Η στρατηγική επιλογή της κυβέρνησης να ανοίξει και να διευρύνει τις προοπτικές επαφής και συνεργασίας με τις ασιατικές υπερδυνάμεις οδηγεί τον Κυριάκο Μητσοτάκη στο Πεκίνο κατά το τριήμερο 3-5 Νοεμβρίου.

Το ταξίδι του Πρωθυπουργού στην κινεζική πρωτεύουσα στην ουσία αποτελεί ανταπόδοση της επίσκεψης του προέδρου Σι Τζινπίνγκ στην Αθήνα πριν από τέσσερα χρόνια, κατά το πρώτο διάστημα διακυβέρνησης της ΝΔ. Πραγματοποιείται ωστόσο σε ένα πολλαπλώς διαφορετικό διεθνές περιβάλλον και ενώ βρίσκονται σε εξέλιξη βίαιες και ριζικές αναδιατάξεις στον παγκόσμιο συσχετισμό γεωπολιτικών και οικονομικών δυνάμεων.

Το ταξίδι είχε προγραμματιστεί κατά τους προηγούμενους μήνες και όσο η παράμετρος γεωπολιτικής αστάθειας ήταν υπαρκτή, έστω και αν «περιοριζόταν» στο πεδίο του ρωσο-ουκρανικού πολέμου.

Σήμερα και καθώς η σύρραξη στην Ουκρανία εξακολουθεί να μαίνεται, έχει προστεθεί στην εξίσωση και ο πόλεμος στη Μέση Ανατολή, που με έναν πολύ διαφορετικό τρόπο αναδεικνύει ένα κινεζικό «τρίγωνο» ενδιαφέροντος, το οποίο έχει και ελληνική διάσταση.

Από τη μία πλευρά εξακολουθεί να επιδρά η γεωπολιτική παράμετρος και η ρωσο-κινεζική προσέγγιση λόγω των εξελίξεων στο μέτωπο της Ουκρανίας. Από την άλλη, αναδύεται η κρίση στη Μέση Ανατολή, η οποία απασχολεί την Κίνα για πολλούς λόγους. Η κρίσιμη παράμετρος ως προς αυτά είναι η πιθανότητα εμπλοκής του Ιράν, με ό,τι αυτό θα συνεπάγεται για την αγορά ενέργειας και δεδομένων δύο στοιχείων. Αφενός, το γεγονός ότι το Ιράν είναι βασικός προμηθευτής πετρελαίου της Κίνας και, αφετέρου, ότι η κινεζική οικονομία παρουσιάζει σοβαρές ενδείξεις ύφεσης, με ό,τι κινδύνους αυτό μπορεί να κρύβει για ένα παγκόσμιο ντόμινο.

Η Cosco και οι… πλημμύρες

Την ίδια στιγμή, η πολεμική ανάφλεξη στη Μέση Ανατολή διαμορφώνει ένα πεδίο μεγάλης αβεβαιότητας και πιθανών αναταράξεων στην Ανατολική Μεσόγειο, την οποία η Κίνα βλέπει ως συναλλακτική και εμπορευματική πύλη προς την Ευρώπη.

Σε αυτό το πεδίο και με δεδομένη την έντονη κινεζική παρουσία στην Ελλάδα διά μέσου της Cosco στον Πειραιά, μία απρόσμενη παράμετρος στις σχέσεις μεταξύ Αθήνας και Πεκίνου έχει προστεθεί, λόγω του δυστυχήματος των Τεμπών και των προσφάτων καταστροφικών πλημμυρών στη Θεσσαλία. Ιδιαίτερο προβληματισμό σε αυτό το πεδίο έχει προκαλέσει η καταστροφή του σιδηροδρομικού δικτύου, η αποκατάσταση του οποίου φαίνεται ότι θα έχει εξαιρετικά υψηλό κόστος και ότι θα απαιτήσει ιδιαίτερα πολύ χρόνο. Το σημείο αυτό αφορά την Κίνα, καθώς το σιδηροδρομικό δίκτυο είναι στενά συνδεδεμένο με τις μεταφορές εμπορευμάτων από το λιμάνι του Πειραιά προς τη ΝΑ και την Κεντρική Ευρώπη.

