Τα πάθη θεωρούνται ενάντια στην ηθική, η οποία οφείλει να ακολουθεί τις επιταγές του καθαρού λόγου. Κι όμως, η ηθική μπορεί να εγείρει εντός μας τα πλέον ισχυρά πάθη. Θα διερευνήσω ένα βίωμα που φαίνεται να μετέχει τόσο του ηθικού όσο και του θυμικού μας βίου, το οποίο – στα ελληνικά – δηλώνεται με τρεις τουλάχιστον όρους: την αιδώ, την αισχύνη και την ντροπή.
Η ντροπή είναι σαν ένα θυμικό έγκαυμα που συνδέεται κατά κάποιον τρόπο με μια επώδυνη και αιφνίδια αίσθηση ασημαντότητας και απώλειας ελέγχου. Θεωρούμε πως ένα συναίσθημα, όπως κάθε νοητική κατάσταση, κατευθύνεται προς κάτι. Η αποβλεπτικότητα των συναισθημάτων συνδέεται με την αξιολόγηση του αντικειμένου προς το οποίο κατευθύνονται: η θλίψη είναι μια μορφή ευαισθησίας στην απώλεια, ο φόβος ένας τρόπος βίωσης του κινδύνου. Και η ντροπή; Ποιο μπορεί να είναι το αντικείμενό της; Και πώς ακριβώς το αξιολογεί;
Ορισμοί και απορίες
Το αντικείμενο της ντροπής φαίνεται ότι είναι παντού και πάντα ένα: ο εαυτός. Και ο τρόπος που ο εαυτός αξιολογείται ενόσω νιώθουμε ντροπή είναι σαφώς αρνητικός. Και έτσι ερχόμαστε αντιμέτωποι με την πρώτη απορία που θα προσπαθήσω να ανιχνεύσω: Η εμπειρία της ντροπής είναι κάτι δυσάρεστο, αλλά αποτιμούμε αρνητικά όποιον αδυνατεί να τη νιώσει. Το να καλείς κάποιον «αδιάντροπο» δεν συνιστά φιλοφρόνηση.
Προχωρώντας, θα μπορούσαμε ίσως να ορίσουμε την ντροπή ως το επώδυνο βίωμα μιας ποιότητας ή μιας συμπεριφοράς που αντανακλά την ανικανότητα του ατόμου να ανταποκριθεί στα αιτήματα που θέτουν κάποιες από τις αξίες που ο ίδιος ενστερνίζεται. Ο ορισμός αυτός όμως αντιμετωπίζει ένα φαινομενολογικό πρόβλημα: Αφότου η οικογένειά της μετακόμισε από την κωμόπολη στην πρωτεύουσα, η Μαρία δέχεται καθημερινά τα υποτιμητικά σχόλια των νέων συμμαθητών της για την επαρχιώτικη προφορά της. Ο Σήφης επιστρέφει κάθε φορά από κάποιο διεθνές συνέδριο κακοδιάθετος, έχοντας γελάσει και ο ίδιος με τα μη πολιτικώς ορθά ανέκδοτα των συναδέλφων του για την εβραϊκότητά του – ή για τη μουσουλμανικότητά του, ή για τη μεσογειακότητά του, ή για τη νοτιοευρωπαϊκότητά του, κ.λπ. Η Μαρία ειλικρινά δεν πιστεύει ότι υπάρχει κάτι κακό με την προφορά της – απλώς δεν θέλει να ξαναπατήσει στο σχολείο. Ο Σήφης ειλικρινά δεν θεωρεί ότι η θρησκεία ή η καταγωγή του ή η εθνικότητά του έχουν κάτι αρνητικό – απλώς έχει φτάσει πλέον να μισεί τον εαυτό του.
