O Σταύρος Ψυχάρης γεννήθηκε στην Αθήνα τον Ιανουάριο του 1945, στις μέρες της μεγάλης αντίθεσης, στους καιρούς των εμφυλίων παθών και της ανελέητης αδελφοκτόνου σύγκρουσης, από γονείς ευθέως συνδεδεμένους με το ΚΚΕ. Ο πατέρας του καταγόταν από ένα χωριό στα σύνορα των νομών Μεσσηνίας και Ηλείας, ήταν τυπογράφος στο επάγγελμα, μέλος του κόμματος και η μητέρα του από τον Αμπελώνα Τυρνάβου, αδελφή του Κώστα Λουλέ, ιστορικού στελέχους του ΚΚΕ, στενού φίλου και συνεργάτη του Χαρίλαου Φλωράκη, από «αστικο-τσιφλικάδικη οικογένεια» κατά την κομουνιστική ορολογία της εποχής. Η ευρύτερη οικογένεια του Κώστα Λουλέ κατείχε περίπου 3.000 στρέμματα στον θεσσαλικό κάμπο.

Το ΚΚΕ, ο Ζαχαριάδης και ο Λουλές

Ηταν τέτοιος ο δεσμός των γονιών του με το ΚΚΕ που τον μικρό Σταύρο επρόκειτο να βαφτίσει ο μόλις αφιχθείς, τότε, από το Νταχάου γενικός γραμματέας του κόμματος Νίκος Ζαχαριάδης. Αλλά δεν ήταν γραφτό, ο Ζαχαριάδης δεν μπόρεσε να φθάσει για λόγους ασφαλείας και έτσι τον μικρό Σταύρο βάφτισε τελικά ο θείος του Κώστας Λουλές.

Ο Σταύρος Ψυχάρης μεγάλωσε στην Αθήνα σε ένα χαμόσπιτο των Αμπελοκήπων, πίσω από τις περιβόητες φυλακές Αβέρωφ, όπου τώρα ορθώνεται το δικαστικό μέγαρο του Αρείου Πάγου, σχεδόν απέναντι από το γήπεδο του Παναθηναϊκού. Οπως ο ίδιος έλεγε, ανδρώθηκε βλέποντας και ακούγοντας κομμουνιστές κρατουμένους να φωνάζουν με αυτοσχέδια χωνιά πίσω από τα κάγκελα των φυλακών, καταγγέλλοντας τις Αρχές για τα βασανιστήρια και τις διώξεις του εμφυλιακού και μετεμφυλιακού κράτους. Κατά καιρούς εξιστορούσε ότι ο πατέρας του, που σε εκείνα τα πέτρινα χρόνια εξέδιδε τον παράνομο «Ριζοσπάστη», του ζητούσε να φυλάει τσίλιες και να τον ειδοποιεί σε περίπτωση που εμφανίζονταν χωροφύλακες.

Η αλήθεια είναι ότι εκείνες οι πρώτες παραστάσεις  σκλήρυναν τον Σταύρο, απέδωσαν έναν χαρακτήρα τραχύ, ανταγωνιστικό και απαιτητικό μαζί, τόσο από τον εαυτό του όσο και από τους άλλους. Μεγαλώνοντας διδάχθηκε από τον πατέρα του τα μυστικά της τυπογραφίας. Γνώριζε όλες τις οικογένειες γραμμάτων, αναγνώριζε την αξία των αρχιγραμμάτων, έμαθε μαζί του να στήνει λιτές, γεωμετρικά ζυγισμένες και αισθητικά όμορφες σελίδες. Με εκείνα τα εφόδια, αλλά και με άριστη γνώση των ελληνικών, της γραφής και της αφήγησης που απέκτησε στα δημόσια σχολεία της εποχής, ήλθε σε επαφή με τη δημοσιογραφία.