Οπως πάντως σημειώνουν κυβερνητικές πηγές, το ταξίδι του Κυριάκου Μητσοτάκη στο Πεκίνο θα έχει καθαρά πολιτικό και διπλωματικό χαρακτήρα και ο Πρωθυπουργός δεν αναμένεται να συνοδεύεται από κάποια επιχειρηματική αποστολή. Υπό αυτό το πρίσμα η ελληνική παρουσία στην Κίνα στη συγκεκριμένη συγκυρία έχει μία ιδιαίτερη αξία, καθώς η ελληνική κυβέρνηση φιλοδοξεί να αναλάβει έναν ρόλο γέφυρας μεταξύ Ασίας και Δύσης, σε μία περίοδο ευρύτερων αναταράξεων και αναδιατάξεων.

Στο Βερολίνο με διαφορετικό αέρα

Σε συνέχεια της επίσκεψης στο Πεκίνο και ενώ εκκρεμεί μια επιβεβαίωση ενός ταξιδιού στο Λονδίνο, ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναμένεται να βρεθεί στο Βερολίνο στις 15 Νοεμβρίου. Και αυτή η επίσκεψη στη γερμανική πρωτεύουσα έχει ιδιαίτερη σημασία, για πολλούς λόγους.

Κατ’ αρχάς, πραγματοποιείται λίγες μόλις ημέρες μετά την αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας και την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, στο τέλος μιας υπερ-δεκαετούς περιόδου κατά τη διάρκεια της οποίας άνοιξαν πολλές πληγές στην ούτως ή άλλως εύθραυστη ελληνογερμανική σχέση.

Υπό αυτή την έννοια, η διμερής επαφή εντάσσεται πλέον περισσότερο σε ένα πλαίσιο αναζήτησης ευκαιριών συνεργασίας στα πεδία των επενδύσεων και στους τομείς γερμανικού ενδιαφέροντος, όπως η πράσινη μετάβαση και η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης.

Πέραν αυτών όμως, ένα από τα κρίσιμα ζητήματα στις συζητήσεις μεταξύ του Κυριάκου Μητσοτάκη και του καγκελαρίου Ολαφ Σολτς αναμένεται ότι θα είναι το νέο, αναθεωρημένο πλαίσιο δημοσιονομικής σταθερότητας στην Ευρώπη μετά το πέρας της περιόδου χαλάρωσης των κανόνων λόγω της πανδημίας.

Σύμφωνο σταθερότητας και Προσφυγικό

Στο πεδίο αυτό, βασικές διεκδικήσεις και επιδιώξεις της ελληνικής κυβέρνησης είναι η ευελιξία του αναθεωρημένου δημοσιονομικού πλαισίου και η εξαίρεση των αμυντικών δαπανών από τους κανόνες, αλλά και η συνεκτίμηση νέων παραμέτρων κατά τη χάραξη και υλοποίηση της ευρωπαϊκής πολιτικής δημοσιονομικής σταθερότητας. Μεταξύ όλων των άλλων, και σύμφωνα με τα όσα ο Κυριάκος Μητσοτάκης έθεσε και στη Σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου την Πέμπτη στις Βρυξέλλες, η Ευρώπη και η Γερμανία οφείλουν να επανεξετάσουν τις δαπάνες και τους πόρους που διατίθενται από τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, αφενός για τη διαχείριση του μεταναστευτικού προβλήματος και αφετέρου για την αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών και της κλιματικής κρίσης.

Ειδικότερα στο πεδίο του Μεταναστευτικού, οι διαφορές στην αντιμετώπιση του ζητήματος ανάμεσα στη Γερμανία και τις κυβερνήσεις του ευρωπαϊκού Νότου, μεταξύ των οποίων και η ελληνική, αναμένεται ότι θα αποτελέσουν ένα από τα κυρίαρχα αντικείμενα συζήτησης μεταξύ Κυριάκου Μητσοτάκη και Ολαφ Σολτς.

Το θέμα προσλαμβάνει ήδη νέες διαστάσεις, καθώς η κρίση στη Μέση Ανατολή εκτιμάται ότι θα πυροδοτήσει μία νέα αύξηση των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών, σε μια περίοδο κατά την οποία η Γερμανία τείνει να υιοθετήσει μία σκληρή γραμμή «κλειστών συνόρων», με ορατές τις σοβαρές περιπλοκές για τις χώρες υποδοχής, όπως η Ελλάδα και η Ιταλία.

Παράλληλα, το ζήτημα απασχολεί τις δύο κυβερνήσεις και λόγω του ρόλου της Τουρκίας, η οποία αφενός εξακολουθεί να διατηρεί μία «ειδική σχέση» με το Βερολίνο, ενώ χρησιμοποιεί τις προσφυγικές ροές ως μοχλό πίεσης προς την Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη.