικό διάστημα να μας φτιάξουν σπίτια, όπως είχαν κάνει με το Ολυμπιακό Χωριό, να έχουμε τουλάχιστον την ασφάλειά μας».

Μόνο μικρές αλλαγές

Ενδέχεται η μερική ή ολική μετακίνηση χωριών να αποτελέσει μέρος του πλάνου ανασυγκρότησης της Θεσσαλίας; Κατά τον Ευθύμη Λέκκα, εκτεταμένες μετακινήσεις οικισμών αποκλείονται. «Δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση» ξεκαθαρίζει στο «Βήμα», προσθέτοντας ότι συνήθως οι κάτοικοι δεν θέλουν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. Αυτό που μπορεί να γίνει, ωστόσο, σύμφωνα με τον καθηγητή Δυναμικής Τεκτονικής και Εφαρμοσμένης Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρόεδρο του ΟΑΣΠ, είναι μικρές μετακινήσεις σε κοντινές περιοχές ή αλλαγές στη χωροταξία εντός του ίδιου οικισμού. «Ενα κομμάτι του Βλοχού, του Παλαμά ή της Φαρκαδόνας μπορεί να μεταφερθεί στην άλλη πλευρά του οικισμού, ώστε να αποφύγουμε πλημμυρικά φαινόμενα στο μέλλον. Δεν μιλάμε για ομαδικές μετακινήσεις ή συγχωνεύσεις, αλλά για μικρές αλλαγές με μελέτες που μπορούν να γίνουν σε ελάχιστο χρόνο, ώστε οι πληγέντες να μεταφερθούν σε άλλη γειτονιά ή στο άλλο άκρο του χωριού, για ασφάλεια».

Μία δεύτερη λύση, κατά τον ειδικό, αποτελεί η εκ νέου οικοδόμηση των κτισμάτων εντός των υπαρχόντων οικισμών με καλύτερες μεθόδους, προκειμένου τα σπίτια να είναι πιο ανθεκτικά σε περίπτωση νέας καταστροφής. Με δεδομένο ότι τα πλίνθινα σπίτια έχουν καταρρεύσει, όπως και αυτά που έφεραν μόνο τοιχοποιία από τούβλο, ο πρόεδρος του ΟΑΣΠ ξεκαθαρίζει ότι τα νέα πρέπει να είναι δομημένα με τέτοιον τρόπο ώστε να μη διατρέχουν κίνδυνο ακόμα και αν βρίσκονται μέσα σε ήπια πλημμυρικά πεδία. Τονίζει, μάλιστα, ότι προβλήματα δεν αντιμετωπίζουν μόνο οι πεδινοί οικισμοί, αλλά και τα ορεινά χωριά της Θεσσαλίας και του Πηλίου, λόγω διάβρωσης του εδάφους. «Και εκεί, όπου είναι δυνατό, μπορούν να γίνουν μετατοπίσεις εντός των οικισμών».

Οσον αφορά το κόστος τέτοιων παρεμβάσεων, ο Ευθύμης Λέκκας ξεκαθαρίζει ότι αυτό καλύπτεται από το κράτος. «Αντί οι πληγέντες με τις αποζημιώσεις να χτίσουν τα σπίτια τους στις ίδιες περιοχές με τις ίδιες συνθήκες, μπορούν με απλές κινήσεις να βελτιώσουν την ανθεκτικότητα» προτείνει, ενώ εκτιμά ότι για να εξασφαλιστεί η συναίνεση των κατοίκων απαιτείται διάλογος, ανταποδοτικά κίνητρα και επιστημονική τεκμηρίωση.

Ανάγκη ολιστικού σχεδίου

Την ανάγκη εκπόνησης ολοκληρωμένου σχεδίου για την ανάταξη της Θεσσαλίας υπογραμμίζει από την πλευρά του και ο καθηγητής Νικήτας Μυλόπουλος, πρόεδρος του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και διευθυντής του Εργαστηρίου Υδρολογίας και Ανάλυσης Υδατικών Συστημάτων. «Η γνώμη μου είναι ότι πριν πούμε μεγάλα πράγματα πρέπει να κάνουμε άλλες, θεμελιώδους σημασίας κινήσεις» λέει στο «Βήμα» και σπεύδει να αναδείξει την αναγκαιότητα ενός ολοκληρωμένου σχεδίου ανάκαμψης της Θεσσαλίας που θα περιλαμβάνει πρωτίστως τη λήψη προληπτικών μέτρων για να αποφευχθεί μια νέα καταστροφή στο μέλλον. Για ένα τέτοιο σχέδιο, όμως, χρειάζονται δεδομένα «που δυστυχώς δεν έχουμε»: «Ημασταν απροετοίμαστοι στα πάντα, όχι μόνο στα αντιπλημμυρικά έργα. Δεν υπάρχει ολοκληρωμένο ένα περιφερειακό σχέδιο προσαρμογής στην κλιματική κρίση. Δεν υπάρχει ολοκληρωμένο Κτηματολόγιο. Δεν υπάρχουν ολοκληρωμένοι δασικοί χάρτες. Δεν υπάρχουν τοπικά χωρικά σχέδια με τις χρήσεις γης. Δεν έχουν οριοθετηθεί τα ρέματα και ο αιγιαλός».