Τα πρώτα βήματα στον Τύπο

Για να παρακολουθήσει κανείς τη διαδρομή του Σταύρου Ψυχάρη θα πρέπει να τον τοποθετήσει στο πλαίσιο της εποχής. Η χώρα έβγαινε από τον δυστυχή κύκλο της καχεξίας των πολέμων, αποκτούσε υποδομές και δυνατότητες, οι ρυθμοί ανάπτυξης ήταν μοναδικοί και οι ευκαιρίες πάμπολλες ακόμη και για τους φτωχοδιάβολους σαν τον Σταύρο Ψυχάρη. Το δημοσιογραφικό επάγγελμα ήταν κλειστό και εν πολλοίς προνομιακό. Η επαφή και η σχέση με την εξουσία προσέφερε δυνατότητες, φορολογικές ατέλειες, φθηνά οικόπεδα και άλλα αφανή.

Νωρίς λοιπόν, σε ηλικία μόλις 20 ετών, το 1965 έπιασε δουλειά στη «Δημοκρατική Αλλαγή», στην απογευματινή εφημερίδα της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς, της ΕΔΑ. Εκεί έμαθε τα βασικά, την αξία του επιτόπιου ρεπορτάζ, της αφηγηματικής γραφής και της μεταφοράς εικόνων στο χαρτί. Μέσω αυτής έζησε τις μεγάλες συγκρούσεις, τα Ιουλιανά, όλο εκείνο το κύμα της μεγάλης έντασης και της ακόμη μεγαλύτερης φθοράς. Τότε πρωτοείδε τις φανερές και κρυφές πτυχές της πολιτικής, τα πάθη, τις εχθρότητες, μα και τις παρασκηνιακές διευθετήσεις της κορυφής, τις συναλλαγές κάθε μορφής, ακόμη και τις παράταιρες συνεννοήσεις και τις αδιανόητες συναντήσεις των άκρων. Εξεπλάγη όταν νέος συντάκτης είδε στο Περιστύλιο της Βουλής έναν αριστερό βουλευτή, δεινό ρήτορα που ξεσήκωνε τα πλήθη, να συνομιλεί και να χαριεντίζεται με τον Μανιαδάκη, τον ορκισμένο εχθρό και διώκτη των κομμουνιστών στα χρόνια του Μεταξά. Το έλεγε και το ξανάλεγε για να δείξει ότι στην πολιτική δεν υπάρχουν φραγμοί, ούτε όρια.

Το «Εθνος», η χούντα και ο Λαμπράκης

Η «Δημοκρατική Αλλαγή» θα κλείσει μετά το πραξικόπημα των συνταγματαρχών του 1967. Και έτσι θα μεταπηδήσει σε μια κεντρώα εφημερίδα, στο «Εθνος» του Κώστα Κυριαζή και του Κώστα Νικολόπουλου. Αρχισυντάκτης ήταν ο Γιάννης Καψής. Το «Εθνος» αντιστεκόταν με διάφορους τρόπους στη χούντα. Επί μήνες φιλοξενούσε μια βινιέτα όπου έγραφε «Γενηθήτω Δημοκρατία» και από κάτω με μικρά γράμματα «Είναι η ιστορία του Βενιζέλου». Κάποια στιγμή, το Πάσχα του 1970, οι συνταγματάρχες εξεμάνησαν, έπειτα από τη δημοσίευση ενός άρθρου του Ιωάννη Ζίγδη για την Κύπρο και το ενδεχόμενο τουρκικής εισβολής, συνέλαβαν τους εκδότες, τους έσυραν σε δίκη και έκλεισαν την εφημερίδα. Σε εκείνη τη δίκη προσήλθε ως μάρτυρας υπεράσπισης των εκδοτών του «Εθνους» ο Χρήστος Λαμπράκης. Τότε γνώρισε τον Ψυχάρη, εξετίμησε τις ικανότητές του και τον προσέλαβε στις εφημερίδες του, όπου βρέθηκε και ο Καψής μετά την αποφυλάκισή του.