Θα μπορούσε κάποιος να αντιτείνει πως ούτε η Μαρία ούτε ο Σήφης πρέπει να νιώθουν ντροπή. Συμφωνώ. Διαφωνώ όμως με την άποψη που συναντάται στα γραπτά διάφορων ηθικολόγων πως, επειδή δεν είναι ορθολογικό, δεν μπορεί να συμβαίνει. Και έτσι συναντάμε τη δεύτερη απορία: γιατί είναι δυνατόν να εγείρεται ντροπή όταν βιώνουμε την αποτυχία πλήρωσης ενός προτύπου εμφάνισης, καταγωγής ή συμπεριφοράς, το οποίο εμείς οι ίδιοι δεν ενστερνιζόμαστε;
Τα μάτια των άλλων
Η απάντηση σε αυτή την απορία φέρνει στο προσκήνιο κάτι που έχει τονιστεί από αρκετούς φιλοσόφους, από τον Αριστοτέλη ως τον John Rawls, και αφορά τον διαπροσωπικό χαρακτήρα της ντροπής. Η ντροπή για αυτούς τους φιλοσόφους είναι κατ’ αρχάς ένα κοινωνικό συναίσθημα. Ο κοινωνικός χαρακτήρας της ντροπής, με τη σειρά του, συνδέεται άμεσα με την παρουσία ενός κοινού το οποίο εκφράζει μια αρνητική άποψη για το άτομό μας.
Και έτσι οδηγούμαστε σε δύο βασικές συνθήκες της τρέχουσας φιλοσοφικής αντίληψης για την ντροπή. Συνθήκη 1η: όλα τα επεισόδια ντροπής απαιτούν την παρουσία άλλων ατόμων.
Από αυτή τη συνθήκη εξηγείται η πληθώρα οφθαλμολογικών μεταφορών – η έμφαση στο βλέμμα, την επικριτική ματιά, ή την παραίνεση: «πάρ’ τα μάτια σου από πάνω μου!».
Γιατί όμως η παρουσία των άλλων να αποτελεί μια απαραίτητη συνθήκη; Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα χρειάζεται να μεταβούμε στη δεύτερη συνθήκη, που αφορά όχι την παρουσία ενός κοινού, αλλά τον τρόπο που αξιολογεί το υποκείμενο. Συνθήκη 2η: σε ένα επεισόδιο ντροπής υπάρχει κάποιος κανόνας ο οποίος επιβάλλεται εξωγενώς στο υποκείμενο, και βιώνεται από αυτό ως κύρωση.
Η συνθήκη αυτή, αν ισχύει, εκφράζει τη ριζική ετερονομία της ντροπής. Για φιλοσόφους που αντιμετωπίζουν την ηθική ως ένα σύνολο κοινωνικά επιβεβλημένων κανόνων, τους οποίους το υποκείμενο καλείται, θέλοντας ή μη, να ακολουθεί, η ετερονομία της ντροπής αποτελεί βασική διάσταση κάθε ηθικού φαινομένου. Για όσους, όμως, από εμάς η ηθική οφείλει να προάγει και όχι να υπονομεύει την αυτονομία, η εξωγενής διάσταση της ντροπής φαίνεται να την καθιστά ηθικώς προβληματική.
Τι ακριβώς συμβαίνει; Νομίζω ότι χρειαζόμαστε μια διαφορετική προσέγγιση η οποία θα σέβεται δύο φαινομενολογικά δεδομένα. Το πρώτο είναι πως κατά το βίωμα της ντροπής νιώθουμε σαν μια αλλότρια δύναμη να επιτίθεται στον εαυτό. Το δεύτερο είναι ότι το φαινόμενο της ντροπής, αν και δημόσιο, δεν είναι κάτι επιφανειακό: στην ντροπή θίγεται κάτι – αδιευκρίνιστο ακόμη τι – που οι ίδιοι αξιολογούμε ως πολύτιμο. Θα υποστηρίξω ότι η έκθεσή μας στο αποδοκιμαστικό βλέμμα του άλλου συνιστά αφορμή αυτεπίγνωσης μιας αποτυχίας που είναι σημαντική για εμάς τους ίδιους. Μιας αποτυχίας μας σε επίπεδο αυτονομίας – και ως εκ τούτου μιας αποτυχίας ηθικής.
Επιλογές/ένστικτα
Ο λόγος που αρχικά ο Αδάμ και η Εύα (βλέπε σελίδα 6) δεν ένιωθαν ντροπή για τη γύμνια τους δεν ήταν ότι η ανατομία τους ήταν πλήρως υπάκουη στη βούλησή τους, αλλά ότι πριν από την πτώση δεν είχαν μια βούληση, μια προσωπική και έλλογη θέληση, προς την οποία η ανατομία τους μπορεί να ήταν ανυπάκουη. Αποκτώντας την ιδέα ότι μπορούν να κάνουν επιλογές ενάντια στις απαιτήσεις των ενστίκτων τους, θα αποκτούσαν όχι μόνο μια αποτελεσματική ικανότητα να κάνουν επιλογές, αλλά και τη συνειδητοποίηση ότι τα σώματά τους μπορούν να μην υπακούσουν τα ένστικτά τους, έτσι ώστε να φανούν υπάκουα στη νεοσυσταθείσα βούλησή τους. Και έτσι η γνώση που θα ενεργοποιούσε τη βούλησή τους θα μπορούσε επίσης να ανοίξει τους οφθαλμούς τους στη δυνατότητα της σωματικής υπακοής ή ανυπακοής.
Αυτό που απομένει να εξηγηθεί είναι γιατί η ανυπακοή του σώματος μπορεί να αποτελεί αφορμή για ντροπή. Η εξήγηση νομίζω είναι ότι η δομή της βούλησης παρέχει στην ντροπή το κύριο μέλημά της, της οποίας μια κεντρική περίπτωση είναι η έγνοια για την ιδιωτικότητα. Η ιδιωτικότητα καθίσταται δυνατή χάρη στην ικανότητα να επιλέγεις, σε αντίθεση με την ενστικτώδη τάση. Για ένα ον που κάνει οτιδήποτε απαιτούν τα ένστικτά του, δεν υπάρχει απόσταση μεταξύ ενστικτώδους ορμής και πράξης, και έτσι δεν υπάρχει χώρος μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού. Εφόσον ένα ζώο έχει σχετικά μικρό έλεγχο επί των ορμών του, οι ορμές του είναι αναγνώσιμες στη συμπεριφορά του. Οπου νιώθει κνησμό εκεί θα ξύσει, κι έτσι οι φαγούρες του είναι πάντα έκδηλες, πάντα δημόσιες.
Παρουσιάζοντας
το «εγώ»
Αντιθέτως, η ικανότητά μας να συλλογιζόμαστε, να ενισχύουμε ή να ελέγχουμε τις επιθυμίες μας μάς επιτρέπει να επιλέξουμε ποιες επιθυμίες θα εκφράσει η συμπεριφορά μας. Καθώς τείνουμε να κάνουμε αυτές τις επιλογές συνεκτικά και σωρευτικά στο πέρασμα του χρόνου συνθέτουμε σταδιακά ένα σχήμα, ένα portfolio, ή ένα profil από προτιμήσεις, ενδιαφέροντα και δεσμεύσεις επί τη βάσει των οποίων πράττουμε. Και τείνουμε να ενεργούμε με βάση αυτό το προφίλ, ενώ αποφεύγουμε ή αντιστεκόμαστε σε ορμές και ένστικτα που είναι ασύμβατα με αυτό. Σμιλεύουμε, δηλαδή, έναν χαρακτήρα: δημιουργούμε ένα ανάγλυφο με εσοχές και εξοχές, που προβάλλει ένα πρόσωπο, στο οποίο συμπυκνώνεται το σχήμα της συμπεριφοράς μας. Ακόμη και ο Ροβινσώνας Κρούσος ζούσε σύμφωνα με μια περσόνα που συνέθεσε, αν και δεν υπήρχε κάποιο κοινό για την οποία τη συνέθεσε. ‘Η μάλλον, τη συνέθεσε για ένα κοινό που αποτελείτο μόνο από τον ίδιο, στο μέτρο που σχεδιάστηκε για να τον βοηθήσει να παρακολουθεί και να βγάζει νόημα από τον μοναχικό βίο του. Συνεπώς, ακόμη και ο Ροβινσώνας Κρούσος είχε ένα διακριτό εσωτερικό και εξωτερικό «εγώ» – αφενός την προσωπικότητα που εκδήλωνε, αφετέρου μια προσωπικότητα διαφορετική από αυτή που πραγμάτωνε, και η οποία περιέκλειε όλες τις τάσεις και τις ορμές τις οποίες επέλεγε να μην ενεργοποιήσει.