Σύμφωνα με τον Νικήτα Μυλόπουλο, ζητήματα όπως η τυχόν ανάγκη μετεγκατάστασης οικισμού, θα προκύψουν μέσα από τις απαραίτητες ολιστικές μελέτες. Γιατί, όπως λέει, «ποιος μπορεί να πει σήμερα με βεβαιότητα ότι μια περιοχή κινδυνεύει όντως με ερημοποίηση και δεν μπορεί να κατοικηθεί μέσα στο επόμενο εξάμηνο, ώστε να διώξουμε τον κόσμο προσωρινά ή μονίμως από εκεί; Αν θέλουμε να είμαστε σοβαροί και πιστοί στην επιστήμη και στις αρχές της πρέπει να δούμε τα πράγματα σφαιρικά, ολιστικά και με τεκμηριωμένα σχέδια».

«Ποιος ο λόγος να ξεριζωθώ;»

Ο Πέτρος Κοντογιάννης, πάντως, παραμένει κατηγορηματικός. «Εμείς ζητάμε να μεταφερθούμε. Μας πονάει, μας θλίβει, μας στενοχωρεί, αλλά είναι θέμα ασφάλειας» λέει. «Η Μεταμόρφωση είναι το χωριό που κινδυνεύει πιο πολύ από όλα. Μπορεί αυτή τη φορά να πνίγηκαν όλα τα χωριά, αλλά εμείς κάθε φορά που έρχεται νερό είμαστε ο πρώτος οικισμός που πλημμυρίζει». Το ίδιο ξεκάθαρος, από την άλλη πλευρά, είναι και ο Γιάννης Κούκας. «Θα αδειάσω το σπίτι μου, θα πετάξω τα πάντα. Πράγματα, αναμνήσεις. Είμαι στο απόλυτο μηδέν. Ομως, ποιος ο λόγος να ξεριζωθώ; Εδώ ήταν ο παππούς μου, η γιαγιά μου, ο πατέρας μου, η μάνα μου, εδώ είμαι εγώ. Τα παιδιά μου δεν ξέρω αν θα μείνουν, αλλά θα έρχονται. Ο Βλοχός είναι ζωντανό χωριό». Εμφανίζεται, μάλιστα, έτοιμος να σηματοδοτήσει τη νέα εποχή του με ένα μεγάλο… ρίβερ πάρτι, σε έναν χρόνο από τώρα. «Το έχω υποσχεθεί: Του χρόνου το καλοκαίρι θα διοργανώσω ένα ρίβερ πάρτι που θα χαλάσει ο κόσμος, και τα έσοδα θα πάνε στο χωριό. Για να σηματοδοτήσουμε την αναγέννησή του».

Οι μετεγκαταστάσεις οικισμών στην Ελλάδα

Μακρύ είναι το ιστορικό μετεγκατάστασης οικισμών στην Ελλάδα καθώς για οικονομικές, περιβαλλοντικές ή άλλες αιτίες, πολλά χωριά μεταφέρθηκαν σε κοντινές περιοχές ή ενσωματώθηκαν σε μεγαλύτερους οικισμούς. Σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΟΑΣΠ Ευθύμη Λέκκα, τη δεκαετία του 1960 περίπου 700 οικισμοί χαρακτηρίστηκαν ως «κατολισθαίνοντες», είτε επειδή πράγματι αντιμετώπιζαν πρόβλημα αστάθειας είτε επειδή δεν ήταν οικονομικά βιώσιμοι. Στους κατοίκους δόθηκαν κίνητρα, όπως αγροτεμάχια, για να μετοικίσουν στα πεδινά. Ετσι, πολλά χωριά στα ορεινά της Ηλείας, της Καρδίτσας, των Τρικάλων, της Ναυπακτίας και αλλού ερήμωσαν. Οταν, όμως, μετά από δεκαετίες, η οικονομική ανάπτυξη έφτασε επιτέλους στην περιφέρεια, οι οικισμοί αυτοί έγιναν, λόγω θέσης, περιζήτητοι, με αποτέλεσμα να προκύψουν ιδιοκτησιακά και νομικά ζητήματα, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις υπάρχει πράγματι πρόβλημα διάβρωσης του εδάφους.

Δεκάδες είναι και οι οικισμοί που μετακινήθηκαν για ενεργειακά έργα: Είτε για να επεκταθούν τα λιγνιτωρυχεία της ΔΕΗ σε Δυτική Μακεδονία και Μεγαλόπολη είτε για να κατασκευαστούν υδροηλεκτρικά φράγματα και τεχνητές λίμνες. Στα δεκάδες χωριά που μετακινήθηκαν σε πολλές περιοχές της Ελλάδας περιλαμβάνονται οι οικισμοί Καρδιά, Εξοχή, Χαραυγή, Κόμανος, Κλείτος, Μαυροπηγή και Παντοκώμη (η διαδικασία βρίσκεται σε εξέλιξη) στα λιγνιτικά πεδία της Δυτικής Μακεδονίας, καθώς και η Μαραθούσα και το Ανθοχώρι στη Μεγαλόπολη.

Για τεχνητές λίμνες και υδροηλεκτρικά φράγματα έχουν μετακινηθεί, μεταξύ άλλων, τα χωριά Νεράιδα (λίμνη Πολυφύτου, Κοζάνη), Σφεντύλι (φράγμα Αποσελέμη, Κρήτη), Επισκοπή, Αγιος Βασίλειος και Σίδερα (λίμνη Κρεμαστών, Αιτωλοακαρνανία), Κάλλιο (λίμνη Μόρνου, Φωκίδα) και Φάγκος (λίμνη Πουρναρίου, Αρτα).