Το 1972 εχρίσθη πολιτικός συντάκτης. Αυτή ήταν η μεγάλη του ευκαιρία. Σε εκείνα τα χρόνια ο νεαρός ακόμη Σταύρος Ψυχάρης θα ρουφάει γνώση και πληροφόρηση, αξιοποιώντας τους πάντες και τα πάντα. Το κενό ήταν μεγάλο. Η Ελλάδα διψούσε για ενημέρωση, ακόμη και αν ήταν κολοβή. Η ζωή εν τω μεταξύ έτρεχε, το καταναλωτικό πρότυπο έτεινε να επικρατήσει, το καθεστώς έκανε ό,τι μπορούσε να προσεταιρισθεί τον κλάδο, λύνοντας αιτήματα και προσθέτοντας προνόμια. Σε μια κλαδική διαπραγμάτευση με τους χουντικούς θα συνδεθεί με τον Βύρωνα Σταματόπουλο, υφυπουργό Τύπου, από τον οποίο θρυλείται ότι αποκόμιζε πληροφορίες. Οπως και να έχει, «έχτισε» σε εκείνα χρόνια, απέκτησε εμπειρίες και δυνατότητες, τις οποίες αξιοποίησε στον μέγιστο βαθμό με την πτώση της δικτατορίας. Με την έλευση της μεταπολίτευσης θα εκδώσει δύο βιβλία, «Τα παρασκήνια της αλλαγής», όπου περιέγραφε αναλυτικά, με υλικά και ντοκουμέντα την κατάρρευση της χούντας, και «Οι 70 κρίσιμες ημέρες», όπου πραγματευόταν την έλευση του Καραμανλή και τα διαδραματισθέντα μέχρι τις εκλογές του Νοεμβρίου.

Η άνοδος

Ο ίδιος υπερηφανευόταν ότι τα δύο βιβλία πούλησαν περισσότερα από 300.000 αντίτυπα το καθένα και ισχυριζόταν επίσης ότι τότε απέκτησε πολλά χρήματα, που αποτέλεσαν τη μαγιά της περιουσίας του. Θα ακολουθήσουν κάμποσα χρόνια σκληρής και ακάματης δημοσιογραφικής δουλειάς, με αποστολές, συνεντεύξεις και καθημερινό ρεπορτάζ, που τον ανέδειξαν ως έναν από τους καλύτερους πολιτικούς ρεπόρτερ. Από ένα σημείο και πέρα του άνοιγαν όλες οι πόρτες, κατέστη συνομιλητής του Κωνσταντίνου Καραμανλή, φίλος του Πέτρου Μολυβιάτη και σχεδόν ταυτόχρονα συνδέθηκε στενά με τον Ευάγγελο Αβέρωφ και ολόκληρη την αβερωφική ομάδα. Το γραφείο του κοσμούσε μια φωτογραφία με τον νεαρό Αντώνη Σαμαρά και τον Σωτήρη Χατζηγάκη, δηλωτική της σχέσης μαζί τους.

Αργότερα, παραμονές των εκλογών του 1981, έγινε το πρόσωπο που εμπιστεύθηκε ο Ανδρέας Παπανδρέου προκειμένου να παρουσιάσει το κυβερνητικό σχέδιο της Αλλαγής. Με την Αριστερά διατήρησε εκλεκτικές συγγένειες, συνομιλούσε με την ηγεσία και πάντα επαίρονταν για τον ισχυρό δεσμό με τον Κώστα Λουλέ. Ακόμη, υπήρξε συνομιλητής του Μακαρίου, η τελευταία συνέντευξη του Προέδρου της Κύπρου έμεινε στην Ιστορία και η ακροτελεύτια φράση «και όταν πεθάνω, χίλιοι Μακάριοι θα συνεχίσουν τον αγώνα» που κοσμεί τον τάφο του έκανε τον γύρο του κόσμου. Επίσης, είναι αξιοπρόσεκτο ότι διέθετε εκκλησιαστική παιδεία και από νωρίς συνδέθηκε με την Εκκλησία, διατηρώντας μέχρι το τέλος της ζωής του ισχυρούς δεσμούς με πλήθος ιεραρχών, του σημερινού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως συμπεριλαμβανομένου.