Το πεδίο της ντροπής είναι, κατά την άποψή μου, το πεδίο αυτο-παρουσίασης. Εφόσον οι άλλοι δεν μπορούν να συνεργαστούν μαζί σου στο πλαίσιο της κοινωνικής συναναστροφής, παρά μόνο αν βρίσκουν τη συμπεριφορά σου ως έναν βαθμό κατανοητή, στο μέτρο που επιθυμείς να έχεις κοινωνικές συναναστροφές, θα πρέπει να παρουσιάζεις μια συνεκτική δημόσια εικόνα. Οσα επικοινωνούμε σε κάποιο άλλο άτομο μέσω λέξεων ή πιθανόν με άλλον τρόπο – ακόμη και για τα πιο προσωπικά, μύχια ζητήματα – είναι μια επιλογή από το σύνολο της ψυχικής πραγματικότητας, την οποία, αν επιχειρούσε κανείς να την περιγράψει στην πληρότητά της, θα οδηγούνταν στο άσυλο των ψυχοπαθών. Είναι μόνο αποσπάσματα του εσωτερικού μας βίου αυτά που αποκαλύπτουμε, ακόμη και στους στενότερους φίλους μας. Δεν μπορείς να αλληλεπιδράς κοινωνικά, εκτός εάν παρουσιάζεις στους άλλους έναν νόμιμο θεμιτό πόλο αλληλεπίδρασης – δεν μπορείς να είσαι ένας διαρκώς κινούμενος στόχος. Το σημαντικό είναι ότι η αυτο-παρουσίαση δεν αποτελεί μια ανέντιμη δραστηριότητα, εφόσον η δημόσια εικόνα σου στοχεύει να είναι αυτό ακριβώς που είναι: η ορατή όψη ενός όντος που ενεργεί ως πόλος κοινωνικής συναναστροφής.
Το να μην αναγνωρίζεσαι ως ένα αυτο-παρουσιαζόμενο υποκείμενο θα σε απέκλειε από την κοινωνική συναναστροφή. Το να μη σε θεωρούν έντιμο ή ευφυή είναι κοινωνικά ζημιογόνο – όμως, το να μη σε θεωρούν πρόσωπο, οδηγεί αργά ή γρήγορα σε κοινωνικό αποκλεισμό. Γι’ αυτό και απειλές στη θέση σου ως ένα αυτοπαρουσιαζόμενο ον είναι πηγή βαθιάς ανησυχίας. Η ανησυχία για την επαπειλούμενη απώλεια αυτής της θέσης συνιστά το συναίσθημα της ντροπής.
Ταπεινότητα
/Υπερηφάνεια
Η ανάλυση αυτή μας βοηθά να προσεγγίσουμε τη σχέση ανάμεσα στην αιδώ και τη σωματική ανυπακοή. Μια φυσιολογική αντίδραση της ντροπής είναι η ερυθρίαση, το ότι κοκκινίζουμε. Ενα κοκκίνισμα, όμως, μπορεί να ενεργοποιήσει μια αυξανόμενη κλίμακα βαθύτερων ερυθριάσεων, διότι το ερυθρίασμα από μόνο του είναι ανυπάκουο στη βούληση: το χρώμα του δέρματος ακυρώνει την προσπάθεια απόκρυψης της τάσης κάποιου να κρυφτεί, ή να κρατήσει ιδιωτική την αίσθηση ότι χάνει την ιδιωτικότητά του. Η ανάλυση αυτή μας βοηθά επίσης να κατανοήσουμε καλύτερα τη σχέση της ντροπής με το ηθικό δίπολο: ταπεινότητα/υπερηφάνεια. Η πιθανότητα ανταπόκρισης σε ένα υποτιμητικό βλέμμα με ταπεινότητα δείχνει ότι η παρουσία ενός τέτοιου βλέμματος δεν προκαλεί ντροπή, παρά μόνο εάν οδηγεί σε μια αίσθηση υπονόμευσης της αυτοπαρουσίασης. Η ταπεινότητα αποκλείει εκ των προτέρων αυτή την πιθανότητα υπονόμευσης: μειώνοντας τις προσδοκίες μας, η ταπεινότητα καθιστά συμβατή την αυτοπαρουσίασή μας με την κριτική που αντιμετωπίζουμε. Το να νιώθεις ταπεινά είναι ασύμβατο με το να νιώθεις ταπεινωμένος. Αντιθέτως, το να νιώθεις υπερήφανος είναι συμβατό με το να νιώθεις ντροπή. Κάποιες φορές, κρατάμε κάποια πράγματα κρυφά, όχι απαραίτητα επειδή φοβόμαστε αποδοκιμασία για αυτά, αλλά επειδή φοβόμαστε για την επιδοκιμασία ενός είδους που θεωρούμε ευτελές ή φτηνό.