Ο «βασιλιάς» της Χρήστου Λαδά

Το φθινόπωρο του 1983 ο Λαμπράκης θα του αναθέσει τη διεύθυνση του «Βήματος». Από την αρχή θα επιχειρήσει ένα πείραμα αναγέννησης του ημερήσιου φύλλου που είχε κλείσει από το 1982. Επέλεξε τότε επαναλαμβανόμενες εκδόσεις στη διάρκεια της ημέρας με σκοπό να υπερβεί το πλεονέκτημα των απογευματινών εφημερίδων και να δημιουργήσει ανταγωνιστικές συνθήκες απέναντί τους. Δεν βγήκε εκείνο το πείραμα, αλλά δεν πτοήθηκε. Επίμονος όπως ήταν, έχτισε σταδιακά, με συνέπεια και πάθος, την εκδοχή της πλούσιας κυριακάτικης πολυεφημερίδας, με ειδικά ένθετα και περιοδικά ποικίλης ύλης κατά τα πρότυπα των ισχυρών αμερικανικών και εγγλέζικων παραδοσιακών φύλλων. Το 1988 «Το Βήμα» πρωταγωνίστησε στην αποκάλυψη του σκανδάλου Κοσκωτά, συγκρούστηκε τότε με τον Ανδρέα Παπανδρέου, απέκτησε αίγλη και βαθμούς ελευθερίας από τον πολιτικό χώρο που έως τότε εκπροσωπούσε. Η πολυσυλλεκτικότητα που απέκτησε συνέπεσε με την ολοκλήρωση του σχεδίου της πολυεφημερίδας και ο μύθος άρχισε να λαμβάνει μοναδικές διαστάσεις.

Εν τω μεταξύ άλλαζε ο κόσμος και μαζί του η χώρα. Ο καταναλωτισμός είχε γιγαντωθεί, το κράτος υποχωρούσε, ο ιδιωτικός τομέας θέριευε, οι υποδομές άλλαζαν, οι κατασκευαστές κέρδιζαν την πρώτη θέση, η ιδιωτική τηλεόραση είχε εισβάλει στα σπίτια, τα τηλέφωνα έγιναν κινητά και ιδιωτικά, το παλαιό μοντέλο της προστατευμένης οικονομίας υποχωρούσε ταχύτατα, άλλες σχέσεις και άλλοι δεσμοί οικοδομούνταν.

Η εκτόξευση της δεκαετίας του ’90

Η Ελλάδα επέλεξε τότε, οριστικά και αμετάκλητα, τον ευρωπαϊκό δρόμο, όλες οι δυνάμεις συντονίστηκαν με τον εθνικό σκοπό της ένταξης στην ευρωζώνη. Ο Ψυχάρης συνδέθηκε τότε με πρόσωπα και δυνάμεις, για να μην πούμε συμπορεύθηκε μαζί τους. Κατά βάση καβάλησε το κύμα της εποχής, ταυτίστηκε με το ευρωπαϊκό ρεύμα, συνδέθηκε με τις πολλές ανερχόμενες εκφράσεις του εκσυγχρονισμού, με τις αναδυόμενες πολιτικές και επιχειρηματικές δυνάμεις. Η σχέση του με τον Σωκράτη Κόκκαλη ήταν παροιμιώδης.

Η δεκαετία του ’90 ήταν δυναμική και ο Ψυχάρης την αξιοποίησε παντοιοτρόπως. Σε εκείνες τις συνθήκες γιγαντώθηκε ο οργανισμός, τα φύλλα που εξέδιδε ξεχείλιζαν από διαφημίσεις, αποκόμιζαν άπειρα κέρδη και ο ίδιος απέκτησε ισχύ και πλούτη. Και μαζί η φήμη του εκτοξεύθηκε στα ύψη. Οι πολιτικοί και οι επιχειρηματίες παρήλαυναν από το γραφείο του. Και εκείνος είχε πλέον ενταχθεί στη σχολή των κυνικών, δεν είχε ενδοιασμούς , ούτε επιφυλάξεις.  Η χρηματιστηριακή έκρηξη του 1998 και 1999 στη συνέχεια παρέσυρε τους πάντες και τα πάντα και μαζί πολλαπλασίασε τις εκδοτικές δυνατότητες, αλλά βαθμιαία το μέτρο εχάθη.

Η αλήθεια είναι ότι ο Ψυχάρης ήταν τότε συγκρατημένος. Πίστευε ότι φούσκα είναι και θα σκάσει. Ωστόσο απέφυγε τη σύγκρουση με τους χρηματοοικονομικούς αστέρες του οργανισμού που υπόσχονταν εύκολα πλούτη. Τα χρήματα από την εισαγωγή του Χρηματιστηρίου ξοδεύθηκαν δώθε-κείθε, ο οργανισμός έφθασε να χωρεί τους πάντες, οι αρχές της χρηστής διαχείρισης κλονίστηκαν και κάποια στιγμή το όλο επιχειρηματικό σχήμα έμοιαζε με ΔΕΚΟ του ιδιωτικού τομέα.

Η περίοδος της παρακμής

Στην κορύφωση του 2004 ο ΔΟΛ έφθασε να απασχολεί περισσότερα από 1.200 άτομα. Επηρεάστηκαν τότε τα πρόσωπα και οι συνειδήσεις επίσης. Η διοίκηση δεν μπόρεσε να αντιληφθεί την επερχόμενη μεταβολή των συνθηκών και δεν αντέδρασε εγκαίρως όπως οι περιστάσεις απαιτούσαν, παρότι τα σημάδια φώναζαν και οι εκκλήσεις για εξυγίανση ήταν πολλές. Λάθεψαν σε εκείνη τη φάση και ο Λαμπράκης και ο Ψυχάρης, έχασαν την ευθυκρισία τους. Δεν αξιολόγησαν το περιβάλλον, δεν επενέβησαν εγκαίρως, άφησαν σχεδόν τα πάντα στην τύχη τους. Πίστευαν λανθασμένα ότι θα βρεθεί μια κάποια λύση. Εν τω μεταξύ και η πολιτική είχε εγκλωβιστεί αντιστοίχως. Η αμέριμνη διακυβέρνηση μεταξύ 2004-2009 καθήλωσε τη χώρα, σχεδόν την εξώθησε στη χρεοκοπία. Επελθούσα η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 βρήκε τον ΔΟΛ, όπως και τη χώρα, υπερχρεωμένο και απροετοίμαστο απέναντι στην επερχόμενη καταστροφή.

Αλλά και όταν επήλθε η κρίση, πάλι έλειψε η αποφασιστικότητα. Μετά τον θάνατο του Λαμπράκη τον χειμώνα του 2009, ο Ψυχάρης, παρότι απέκτησε πλήρη εξουσία, δεν είχε τις δυνάμεις ούτε το σθένος να αντιδράσει όπως θα έπρεπε. Η υγεία του άλλωστε είχε κλονιστεί, δεν επέτρεπε ούτε μεγάλες αποφάσεις, ούτε μεγάλες συγκινήσεις.

Το διεκδικούμενο από τις τράπεζες σχέδιο εξυγίανσης δεν ήλθε ποτέ. Ετρεφε ο Σταύρος Ψυχάρης μια κρυφή ελπίδα ότι η πολιτική θα λύσει τα προβλήματα του οργανισμού. Ούτε ο Σαμαράς όμως που ήταν φίλος του ούτε ο Τσίπρας που τον γυρόφερνε για να κερδίσει την υποστήριξη των μέσων που διέθετε, μπορούσαν να πράξουν οτιδήποτε. Ο οργανισμός χρειαζόταν εξυγίανση και νέα κεφάλαια. Και επειδή ο Ψυχάρης ούτε το ένα θέλησε ούτε το άλλο μπόρεσε να εξασφαλίσει, ο οργανισμός όδευσε νομοτελειακά προς το καθεστώς της ειδικής διαχείρισης. Τα υπόλοιπα είναι γνωστά. Στην κηδεία του το πρωί της Πέμπτης ούτε δύο εκατοντάδες δεν βρέθηκαν εκεί για το κατευόδιο στην τελευταία του κατοικία. Απουσίαζε κυρίως το πλήθος των ευεργετηθέντων, πολιτικών και επιχειρηματιών. Λίγοι τίμησαν τη σχέση και την κοινή διαδρομή. Οι πιο πολλοί απέφυγαν την όποια έκθεση. «Sic transit gloria mundi…», έτσι παρέρχεται η δόξα του κόσμου, όπως συχνά έγραφε ο ίδιος…