«Κάποιοι άνθρωποι μπορεί να νιώθουν ντροπή επειδή τους θαυμάζει το λάθος κοινό με τον λάθος τρόπο» σημειώνει ο Bernard Williams. Ακόμη κι αν σκεφτόμαστε ότι οι άλλοι θα θαύμαζαν τα ποιήματά μας, μπορεί να μη μας αρέσει η ιδέα να τα εκθέσουμε στο αδιάκριτο ή απαίδευτο βλέμμα τους. Κι αν κατά λάθος τα αφήσουμε εκτεθειμένα, μπορεί να νιώσουμε ταυτόχρονα ντροπή και υπερηφάνεια – αυτό είναι δυνατόν, καθόσον δεν χρειάζεται να αισθανόμαστε υποτιμητικά για να νιώσουμε ότι υπονομεύεται η αυτοπαρουσίασή μας. Το θέμα αυτό – δεν ξέρω γιατί – μου θυμίζει μια κουβέντα του Γιάννη Τσαρούχη. Είχε μιλήσει κάποτε για τη δυστυχία τού να είσαι ζωγράφος στην κοινωνία μας και να πρέπει να προσπαθείς διαρκώς να σε εκτιμήσουν άνθρωποι που δεν εκτιμάς. Και για να κλείσω αυτή τη σύντομη ανάλυση ενός τόσο περίπλοκου συναισθήματος, η ιδιωτικότητα δεν είναι το ίδιο με την απάτη, ή τη μυστικοπάθεια. Το φύλλο συκής δεν είναι κάτι για το οποίο πρέπει οπωσδήποτε να ντρεπόμαστε, στο μέτρο που εκδηλώνει την αίσθηση μιας διαρκώς βαλλόμενης ιδιωτικότητας από την ηλεκτρονική κουλτούρα μας, τα κοινωνικά δίκτυα, ή τις επιταγές ολοκληρωτικών – ρητά συντηρητικών ή δήθεν ανατρεπτικών – ιδεολογιών. Το αίσθημα της ντροπής συνδέεται μύχια με την ανάγκη ιδιωτικότητας, η οποία αποτελεί μια βασική πτυχή της έλλογης υποκειμενικότητας, συνιστώντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, μια καίρια διάσταση του ηθικά αυτόνομου προσώπου.
Συζητήσεις για τον λόγο
Εδώ και σχεδόν 12 χρόνια η Μονάδα Νευροψυχολογίας και Παθολογίας του Λόγου της Α’ Νευρολογικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών διοργανώνει στο αμφιθέατρο «Κώστας Στεφανής» του Αιγινητείου Νοσοκομείου τις «Συζητήσεις για τον Λόγο». Η εφετινή σειρά συζητήσεων έχει θέμα «Συγκίνηση, Λόγος και Συναίσθημα». Στο πλαίσιο των συζητήσεων αυτών, ο αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Αντώνης Χατζημωυσής έδωσε στις 24 Νοεμβρίου διάλεξη με θέμα «Το παράδοξο της ντροπής». Το σημερινό άρθρο μας είναι βασισμένο στη διάλεξη αυτή.